Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας της δεκαετίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Στη γωνία Μαιάνδρου και Χαλκηδόνος, έπειτα Βασιλέως Παύλου, αριστερά ήταν το προσφυγικό σπίτι του Βαγγέλη Ηλιάδη με τα σιδερένια κάγκελα και την περιποιημένη αυλή και πιο κάτω έμενε ένας φωτογράφος που γύριζε στους δρόμους με τον ξύλινο τρίποδα, με τα πρόσθετα μαύρα μανίκια και το μαύρο κάλυμμα της φωτογραφικής μηχανής, απαθανατίζοντας πρόσωπα και εικόνες της Νέας Ιωνίας.

Δίπλα ήταν το μεγάλο μπακάλικο του Γιάνκου Μάλλια, πρόσφυγα από το Σεβδίκιοϊ με τα σιδερένια ρολά, τη μεγάλη ταμπέλα «ΠΑΝΤΟΠΩΛΕΙΟΝ ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΛΛΙΑΣ», το μεγάλο σπίτι τους πάνω, από τα πρώτα διώροφα της Νέας Ιωνίας και τη βεράντα στην πρόσοψη. Ευγενικός, ήρεμος, καλός επαγγελματίας δεν άφηνε τους πελάτες χωρίς να τους εξυπηρετήσει, τους έδινε και «τεφτέρι», (βιβλιαράκι) να αγοράζουν και να τα πληρώνουν στο τέλος της εβδομάδας, ενδιαφερόταν για το καλό του τόπου και συμμετείχε στα κοινά. Απέναντι, στη δεξιά πλευρά ήταν το μανάβικο του κυρ-Μιχάλη και της κυρα-Αλεξάνδρας, ένα χαμηλό σπιτάκι γεμάτο μέσα και έξω ζαρζαβατικά. Από τα ξημερώματα ο κυρ-Μιχάλης έπαιρνε τα χωμάτινα σοκάκια και τους δρόμους της γειτονιάς πρώτα, με το γαϊδουράκι του, αλλά και με το μικρό καροτσάκι που έζευε, όταν βοηθούσε ο καιρός, και γύριζε, όταν τελείωνε το εμπόρευμα. Και δίπλα στα προσφυγικά τετράγωνα, ήταν το σπίτι της νονάς μου, αδελφής της μαμάς μου, της Βασιλείας Γεωργαλαδάκη. Είχε ξύλινα κάγκελα, πάνω στα οποία ήταν μπλεγμένο ένα λουλούδι μοβ αναρριχώμενο, στο σχήμα σταφυλιού, μια μικρή αυλή γεμάτη λουλούδια και ήταν μοδιστράδικο. Από τα πρώτα και γνωστά της Νέας Ιωνίας. Στο ένα από τα δυο δωμάτια ήταν ο χώρος που έραβε με τα τέσσερα μοδιστράκια της και στο άλλο έμενε με την κόρη της, όταν δεν ερχόταν στο σπίτι μας. Σ’ αυτές τις προσφυγικές καμαρούλες, στο τετράγωνο 4, αρ. 44, πάνω στη μηχανή ραψίματος έμαθα να συλλαβίζω, να διαβάζω, να τραγουδάω παλιά τραγούδια «είναι η κάθε μας αγάπη μια ζαριά, μ’ αυτό το άτιμο το ζάρι που γυρίζει», να μαθαίνω τη ζωή, να μεγαλώνω. Πήρα πολλά εφόδια ψυχής και ζωής από τη δράση της και τον χαρακτήρα της. Η πρώτη γυναίκα δημοτική σύμβουλος στη Νέα Ιωνία, επί δημαρχίας Μπαλλή και Τίκογλου.

Γιάνγκος Μάλλιας

Στο μαρμάρινο πεζουλάκι, κάτω από τον αέρα που μοσχοβολούσε, έξω από την ξύλινη πόρτα, μαζί με τα νεαρά μοδιστράκια που με κανάκευαν, έπαιρνα και τα μηνύματα του άγνωστου για μένα κόσμου, έβλεπα τα τανκς με φανταράκια να κατεβαίνουν απ’ το στρατόπεδο, τον κόσμο να μαζεύεται απέναντι στο τέρμα, άκουγα πολιτικές διαμάχες των οδηγών, άκουγα τα λόγια του κατηχητικού σχολείου της Ευαγγελίστριας, άκουγα τις συμβουλές της νονάς και ρουφούσα ασταμάτητα ό,τι καλό, μα και κακό -κάποιες φορές- δινόταν…
Στο στενό του σπιτιού, από το ανοικτό παράθυρο έβλεπα και άκουγα την κυρία Χρύσα, εκείνη την αρχοντογυναίκα, την ευγενική, την κοκέτα, να μιλάει αγγλικά και να προσπαθεί να μάθει κάποιες λέξεις αγγλικών στα προσφυγόπουλα.

Επί της Μαιάνδρου, ακριβώς δίπλα από το μανάβικο του κυρ-Μιχάλη ήταν το σπιτάκι της Μαργίτσας Δημητριάδου, της επιδέξιας υφάντριας χαλιών που για να ζήσει στην καινούρια της πατρίδα είχε στήσει όρθιο ξύλινο αργαλειό και έφτιαχνε περίτεχνα χαλιά, πραγματικά έργα ανατολής στα σχέδια και στα χρώματα. Ψιλόλιγνη, με έναν κότσο πίσω τα μακριά μαλλιά της, με βλέμμα διαπεραστικό την έβλεπες από την ανοικτή πόρτα, ήταν πάντα καθισμένη στον αργαλειό. Ίσως δεν ξεκουραζόταν ποτέ για να καλύψει τις απαιτήσεις των πελατισσών της, να διορθώσει κάποια σχήματα, κάποια χρώματα, να δώσει άλλη μορφή στο ολοζώντανο σχέδιο του μεγάλου χαλιού, που κάλυπτε όλον τον τοίχο. Έλεγαν πως ήταν από τη Σμύρνη, αλλά οι γνώσεις της στην ύφανση χαλιών έδειχναν ότι ίσως ήταν από τα Θείρα ή τη Νικομήδεια.
Άντρας της ήταν ο Σεβαστός, ήρεμος χαρακτήρας, ο καλύτερος τεχνίτης – μάστορας που έφτιαχνε πηγάδια. Έλεγαν πως ήξερε έναν ιδιαίτερο τρόπο στην τεχνική να στηρίζονται οι πέτρες στη βάση του πηγαδιού και ήταν περιζήτητος. Είχε αποκτήσει με την κυρά Μαργί τέσσερα παιδιά.
Η Κατερίνα πέθανε μικρή. Έζησαν όμως τα άλλα τρία: Η Ζαχαρώ, η Κυριακούλα (Κούλα) και ο Αχιλλέας που παντρεύτηκαν και έκαναν οικογένειες με πολλά παιδιά. Μ’ αυτήν την οικογένεια υπήρχαν συγγενικοί δεσμοί, ιδιαίτερα με τη γιαγιά Αμερσώ, για πολλά χρόνια, αλλά και με τη νονά και τη μητέρα μου Ανθούλα.
Δίπλα έμενε η κόρη της Μαρίας Φατσή που παντρεύτηκε τον Κων/νο Γκραίκο, και παραδίπλα, δυο-τρία προσφυγικά μικρά σπιτάκια, της κυρα-Ειρήνης, της κυρα-Μυρσίνης και εκεί στο τυροπιτάδικο «ΕΝΑΛΛΑΞ» ήταν το σπίτι του Μιχάλη και της Παρασκευής Τσιντσίνη, με τις γλάστρες κρεμασμένες στα ξύλινα κάγκελα και την μονίμως ανοικτή πόρτα από τη γειτονιά που μπαινόβγαινε.

Γωνία Μαιάνδρου – λεωφόρου Ειρήνης

Αχλή η μορφή του παππού στο βάθος της αυλής, στο πλατύσκαλο, με το βαρύ τσιγάρο στα χέρια, με γεμάτο το ρακοπότηρο, τραγουδούσε «τση Σμύρνης το γιαγκίνι», «για έναν έρωτα σημαδεμένο απ’ το απόλυτο, μπερδεμένο με την ευχή και την κατάρα».
Στο επόμενο μικρό σπιτάκι έμενε η κυρά Τριανταφυλλιά και μετά ο Ζαφείρης Τσικούρης, ο καροτσέρης, που ήταν παντρεμένος με την κυρά Κωνσταντία. Όλη αυτή η γειτονιά ήταν το πάνω μέρος του προσφυγικού τετραγώνου, που είχε την ίδια ζωή, κοιμόταν και ξυπνούσε μαζί, που γιόρταζε και θρηνούσε την καθημερινότητα.
Στη γωνία ήταν το ποδηλατάδικο του μπαρμπα-Γιάννη. Μέτριος στο ανάστημα, με ένα μουστακάκι, διαπεραστικό, έξυπνο βλέμμα που σε «έκοβε» με την πρώτη ματιά, είχε στο γωνιακό μαγαζί του παλιά και καινούρια ποδήλατα κρεμασμένα στους τοίχους, που τα νοίκιαζε με την ώρα 1 δραχμή. Δεν έκλεινε ποτέ. Από το πρωί ώς το βράδυ αργά μαστόρευε και επιδιόρθωνε τα ποδήλατα που του πήγαινε η γειτονιά, πάντα πρόσχαρος, αλλά και οικονομικός στις τιμές.
Εκεί έλεγαν πως ήταν καφενείο, το τσιπουράδικο του Μήτσου Βουγιούκα, που γέμιζε κάθε βράδυ από πρόσφυγες που τραγουδούσαν τους καημούς και τα ντέρτια τους και συνόδευαν τη μελωδική φωνή του Μιχάλη Αχειλά που έπαιζε κανονάκι. Ο ήχος των τραγουδιών τους πλανιόνταν στον μεθυστικό αέρα της άνοιξης και του καλοκαιριού και κάλυπταν όλο το τετράγωνο μέχρι αργά τη νύχτα.

Αργότερα ο Μήτσος μετακόμισε στη λεωφόρο Αθηνών απέναντι από τα «Τηγανάκια» (τις παλιές αλατιέρες). Πιο πέρα, στην οδό Κρήτης ήταν και το τσιπουράδικο του Ασημή. Και ανάμεσά τους φιγουράριζε το μανάβικο του Τσομπανόπουλου με τα λαχανικά και τα φρούτα πάνω στο πεζοδρόμιο, που ήταν γνωστός στην αγορά με το παρατσούκλι Μποϊλής.
Και πιο πέρα το κατάστημα νεωτερισμών του Κολλημένου. Ήταν σε καινούριο οίκημα, στο ισόγειο, στενόμακρο, περιποιημένο με ξύλινους πάγκους και τόπια υφασμάτων στους τοίχους. Μια ψηλή λεπτοκαμωμένη φιγούρα, ίσως υπάλληλος, στεκόταν σχεδόν πάντα στην πόρτα να προλάβει να εξυπηρετήσει τον πελάτη, διαφημίζοντας την αφθονία των εμπορευμάτων.
Και μετά… σκοτάδι. Καμιά ανάμνηση. Σταμάτησαν οι εικόνες, που δεν φωτογράφησε η παιδική μου μνήμη, γιατί πηγαίνοντας στο Κουφόβουνο, ακολουθούσα την οδό Χρήστου Λούλη. Στο τέρμα του λεωφορείου της γραμμής 1, στο τρίγωνο, υπήρχε μια ξύλινη παράγκα, καταφύγιο των οδηγών στην ανάπαυλα και εκδοτήριο εισιτηρίων για τους κατοίκους της περιοχής.
Η μια πλευρά της Μαιάνδρου έκλεινε. Ένας κόσμος, δραστήριος και ζωντανός, ενωμένος με αόρατα σκοινιά, έμενε εκεί, προσπαθώντας να κατακτήσει τη ζωή, να ονειρευτεί, να ερωτευθεί, να πολιτικολογήσει, να διαφωνήσει, όχι όμως να παραιτηθεί από το χρέος που κουβαλούσε για τις ρίζες και τη γενιά του.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μαρίας Κρούσσου, Χρυσάνθης Βουτσά, Γιώργου Τσιντσίνη «Μια άλλη Αποκάλυψη».

Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το