Πολιτισμός

Κώστας Μαυρουδής: Η ασφάλεια φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό ανθρώπινο αίτημα

Ο Κώστας Μυαρουδής γεννήθηκε το 1948 στην Τήνο. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παρουσιάστηκε στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Λόγοι δύο (1973). Ακολούθησαν τα ποιητικά βιβλία: Ποίηση (1978), Το δάνειο του χρόνου (1989), Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (2001) και Τέσσερις εποχές (2010). Έχει δημοσιεύσει επίσης τα εξής βιβλία με πεζά: Με εισιτήριο επιστροφής (1983), Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι (2000), Στενογραφία (2006) και Η αθανασία των σκύλων (2013). Στον τόμο Η ζωή με εχθρούς (1998) συγκεντρώνονται άρθρα και σχόλια που είχαν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Τέλος, εξέδωσε το βιβλίο Τέσσερις εποχές: τέσσερις πίνακες και τέσσερα ποιήματα (2018) σε συνεργασία με τον Χρόνη Μπότσογλου.
Ποιητικά και πεζογραφικά βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε τέσσερις ευρωπαϊκές γλώσσες.
Από το 1978 εκδίδει ανελλιπώς το λογοτεχνικό περιοδικό Το Δέντρο.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Το αλάτι του Bad Ischl, το βιβλίο σας με πεζά κείμενα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη. Θα δώσετε στους αναγνώστες μας κάποια στοιχεία του;
Είναι βιβλίο ακατάτακτο ως προς το είδος. Θα το χαρακτήριζα υβριδικό. Το συναπαρτίζουν σύντομα, ανεξάρτητα θεματολογικά, κείμενα, που άλλοτε μοιάζουν με μικρά δοκίμια, άλλοτε με σύντομα χρονικά και ταχυαφηγήματα. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι η ποικιλία αυτή να καταλήξει σε μορφή απειθάρχητη. Ωστόσο, πιστεύω ότι η ετερογένεια συνέχεται από ένα κοινό πνεύμα, από το βλέμμα, από τις εμμονές, την αγωγή του συγγραφέα. Αυτό το είδος, που μοιάζει μοντερνιστικό, έχει πολύ στενή σχέση με τον λόγο των παλιών ηθολόγων, οι οποίοι μίλησαν για τη ζωή και τις αξίες της με σύντομο γνωμικό λόγο. Ταυτόχρονα όμως είναι μια αυτομυθοπλασία, με την έννοια πως ανάμεσα στις σκέψεις υπάρχει η μνήμη και η προσωπική ιστορία.

Πρόκειται για το τελευταίο μέρος μιας τετραλογίας, της οποίας το πρώτο βιβλίο γράφτηκε το 1983, σαράντα χρόνια πριν. Η απόσταση τόσων χρόνων ήταν πρόθεσή σας εξαρχής ή ήταν απαραίτητη συνθήκη για τη συλλογή του υλικού;
Δεν είναι τετραλογία που γράφτηκε προγραμματικά. Προέκυψε. Πριν σαράντα χρόνια κατέγραφα με τρόπο ημερολογιακό διάφορες σκέψεις. Μου αρκούσε να παρατηρώ, αλλά δεν φανταζόμουν πως αυτό θα εξελισσόταν σε μια αυστηρή, απαιτητική φόρμα, και βέβαια δεν ήξερα πόσο θα άλλαζαν τα κριτήριά μου για τόσα πράγματα στη ζωή. Σε μια σελίδα αναφέρομαι στην αναθεώρηση εκείνου που υπήρξαμε: «Τα νεανικά χρόνια είναι ένα κείμενο που γράφεται χωρίς σχέδιο, με ελάχιστη σύνεση, με ευκολία. Στο τέλος, αναγνώστες του εαυτού μας, το διαβάζουμε με διαρκείς ενστάσεις, θέλουμε μάταια να αλλάξουμε το ύφος, να διαγράψουμε παραγράφους και ολόκληρα κεφάλαια. Έχουμε μπροστά μας τις σελίδες ενός συγγραφέα που μόλις ανεχόμαστε».
Το πρώτο βιβλίο (Με εισιτήριο επιστροφής) μου φαίνεται σήμερα πρωτόλειο. Με το Αλάτι βλέπω τη διαδρομή που κάνει καθένας μας από τότε που δεν τον απασχολεί ο χρόνος μέχρι την ωριμότητά του, η οποία συνεπάγεται εντελώς άλλο βλέμμα για τον κόσμο και τη ζωή. Να μην ξεχνάμε ότι νέοι θέλουμε να περιγράψουμε και να δείξουμε, ώριμοι θέλουμε να καταλάβουμε ή να καταστήσουμε μαρτυρία αυτό που ζήσαμε. Τα τέσσερα βιβλία εμφανίστηκαν ανάμεσα σε άλλα, ποιητικά, και θα έλεγα πως παρά το διαφορετικό είδος (πεζογραφία/ποίηση) αναγνωρίζεται η κοινή διάθεση, οι τρόποι, οι εμμονές (ο χρόνος, η μνήμη) που όμως τείνουν μονίμως στην ποίηση. Αρκεί να σας πω ότι ορισμένα μικρά κείμενα αυτής της τετραλογίας εντάχθηκαν με φυσικότητα σε μια ποιητική συλλογή μου.

Ο χρόνος και η τέχνη είναι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους κινούνται τα κείμενα του ανά χείρας βιβλίου. Πόσο γοητευτικό, αλλά και πόσο δύσκολο είναι να μετουσιωθεί το απλό και καθημερινό σε αισθητική εμπειρία;
Πραγματικά δημιουργική ερώτηση, με την έννοια ότι ζητεί εκείνο που κάνει την πραγματικότητα αισθητική εμπειρία. Αναφέρεστε στο πραγματικό που αλλάζει τάξη. Γράφουμε, λέω στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, «για να ανασκευάσουμε αυτό που συμβαίνει. Η λογοτεχνία αντιγράφει το πρόχειρο της ζωής». Η εμπειρία παίρνει χαρακτήρα πνευματικό μέσω του κώδικα που είναι η γραφή, η παράσταση (ζωγραφική), η μίμηση (θέατρο, κινηματογράφος). Όπως έχουν πει, η πρώτη ιδέα κάθε έργου είναι απ’ τον Θεό, όλα τα υπόλοιπα είναι δουλειά. Φτιάχνει και κρίνει κανείς με το ένστικτο. Τα κριτήριά μας όμως μεταβάλλονται, ωριμάζουν. Μένω αμήχανος απέναντι σε παλιά γραπτά μου. Είμαι βέβαιος ότι κανένα έργο δεν τελειώνει οριστικά. Το κείμενο που δεν τελειώνει είναι μια απ’ τις έμμονες ιδέες αυτού του βιβλίου. Εννοώ ότι δεν περατώνεται ως φόρμα, ως επιζητούμενη εντέλεια. Όλα θέλουν να γίνουν η τέλεια μορφή της αρχικής τους ιδέας. Πάλι θα πάω στο βιβλίο. Παραθέτω: «…Κάθε δημιουργική πράξη -ακόμα κι αν πρόκειται για μια Λειτουργία (Messa) ή έναν φιλολογικό λίβελο- αξιώνει την εντελή μορφή της. Αυτό μπορεί να αφορά από την Αινειάδα, που ο Βιργίλιος επιθυμούσε να εξαφανίσει ως έργο ανολοκλήρωτο, μέχρι το Μερσιέ και Καμιέ, από το οποίο, πολλά χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευση, ο Μπέκετ αφαίρεσε τις μισές σελίδες. Ένας επίμονος ψίθυρος μας λέει στο αυτί ότι κάτω από κάθε διατύπωση υπάρχει μια άλλη, ακριβέστερη, πλήρης. Από τον Ενγκρ (δώδεκα χρόνια για να ζωγραφίσει ένα μοντέλο του), μέχρι τον βραδύ Βερμέερ, του οποίου η πεθερά γκρίνιαζε γιατί καθυστερούσε και έχανε εισοδήματα, οι επιφυλάξεις για την αδύνατη τελειότητα έχουν κοινά γνωρίσματα. Κάποιος διηγηματογράφος έχει ομολογήσει πως έκλαψε αδυνατώντας να βρει την τελευταία πρόταση μιας νουβέλας, και ένας άλλος χρειάστηκε μήνες για να καταλάβει ότι η φράση «Ο δρόμος ήταν γεμάτος περαστικούς» (την είχε αλλάξει τριάντα φορές) δεν θα γραφόταν ποτέ καλύτερα […]». Λοιπόν, δεν είναι μόνο να γίνει το τρέχον δημιουργική πράξη, αλλά να βρει σχήμα που θα αναδεχθεί τη διάθεση, το αίσθημα, την ιδέα, με την τελειότητα που κάποιος τα συνέλαβε όλα αυτά.

Γιατί επιλέγετε τη μικρή λογοτεχνική φόρμα, τον ποιητικό και δοκιμιακό λόγο στα δικά σας βιβλία;
Έχουν διατυπωθεί από πολλούς επιχειρήματα υπέρ της μικρής φόρμας, αλλά θα πω μόνο ότι προέρχομαι απ’ τον στίχο, δηλαδή από την ποίηση, που προϋποθέτει τη συνοπτική έκφραση, είναι μορφή της σιωπής και του ελλειπτικού. Το άλλο είναι πως με ενδιαφέρει ο αξιωματικός λόγος. Ο αφορισμός, λέω σε μια σελίδα, «μας γοητεύει γιατί είναι το μικρογραφημένο μείζον και, κυρίως, γιατί έχει χαρακτηριστικά αποκάλυψης. Και επειδή η αποκάλυψη συνδέεται με την παιδική ηλικία, δηλαδή με τη μύηση στον κόσμο, παραμένει έφεση διαρκής».

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;
Εκτός απ’ την υφολογική ωριμότητα, εξέλιξη θεωρώ το να διακρίνεις τα μείζονα ζητήματα που κατά κανόνα δεν βλέπεις στη νεανική ηλικία. Η ωριμότητα στη σκέψη και στη δουλειά σου είναι το αντίτιμο για την ορμή που χάθηκε. Μ’ άλλα λόγια πληρώνουμε για την ωριμότητα. Έζησα για χρόνια ανυποψίαστος απέναντι σε μια σειρά από αλήθειες. «Η πληρέστερη ανάγνωση», χαριτολογούσα στη Στενογραφία (Κέδρος, 2006), «είναι αυτή που γίνεται με γυαλιά πρεσβυωπίας». Επιστρέφω και πάλι στο Αλάτι. Στη σελίδα 197 λέω ότι «η αγωγή μας είναι αδιανόητη χωρίς το πένθος. Τη συνείδησή μας (ηθική, αισθητική) έχουν προσδιορίσει οι απώλειες». Υπάρχουν θέματα που, σε νεανική ηλικία, δεν είχαν καμιά επιρροή πάνω μου παρά τις αλήθειες τους. Η φράση, για παράδειγμα, του Παύλου, για τον θάνατο που μας επισκέπτεται «ως κλέπτης εν νυκτί», δεν με ενδιέφερε στο παραμικρό ή με δυσκολία θα την πρόσεχα. Τότε ήταν λόγος ενός αγκιτάτορα. Χρειάστηκαν χρόνια, έπρεπε να απειληθώ για να με αγγίξει η σημασία της.

Εκδίδετε το λογοτεχνικό περιοδικό «Το Δέντρο» από το τέλος της δεκαετίας του ’70. Ποια αίσθηση έχετε για την εξέλιξη στον χώρο της λογοτεχνίας;
Η πιο εμφανής αλλαγή βρίσκεται στην ποιότητα και την ποσότητα των μεταφράσεων. Διαβάζουμε εξαιρετικούς ξένους συγγραφείς από ταλαντούχους μεταφραστές.

Ποιο βιβλίο ή κείμενο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Διαβάζω (με αργό, δυστυχώς, ρυθμό) πολλούς συγγραφείς συγχρόνως. Με ενδιαφέρουν τα κλασικά κείμενα. Δυστυχώς, νέος, σπατάλησα τον χρόνο μου σε αδιάφορες σπουδές και ασήμαντες ασχολίες. Προσπαθώ μάταια να προλάβω όσα έχασα απ’ την ανάγνωση. Διαβάζω κυρίως ξένη πεζογραφία, πάντα υπογραμμίζοντας και σημειώνοντας. Δεν μπορώ να διαβάσω χωρίς μολύβι στο χέρι. Τα αποσπάσματα (κρίσεις, εικόνες) που με σταματούν μπορεί να δώσουν ιδέες για να ασχοληθώ με κάτι ή για να συμπληρώσω ένα κείμενο εν προόδω. Δεν διανοούμαι να γράψω χωρίς το λεγόμενο «διακείμενο», τη σχέση με το ξένο βλέμμα που εμπλουτίζει τη δική μου αναφορά, αναδεικνύει τη συγγένεια, δίνει βάθος και ιστορικότητα. Για παράδειγμα, στην πρώτη ήδη σελίδα του βιβλίου διαβάζουμε πως κάθε μυθιστορηματικό πρόσωπο κουβαλά μιαν απαράβατη μοίρα. Συμπληρώνοντας αυτή την ιδέα χρησιμοποιώ μια φράση από τον πρόλογο του Μαγικού Βουνού του Τόμας Μαν («Κάθε βιβλίο είναι η ιστορία του ήρωα, η δική του ιστορία, και δεν συμβαίνει η κάθε ιστορία στον οποιονδήποτε»). Στο ερώτημά σας, πάλι. Με γοητεύει η ανάγνωση του Γιόζεφ Ροτ που μεταφράστηκε ιδανικά. Έχω μπροστά μου πάντα τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Μοπασάν, Μαλρό, Ζέμπαλντ, Μαν, Σιοράν. Δυστυχώς δεν προλαβαίνουμε όσα θάλαμε. Τόσο στη ζωή όσο και στην ανάγνωση.

Η περίοδος της πανδημίας ήταν για εσάς γόνιμη, συγγραφικά και αναγνωστικά;
Ναι, ολοκλήρωσα το Αλάτι του Bad Ischl, προχώρησα ένα επόμενο βιβλίο με μικροαφηγήματα. Έχει τίτλο Ο Χ. είπε, και ένα μικρό μέρος του προδημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του περιοδικού Φρέαρ. Επίσης καταπιάστηκα με μια ποιητική συλλογή που συμπληρώνεται τώρα.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Νομίζω την ασφάλεια. Αυτό που θεωρείται ένα απ’ τα γνωρίσματα του συντηρητικού πνεύματος, φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό ανθρώπινο αίτημα. Στο Ο Χ. είπε, που προανέφερα, υπάρχει μια σύντομη ιστοριούλα. Ένα ωδικό πουλί, μια καρδερίνα, ξεφεύγει απ’ το κλουβί, βγαίνει απ’ το σπίτι, και αφού κάθεται για ώρα σε ένα μακρινό δέντρο επιστρέφει τελικά εκεί που ζει και νιώθει ασφαλής. Είναι μια προσωπική μνήμη με ηλικία πάνω από μισόν αιώνα. Η ανάγκη ασφάλειας είναι καρπός του φόβου, κύριου χαρακτηριστικού όλων των ζώων. Ο φόβος άλλωστε είναι το κρυφό κίνητρο, η βαθιά ρίζα όλης της τέχνης. Η γνώση του εφήμερου γεννά την ανάγκη ενός κατασκευασμένου κόσμου. Κάθε δημιουργική πράξη είναι στην ουσία μεταβολισμένο αίσθημα μεμψιμοιρίας. Η τέχνη είναι το παράπονο (αναπλήρωση το λέει η επιστήμη της ψυχής) για το απόλυτο που δεν προσεγγίζεται. Η δημιουργική πράξη μοιάζει (και είναι) υποκατάσταση ενός αρχέτυπου, ενός μοντέλου αιωνιότητας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το