Πολιτισμός

Ο Νικόλας Μανιτάκης απαντά στο ερωτηματολόγιο του Proust -“Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με το έργο του συνέβαλε καθοριστικά στην ενδυνάμωση των ελληνογαλλικών σχέσεων”

Επιμέλεια
Μαίρη Τσακνάκη Γαβαλά

Καλεσμένος μας σήμερα ο Νικόλας Μανιτάκης.

Κύριε καθηγητά, καλώς ήρθατε στην κυριακάτικη «Θεσσαλία». Αφορμή το βιβλίο σας Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (1915-1961). Η αειφορία των ελληνογαλλικών πολιτιστικών σχέσεων από τις εκδόσεις Ασίνη (2022). Να σας δώσω τον λόγο, να σας γνωρίσουν και οι αναγνώστες της Θεσσαλίας.
Ευχαριστώ πολύ καταρχάς για τη φιλοξενία στη στήλη που διατηρείτε στην εφημερίδα και για την ευκαιρία που μου δίνετε να συνομιλήσουμε για το βιβλίο μου. Γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου στις Βρυξέλλες, όπου σπούδαζαν οι γονείς μου. Από κει πηγάζει, μεταξύ άλλων, η οικειότητά μου με τη γαλλική γλώσσα και το ενδιαφέρον μου γενικότερα για τη γαλλική κουλτούρα. Μετά την πτώση της Χούντας εγκατασταθήκαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη, όπου και μεγάλωσα. Στα μαθητικά μου χρόνια σύχναζα στο Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, μια εξαιρετικά γόνιμη, από πολλές απόψεις, εκπαιδευτική εμπειρία. Σπούδασα ιστορία στο Α.Π.Θ. και συνέχισα τις ιστορικές μου σπουδές, σε μεταπτυχιακό και διδακτορικό επίπεδο, στο Παρίσι, στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales. Δίδαξα στη συνέχεια σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Συνεργάστηκα επίσης για μια δεκαετία με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο ως συμβασιούχος διδάσκων. Από το 2009 διδάσκω γαλλική ιστορία στο Τμήμα Γαλλικής Φιλολογίας, όπου κατέχω σήμερα τη θέση του αναπληρωτή καθηγητή.

Το βιβλίο σας θα το παρουσιάσουμε στον Βόλο. Στις 31 του Μάη. Για πέστε μας πώς ξεκίνησε αυτή η ιδέα.
Στον Βόλο λειτούργησε από το 1947 έως και τα τέλη του 20ού αιώνα παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Το Γαλλικό Ινστιτούτο Βόλου υπήρξε για μισό σχεδόν αιώνα ένας ιδιαίτερα πετυχημένος εκπαιδευτικός και πολιτιστικός θεσμός που αγκαλιάστηκε θερμά από τους κατοίκους της πόλης, όπως πιθανόν να θυμούνται οι παλαιότεροι από τους αναγνώστες της εφημερίδας σας. Μια παρουσίαση του βιβλίου μου στην πόλη σας μοιάζει, επομένως, θα τολμούσα να πω, επιβεβλημένη. Ο Βόλος είναι επίσης μια από τις λιγοστές ελληνικές πόλεις όπου τα τελευταία χρόνια καλλιεργήθηκε η μνήμη του Ινστιτούτου, με μια σειρά από δράσεις όπως εκδηλώσεις, καταγραφή προσωπικών μαρτυριών, διάσωση ιστορικών τεκμηρίων, κ.ά. Αξίζει να επισημανθεί ότι πολλές από τις παραπάνω δράσεις οφείλονται σε πρωτοβουλίες που ανέλαβε η διευθύντρια των Γενικών Κρατικών Αρχείων Μαγνησίας κ. Αννίτα Πρασσά. Θα ’θελα με την ευκαιρία αυτή να τη συγχαρώ και να την ευχαριστήσω δημόσια για τον καίριο ρόλο της στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης του βολιώτικου παραρτήματος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και στην προβολή της ιστορίας του.

Ο Octave Merlier, είχε αποκαλέσει το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών «ναό του πνεύματος» usine πνευματικό εργοστάσιο. Αυτό είναι το αντικείμενο μελέτης σας. Τι θα μας πείτε πάνω σ’ αυτό;
Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών δεν λειτούργησε μόνο ως ένα πετυχημένο κέντρο εκμάθησης της γαλλικής γλώσσας. Επιτέλεσε, ακόμη, έναν σημαντικό ρόλο ως πολιτιστικός φορέας. Διοργάνωσε διαλέξεις, εικαστικές και λογοτεχνικές εκθέσεις, συναυλίες και κινηματογραφικές προβολές. Δεξιώθηκε στην Ελλάδα ως ομιλητές δεκάδες Γάλλους διανοουμένους, από τον Paul Eluard έως τον Albert Camus, και πρόβαλε μέσω της διοργάνωσης εκθέσεων τα έργα σημαντικών Γάλλων καλλιτεχνών, όπως του Pablo Picasso, του Henri Matisse, του Fernand Léger και πολλών άλλων. Εξέδωσε επίσης από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 έως και το 1961 πάνω από 100 βιβλία στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα, μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, επιστημονικές μελέτες, ταξιδιωτικούς οδηγούς και σχολικά εγχειρίδια, κατάλληλα για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας σε ελληνόγλωσσους μαθητές. Κυκλοφόρησε για τρεις δεκαετίες στα γαλλικά και σε ετήσια βάση έναν αναλυτικό βιβλιογραφικό οδηγό, όπου καταγράφονταν συστηματικά το σύνολο της ελληνόφωνης εκδοτικής παραγωγής. Χρηματοδότησε και στήριξε πολλαπλώς, επίσης, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1950, τη λειτουργία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Τόσο στη διάρκεια της Κατοχής, όσο και κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, το Ινστιτούτο έσφυζε, επομένως, από ζωή, διακρινόταν από πλούτο δραστηριοτήτων. Εξ ου και οι χαρακτηρισμοί «ναός του πνεύματος» και «εργοστάσιο», που αποτυπώνουν από τη μια την κατάνυξη που προκαλούσαν οι εκδηλώσεις του στους επισκέπτες του και από την άλλη, τους φρενήρεις ρυθμούς που διέκριναν το ίδιο το ίδρυμα μέσω της πλούσιας πνευματικής και καλλιτεχνικής του παραγωγής, ιδιαίτερα κατά τη δεκαπενταετία 1945-1960.

Εκπαίδευση, Πολιτισμός με πλαίσιο την ελληνογαλλική φιλία. Ένα εκπαιδευτικό εγχειρίδιο, αλλά και μελέτη της εθνικής μας αυτογνωσίας. Τι θα λέγατε πάνω σ’ αυτό;
Πράγματι, δεν θα ’ταν υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς ότι το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με το πετυχημένο και πολλαπλό, όπως είδαμε, έργο του, συνέβαλε καθοριστικά στην ενδυνάμωση των ελληνογαλλικών σχέσεων, στην τόνωση αυτού που ονομάζεται «ελληνογαλλική φιλία». Με τη δράση του το Ινστιτούτο έθρεψε τον φιλελληνισμό των Γάλλων και τη γαλλοφιλία των Ελλήνων. Άλλωστε, στις προθέσεις των πρώτων διευθυντών του ιδρύματος, όπως δείχνω στο βιβλίο μου, ήταν να καταστήσουν το Ινστιτούτο έναν χώρο συνάντησης του γαλλικού με τον νεοελληνικό πολιτισμό. Πολλές από τις πολιτιστικές τους δράσεις αφορούσαν στην ανάδειξη των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών. Για παράδειγμα, το Γαλλικό Ινστιτούτο συμμετείχε ενεργά το 1957 στις εκδηλώσεις μνήμης για τα 100 χρόνια από τον θάνατο του Διονύσιου Σολωμού. Η έκθεση για τον εθνικό μας ποιητή που διοργανώθηκε στο γαλλικό ίδρυμα προσέλκυσε γύρω στους 25.000 επισκέπτες, εκ των οποίων αρκετοί ήταν μαθητές των σχολείων. Ακόμη και σήμερα παραμείνει η πιο πετυχημένη έκθεση που έχει ποτέ διοργανωθεί για τον Σολωμό. Την ίδια χρονιά το Ινστιτούτο διοργάνωσε μια έκθεση έργων του Έλληνα εικαστικού Γιώργου Γουναρόπουλου. Περιορίζομαι στα δύο παραπάνω παραδείγματα, είναι, όμως, πιστεύω φανερό ότι με το άνοιγμά του και στον νεοελληνικό πολιτισμό το Ινστιτούτο συνέβαλε, επομένως, όπως το θέτετε στην ερώτησή σας, και στην εθνική μας αυτογνωσία. Λειτούργησε στην πραγματικότητα ως ένας ελληνογαλλικός θεσμός. Γι’ αυτό και μπόρεσε να ριζώσει και να γίνει ιδιαίτερα αγαπητό όχι μόνο στους κύκλους των διανοουμένων, των καλλιτεχνών και των επιστημόνων, αλλά και σ’ ένα ευρύτερο κοινό καλλιεργημένων και φιλομαθών.
Άξιζε με την ευκαιρία αυτή να επισημανθεί ότι το Ινστιτούτο βρέθηκε στην καρδιά της ελληνικής πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής. Συνεργάστηκε με εξέχοντες Έλληνες διανοουμένους και καλλιτέχνες, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Γαΐτης, ο Γιάννης Μόραλης, κ.ά. Να θυμίσω επίσης ότι είχε ως μαθητές την Έλλη Αλεξίου, τη Διδώ Σωτηρίου, την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και μεταπολεμικά τον Νίκο Πουλαντζά και τον Κώστα Σημίτη. Όπως αντιλαμβάνεστε από τα παραπάνω, το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η μελέτη της ιστορίας του Γαλλικού Ινστιτούτου ξεπερνάει τα στενά πλαίσια της ιστορίας των ελληνογαλλικών σχέσεων. Και γι’ αυτό πιστεύω αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο μου.

Σε μια εποχή που όλα αναθεωρούνται και οι προοπτικές αλλάζουν και οι ανακατατάξεις στον παγκόσμιο χάρτη διαφοροποιούνται, το βιβλίο σας, ποιος είναι ο ρόλος του; Εγώ, ως πρόεδρος του Ελληνογαλλικού Συνδέσμου Βόλου, Chevalier de l ’Ordre des Palmes Académiques Και Ambassadrice de la Francophonie à Volos καλωσορίζω με ιδιαίτερη χαρά το βιβλίο σας που με συγκίνησε ιδιαίτερα αν και ανήκω στο Saint Joseph. Εκεί πήγα σχολείο, εκεί δίδαξα Γαλλικά. Ένα σχόλιο… s il vous plaît…
Όπως ορθώς μας θυμίζετε, ο Βόλος διαθέτει μια μακρά παράδοση γαλλομάθειας, που δεν ανάγεται μόνο στη λειτουργία από τη δεκαετία του 1940 ενός παραρτήματος του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Από τις αρχές του 20ού αιώνα λειτούργησε στην πόλη σας ένα γαλλικό σχολείο που στελέχωναν και διεύθυναν καθολικές μοναχές από το τάγμα του Saint-Joseph de l’Apparition. Αν και δεν διαθέτουμε ακόμη, εξ όσων γνωρίζω, μια ενδελεχή μελέτη για την ιστορία του, τα διαθέσιμα τεκμήρια δείχνουν ότι υπήρξε ένα πολύ πετυχημένο στη λειτουργία του ίδρυμα. Οι μοναχές του Saint-Joseph διέθεταν άλλωστε μια πλούσια εκπαιδευτική εμπειρία, καθώς ανάλογες σχολές λειτούργησαν σε πολλές ελληνικές πόλεις, όπως στον Πειραιά, στο Ηράκλειο, στα Χανιά, στη Σύρο και αλλού. Δεν θα πρέπει, επομένως, να θεωρεί τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι η Σχολή Saint-Joseph άντεξε στον χρόνο και εξακολουθεί να λειτουργεί ακόμη και σήμερα, έστω και υπό μια διαφορετική μορφή. Ως ένα ελληνογαλλικό πια σχολείο, που ακολουθεί το ελληνικό σχολικό πρόγραμμα, δίνοντας έμφαση στη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας. Να σημειωθεί επίσης ότι ο Βόλος διέθετε από τις αρχές του 20ού αιώνα, έναν εξαιρετικά δραστήριο τοπικό σύλλογο της Alliance Française, μιας οργάνωσης που είχε ως βασική αποστολή τη διάδοση της γαλλοφωνίας στον κόσμο. Στον Μεσοπόλεμο λειτούργησε στην πόλη σας κέντρο εκμάθησης της γαλλικής γλώσσας από την Alliance, το οποίο μετεξελίχθηκε μεταπολεμικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Βόλου. Με δύο λόγια, στον Βόλο ενεργοποιήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα πολλαπλοί θεσμικοί φορείς που προώθησαν τη διάδοση της γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας.

Κύριε καθηγητά, ένα σχόλιό σας ακόμα για τη διδασκαλία της Γαλλικής Γλώσσας στην πατρίδα μας στον δημόσιο τομέα.
Για πάνω από έναν αιώνα, τα γαλλικά ήταν η μόνη ξένη γλώσσα που διδασκόταν στην ελληνική μέση εκπαίδευση. Η γαλλική αυτή γλωσσική πρωτοκαθεδρία δεν μετατράπηκε όμως σ’ ένα ισχυρό πλεονέκτημα για την εκμάθηση και τη διάδοση της γλώσσας στην Ελλάδα. Αυτό οφειλόταν κυρίως στις σοβαρές και πολλαπλές αδυναμίες από τις οποίες έπασχε, μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολεμικής περιόδου, η διδασκαλία των γαλλικών στα κρατικά ιδρύματα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε μια σειρά από πεδία, από την κατάρτιση των διδασκόντων και τα σχολικά εγχειρίδια έως και τις διδακτικές μεθόδους. Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών επιχείρησε στον Μεσοπόλεμο να θεραπεύσει το πρόβλημα αυτό θέτοντας σε λειτουργία ένα ειδικό πρόγραμμα κατάρτισης διδασκόντων γαλλικής γλώσσας που προορίζονταν για την ελληνική Μέση Εκπαίδευση – γνωστό ως Cours Spécial. Για λόγους που αναλύονται στο βιβλίο, το εγχείρημα αυτό δεν καρποφόρησε. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η διδασκαλία των γαλλικών στα ελληνικά γυμνάσια και λύκεια γνώρισε, ωστόσο, για άλλους λόγους, μια σημαντική αναβάθμιση σε ό,τι αφορά στα βασικά της χαρακτηριστικά. Η παραπάνω θεματική συνιστά το αντικείμενο μιας από τις επόμενες ερευνητικές μου εργασίες. Οπότε θα ’χουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε επ’ αυτού διεξοδικότερα την επόμενη φορά που θα ανταμώσουμε.

Σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή, σας περιμένουμε στον Βόλο.

Το βιβλίο του αν. καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλα Μανιτάκη «Το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών (1915-1961). Η αειφορία των ελληνογαλλικών πολιτιστικών σχέσεων» (εκδ. «Ασίνη») παρουσιάζεται την Τετάρτη 31 Μαΐου, στις 7 μ.μ., στον Βόλο, στο κτήριο του πρώην Γαλλικού Ινστιτούτου (Γ. Καρτάλη και Κοραή) του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών.
Η παρουσίαση διοργανώνεται από το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τα Γενικά Αρχεία του Κράτους Μαγνησίας, τον Ελληνογαλλικό Σύνδεσμο Βόλου και τις εκδόσεις «Ασίνη».
Για το βιβλίο θα μιλήσουν ο Νίκος Κυριαζής, ομ. καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η Αννίτα Πρασσά, δρ Ιστορίας, προϊσταμένη των Γ.Α.Κ. Μαγνησίας, η Δέσποινα Παπαγιώτη, φιλόλογος, καθηγήτρια Γαλλικής Γλώσσας, η Αντιγόνη Σδρόλια, φιλόλογος, συγγραφέας, καθώς και ο συγγραφέας του Νικόλας Μανιτάκης. Χαιρετισμό θα απευθύνουν η Ιωάννα Λαλιώτου, αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο Λουκάς Ζαχείλας, πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, και η Μαίρη Γαβαλά, πρόεδρος του Ελληνογαλλικού Συνδέσμου Βόλου. Ο δημοσιογράφος Ηλίας Κουτσερής θα συντονίσει τη συζήτηση.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το