Θ Plus

Η σπηλιά του Εύμαιου κι η κρήνη Αρεθούσα

του Κυριάκου Χατζηγεωργίου

Ξημερώνει η δεύτερη μέρα μου στην Ιθάκη. Αφού έχω «πιάσει» λιμάνι στη Φόρκυνα, όπου μ’ άφησε ένα καΐκι από τον Αστακό, σκαρφάλωσα έπειτα από υπόδειξη ενός ντόπιου ψαρά, ως την ακρόπολη των Αλαλκομενών και γύρισα αργά το βράδι στο Βαθύ, την πρωτεύουσα του νησιού αφήνοντας το βασιλικό παλάτι γι’ αύριο. Εκείνο πια που μ’ ενδιέφερε ήταν η κρήνη της Αρεθούσας και η σπηλιά του Κόρακα.
Το άλλο πρωί έβαλα στόχο τη σπηλιά του Εύμαιου.
Το σχετικό απόσπασμα από την Οδύσσεια μιλάει για την Πέτρα του Κόρακα, όπου εγκαταβιούσε ο έμπιστος χοιροβοσκός του Οδυσσέα, ο Εύμαιος. Έτσι ακολούθησα τις σχετικές πινακίδες που υπάρχουν σήμερα αλλά και το μονοπάτι που οδηγεί στην κρήνη της Αρεθούσας.
Και τα δυο βρίσκονται στην ίδια κατεύθυνση, με τη διαφορά πως η κρήνη βρίσκεται στο μυχό πελώριου κατακόρυφου βράχου, στο χείλος του οποίου έχει εντοπισθεί η περίφημη σπηλιά του Ιθακήσιου χοιροβοσκού (*).
Με εγκόλπιο πάντα τους στίχους των κεφαλαίων ν και ξ της Οδύσσειας κατευθύνομαι στο νότιο τμήμα του νησιού ψαχουλεύοντας τη μια σπηλιά μετά την άλλη, αλλά κι ένα βράχο που η ομηρική αφήγηση τοποθετεί στη νοτιοανατολική, εντελώς κρυφή και απρόσιτη, πλευρά μιας χαράδρας, όπου η κρήνη της Αρεθούσας και η περίφημη Κορακόπετρα.

«Δήεις τον γε σύεσσι παρήμενον, αι δε νέμονται
παρ Κόρακος πέτρη επί τε κρήνη Αρεθούση» (ν – 407,8)

(Σιμά στους χοίρους θα τον βρεις, να κάθεται, που βόσκουν
κοντά στην Κορακόπετρα, στην Αρεθούσα βρύση).
εννοώντας τον χοιροβοσκό, όπως θα δούμε παρακάτω.

Παίρνω το δρόμο για το Μαραθιά, δίχως καμία πινακίδα να με κατατοπίζει σχετικά. Στο δρόμο αυτό θα συναντήσω αρκετές ενοικιαζόμενες επαύλεις που προσφέρονται με αδρά μισθώματα στους ευρωπαίους που έρχονται να ανακαλύψουν τους ομηρικούς δρόμους της Ιθάκης. Επιπλέον ο δρόμος αυτός οδηγεί, δίχως καμία σήμανση, στις σπηλιές του Εύμαιου και στην Κορακόπετρα. Περιττό να πω ότι δυσκολεύομαι αφάνταστα, να βρω την άκρη του οδικού νήματος πού οδηγεί στην Κορακόπετρα και την Αρεθούσα.
*

Ο σημερινός χοιροβοσκός μου δείχνει την σπηλιά του Κόρακα πάνω από τον όρμο Πέρα Πηγάδι

Ύστερα από 4,4 χιλιόμετρα ασφάλτινης διαδρομής από το Βαθύ φτάνω σε ένα πλάτωμα όπου μπορώ να αφήσω το αυτοκίνητό μου. Λίγα μέτρα παραπάνω και αριστερά της ασφάλτου, κάποιο αφελές σημαδάκι δείχνει το δασύ λαγκάδι μεσ’ στο οποίο στριμώχνεται ένα στενό μονοπατάκι. Το πέρασμα αυτό καβατζάρει τις αλλεπάλληλες ράχες της πλαγιάς παίρνοντας κατεύθυνση νότια κινούμενο σε αρκετό ύψος πάνω από τη θάλασσα.
Η πορεία αποδώ μέσα φιλτράρεται από τις εαρινές ευωδιές και τα φινιρισμένα χρώματα. Κρατάει σαράντα λεπτά και διασχίζει μερικά από τα ωραιότερα τοπία της ιθακήσιας υπαίθρου.
Τραβερσάρω τέσσερις ή πέντε ράχες διασχίζοντας ισόποσες ρεματιές και ρουφώντας το νέκταρ από τα μύρτα και τα σπάλαθρα, τις λαδανιές, τ’ αλίσφακα, τους σχίνους και τις ορχιδέες.
Κι από κάτω μου – ώ, από κάτω μου – το πέλαγο βάφει στα μάτια μου λαζουρένιο τον αναποδογυρισμένο καθρέφτη τ’ ουρανού.
Το νησιδάκι – με τ’ όνομα Πέρα Πηγάδι – που φράζει με την απλωσιά του τις μικρές εντυπωσιακές βοτσαλωτές παραλίες του Τάλαρου, αιχμαλωτίζουν το μάτι μου και την ψυχή μου.
Η γλυκιά ζέστη που επικρατεί, μέσα του Απρίλη, στις εξοχές της Ιθάκης, με τυλίγει με την εξαίσια θαλπωρή της κι όπως είμαι πρόχειρα ντυμένος κι ελαφρά μοιάζω σαν έναν επαίτη που γυρεύει τη μοίρα του κι ανεμίζουν κουρέλια από πάνω του στο πρώτο γλυκό αεράκι. Ετσι δίχως να το καταλάβω φτάνω στη μεγάλη ρεματιά που είναι κρυμμένη η πηγή της Αρεθούσας κρήνης. Όμως τεράστιος από πάνω της ορθώνεται κι εντυπωσιάζει ο ομηρικός βράχος του Κόρακος, με τις πορφυρές λουρίδες, για τον οποίο ο θρύλος θέλει να είναι «το αίμα του Kόρακα που σκοτώθηκε στο κυνήγι».
Ένα στέρεο, χτιστό και λίγο επικλινές καλντερίμι με περνάει από το στενό της αναπάντεχης χαράδρας και με φέρνει στο κοίλωμα του βράχου, στο βάθος του οποίου αναβλύζει το θεϊκό νερό της Αρεθούσας κρήνης. Υστερα από 38 λεπτά πεζοπορίας τερματίζεται η ομηρική διάσχιση της νότιας Ιθάκης. Ένας στίχος της Οδύσσειας (ν-408) σηματοδοτεί την πορεία προς τους ομηρικούς μου στόχους.

Α/ «παρ Κόρακος πέτρη», Β/ «επί τε κρήνη Αρεθούση».

Το καλντερίμι και η χαράδρα της Αρεθούσας κρήνης

Όπως στέκομαι από κάτω τους, βλέπω την πηγή της Αρεθούσας, τον χυμένο γκρεμό του Κόρακα και πιθανολογώ τη σπηλιά του Εύμαιου που κρύβεται σε μιαν απρόσιτη ορθοπλαγιά του ορμητικού κι εξαίσιου αυτού λιθανάγλυφου. Αλλά την τελευταία θα την αναζητήσω μετά την επιστροφή μου, στην εξοχή του Μαραθιά, εκεί όπου, ευτυχώς, υπάρχει σχετική πινακίδα της αρχαιολογικής Υπηρεσίας με την ένδειξη: Πέτρα Κόρακος και Σπηλιές του Εύμαιου.
Επιστρέφοντας στο σημείο όπου είχα αφήσει το αμάξι μου, συνεχίζω τον άλλο δρόμο προς το νότο, διαγράφοντας μιαν οξεία γωνία κατεύθυνσης και διανύοντας μιαν απόσταση χιλίων εκατό μέτρων, όπου τερματίζει η άσφαλτος. Στο τελείωμα της ασφάλτου διαβάζω την παραπάνω πινακίδα. Αμέσως παίρνω το μονοπάτι που μου δείχνει η τελευταία.
Χάνομαι μέσα στα βραχωμένα λιβάδια, («ρυτοίσιν λάεσσι», τα αποκαλεί ο Ομηρος, δηλαδή κυλιστά βράχια), ώσπου από ένα πέτρινο καλύβι, πνιγμένο μέσα στα πρινάρια και τις αγριλιές, βγαίνει ατόφιος και θαλερός ένας χοιροβοσκός, ίδιος ο Εύμαιος…
«Εσένα ψάχνω», του λέω, «να με βοηθήσεις στην αναζήτηση της ομηρικής σπηλιάς». Εκείνος φαίνεται συνηθισμένος και από άλλους περιηγητές.
Είναι ένας 60άρης ξερακιανός Ιθακήσιος βοσκός, που κατοικεί στην άκρη της Κορακόπετρας και προσφέρεται να με ξεναγήσει στην άκρη του… γκρεμού. Ακολουθείται από ένα (κι όχι τέσσερα που θέλει ο Όμηρος) γιγαντόσωμο αλλά γερασμένο σκυλί που ακούει στο όνομα … Άργος και το οποίο δείχνει επιθετικές τάσεις εναντίον μου. Τότε αναγκάζομαι να καθίσω κούκου και να πετάξω το ραβδί που κρατούσα (κινήσεις που κάνω πάντοτε όταν διασταυρώνομαι με τσομπανόσκυλα)… Ο χοιροβοσκός επιχειρεί να το τιθασεύσει.
«Αργο, ήσυχα…»
Εκείνο επιμένει για να μου θυμίσει τους στίχους ξ 29 -31:
«Εξαπίνης δ’ Οδυσήα ίδον κύνες υλακόμωροι
οι μέν κεκληγώτες επέδραμον, αυτάρ Οδυσσεύς
έζετο κερδοσύνη, σκήπτρον δε οί έκπεσε χειρός»…

Πιο κει μουκανίζουν εύσωμοι χοίροι. Καπάκι ο χοιροβοσκός ζητάει τα διαπιστευτήριά μου. Ποιος άνεμος μ’ έφερε ως εδώ; Πούθε κρατάει η σκούφια μου, ενώ χαμηλώνοντας τη φωνή του διερωτάται «μήπως είσαι αρχαιοκάπηλος ή λαθρανασκαφέας»;
Toυ πλάθω μια διήγηση, όσο μπορώ πιο πειστική, αλλά σίγουρα πλασματική (παρόμοια με τις πλαστές ιστορίες του Ομήρου). Πως είμαι τάχα ξένος, διαβατάρης και μ’ έριξαν εδώ τα νερά της περιέργειας. Δε ζητώ παρά να μάθω την ιστορία του τόπου και τίποτ’ άλλο…
Με κοιτάει από πάνω ως κάτω και με ξεψαχνίζει πετώντας μια κάθε άλλο παρά καθησυχαστική φράση:
«Μήπως ψάχνεις κι εσύ τους μνηστήρες;»
«Όχι, του λέω, γιατί η γυναίκα μου είναι στην πόλη…»
Ωστόσο μ’ εμπιστεύεται και με περνάει ανάμεσα από κίτρινα σπάρτα για να μου δείξει τη σπηλιά που κατοικούσε ο Εύμαιος. Βρίσκεται σε μια απλησίαστη κι απόκρημνη καταρραχιά της Κορακόπετρας, η θέα και ο ορίζοντας της οποίας μου κόβει την ανάσα.
Έχω απεδώ μια πανοραμική εικόνα όχι μόνο του χυτού βράχου της Κορακόπετρας, αλλά και ολόκληρης της χαράδρας και του σφηνοειδούς κοιλώματος της Αρεθούσας κρήνης. Και βέβαια ολόκληρο το σκηνικό του «ατρύγετου πόντου».
Ο χοιροβοσκός φοράει ένα ξεθωριασμένο πουκάμισο που τον προστατεύει τόσο από τον ήλιο όσο κι από τον αέρα. Εγώ αντίθετα φοράω, όπως είπα, πολύ πρόχειρα ρούχα. Τα παρατηρεί ο χοιροβοσκός, κάνει κάποιες ανεξήγητες γκριμάτσες, αλλά δε λέει τίποτα.
«Ωρα είναι», συλλογούμαι, «να με περνάει για κανένα τυχάρπαστο Οδυσσέα»…
*
Είπαμε κι άλλα με τον χοιροβοσκό, που μου έδειξε τελικά εμπιστοσύνη και συμπάθεια. Μάλιστα προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει στο καλύβι του, για αυτό και μ’ έμπασε στο εσωτερικό του, για να μυρίσω προαιώνιες οσμές, τραγόμαλλων, προϊστορικών κειμηλίων και πατηκωμένης υγρασίας.
Με κέρασε και μια ρακή κι απάνω στην πρώτη γουλιά τονε ρώτησα:
«Πώς και βρέθηκες εδώ, σ’ αυτό το μπαΐρι που λεν πως ήταν του Εύμαιου η σπηλιά κι η Κορακόπετρα;»
«Είναι ολόκληρη ιστορία… πού να στα λέω… βλέπεις με διώξαν απ’ τα λιβαδοτόπια, γιατί μαθές γίναν οικόπεδα, πουλήθηκαν και χτίσανε βίλες… δεν τις είδες στο δρόμο σου; Μ’ έριξαν που λες, εδώ, σ’ αυτόν το χερσότοπο να φυλάω γουρούνια και σκοπιά και να δείχνω στους ξένους -γιατί Έλληνες δεν πατάνε εδώ -, τις σπηλιές, τον γκρεμό και πέρα τη θάλασσα… μου δώσαν κι αυτό το πέτρινο καλύβι να κοιμάμαι… κι από τότε που έφτασε ο τουρισμός, εγώ πια φυλάω Θερμοπύλες…»
Αυτό έτσι το είπε και κορδώθηκε για τη «σημασία» του.
«Σπουδαίες Θερμοπύλες φυλάς», του είπα «στην Ιθάκη»…
*
Είναι πολλά πράγματα που πρέπει να μάθω ακόμη στη ζωή μου, συλλογίστηκα, όταν παρακολουθούσα αυτόν το θυμόσοφο χοιροβοσκό που μέχρι προχτές ούτε καν φανταζόμουνα την ύπαρξή του κι όμως σήμερα μ’ έκαμε πλουσιότερο, πρώτα απ’ όλα ο διάλογος μαζί του κι ύστερα το αναπάντεχο συναπάντημά του…
Γι αυτό: «ρηιδίως καί με σταθμόν επέλασαν άγοντες/ ανδρός επισταμένου. Ετι γαρ νυ μοι αίσα βιώναι…», που πάει να πει «εύκολα οι αθάνατοι μ’ έφεραν ως τη μάντρα/ ανθρώπου με καλή καρδιά. Γραφτό μου να ζήσω ακόμα»…
Και φυσικά να μάθω και να δω πολλά…

(*) Την αναγνώριση και ταυτοποίηση της ομηρικής σπηλιάς, της πέτρας του Κόρακα και της Αρεθούσας κρήνης έκαμαν τόσο ο Ουίλιαμ Τζελ (Γεωγραφία και αρχαιότητες της Ιθάκης, 1807 ) όσο και ο Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ (Ταξίδια στη βόρεια Ελλάδα, 1835).

Απρίλης του 2011

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το