Άρθρα

Η «γενιά του ’30» και η Ελλάδα της κρίσης

της Ελένης Χ. Δημάκου (MA Ιστορίας)

Η σημερινή ημέρα, 18η Μαρτίου, είναι η επέτειος του θανάτου ενός μείζονος Νεοέλληνα ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη, από τους σημαντικότερους της επονομαζόμενης «Γενιάς του ’30». Μια γενιά εμβληματική, για την οποία έχουν γραφτεί πολλά. Είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με τη διάσημη αυτή γενιά κατά τη συγγραφή του δοκιμίου μου «ευρωπαϊκότητα και ελληνικότητα στη γενιά του 30» (Αφοί Κυριακίδη, 2016). Γνώστες και κριτικοί παρατηρητές της ελληνικής πολιτικής και πνευματικής πραγματικότητας, οι διανοούμενοι της γενιάς αυτής πρωταγωνίστησαν στη δημόσια σφαίρα μιας εποχής δύσκολης για τον ελληνισμό, με εμφανή τα συμπτώματα κρίσης, σε όλους τους τομείς της εθνικής ζωής. Το κλίμα ηττοπάθειας που κυριαρχούσε ανέλαβε να ανατάξει η νέα γενιά των ανθρώπων που έβγαινε από τον όλεθρο ενός Παγκοσμίου Πολέμου και μιας εθνικής καταστροφής. Μέσα από μια δημιουργική ανίχνευση στοιχείων που μπορούσαν να ορίσουν μια συλλογική ταυτότητα για τους Έλληνες του εικοστού αιώνα, οι νέοι του ’30 πήραν στοιχεία από ό,τι καλό διέθετε από τη μακραίωνη παράδοσή του ο Ελληνισμός και συνάμα δέχτηκαν από τη μεγάλη ευρωπαϊκή πνευματική παράδοση όποια εκσυγχρονιστική επίδραση μπορούσε να γονιμοποιήσει το πνεύμα τους. Προσέγγισαν, έτσι, τη σχέση μας με την Ευρώπη όχι με όρους πόλωσης, αλλά μέσα από το λόγο της μεσότητας, προτείνοντας την εξωστρεφή αυτοπεποίθηση και την ισότιμη συμμετοχή στο ευρωπαïκό γίγνεσθαι, με σκοπό την υπέρβαση του πολιτισμικού διλήμματος ανάμεσα σε ό,τι θεωρούμε «εθνικό-ελληνικό» και «ευρωπαϊκό» ή «δυτικό», που φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Μελετώντας κανείς τις συνθήκες του Μεσοπολέμου, μπορεί να βρει σημαντικές αναλογίες ανάμεσα στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και αξιακή κρίση που επικρατούσε τότε και στην πολλαπλή κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα ο τόπος. Το γεμάτο αυτοπεποίθηση όραμα των ανθρώπων της γενιάς έρχεται ξανά στο μυαλό μας μέσα στην τραγική πραγματικότητα που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια ως Έλληνες. Η νέα γενιά που δοκιμάζεται σήμερα από την κοινωνική και οικονομική αναστάτωση είναι φυσικό να βλέπει τη ζωή της ανήσυχα, προβληματισμένα. Ως πολίτες αισθανόμαστε όλο και περισσότερο ανασφαλείς, απροστάτευτοι. Το ξαναζέσταμα του Εθνικού μας Διχασμού, ως οιονεί θρησκευτικό «σχίσμα» (Γ. Θ. Μαυρογορδάτος), επανέρχεται ως ιστορική «κανονικότητα», αυτή τη φορά μέσα σε θολές συνθήκες (fake news) μιας «ταξικής σύγκρουσης». Σε συνδυασμό με τους αποδυναμωμένους θεσμούς μόνο κακά προοιωνίζονται για το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Το πρόβλημα επιτείνεται στις σημερινές παγκόσμιες συνθήκες ταχύτατης οικονομικής, τεχνολογικής και επικοινωνιακής διασύνδεσης που απαιτούν πολύ περισσότερες ηγετικές ικανότητες ελέγχου της κατάστασης και όχι τη χρήση ανεπαρκών παλαιοκομματικών πελατειακών μεθόδων. Πισωγυρίζουμε άτσαλα, χάνουμε τον προσανατολισμό μας μέσα στη σύγχυση που προκαλούν οι ψευδείς ειδήσεις, οι συνομωσιολογίες, το χονδροειδές δημαγωγικό θράσος ή παραπατάμε μέσα στη σκόνη των ιδεολογικών «ψεκασμών». Τέτοιες πολιτικές μας γυρίζουν πίσω στον ενδημικό επαρχιωτισμό μας, μας κάνουν να προβάλουμε τον αρνητικό εαυτό μας, να απεμπολούμε το ρόλο μας ως ισότιμοι εταίροι του ευρωπαϊκού εγχειρήματος ή να ετοιμαζόμαστε να παίξουμε για άλλη μια φορά το ρόλο μας ως «κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας» (Κ. Κωστής). Ήδη, πριν καλά καλά κοπάσουν οι χοροί των αντιευρωπαϊστών συμπατριωτών μας στο Σύνταγμα, βρισκόμαστε στην ανάγκη να επικαλούμαστε τον ευρωπαϊκό πατριωτισμό (τα σύνορα της Ελλάδας είναι και σύνορα της Ευρώπης).

Στο κλείσιμο της δεύτερης εκατονταετίας ελεύθερου βίου, στην επώδυνη κοινωνικοοικονομική κατάρρευση έρχονται να προστεθούν κρίσιμα εθνικά ζητήματα, και κυρίως η εξ Ανατολών απειλή, με την κοινωνία εξουθενωμένη και διχασμένη. Το ατέρμονο κυνήγι εξόντωσης των πολιτικών αντιπάλων συντηρεί το διχαστικό κλίμα στο διηνεκές και απομακρύνει κάθε ενδεχόμενο πολιτικής συναίνεσης προς την κατεύθυνση ενός πραγματικού μετασχηματισμού της χώρας σε ένα κανονικό σύγχρονο κράτος. Ως πολίτες γινόμαστε όλο και πιο δύσπιστοι για την αναστροφή της παρακμιακής πορείας. Το πρόβλημα πέρα από πολιτικό και οικονομικό είναι πρωτίστως πολιτισμικό και συνεπώς πιο σύνθετο. Έχει να κάνει με τις βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες μας ως λαού. Πέρα από τις όποιες παραδοχές των ιστορικών λαθών μας , στην πραγματικότητα αδυνατούμε να κάνουμε τις αλλαγές που χρειάζονται για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη στο μέλλον. Πικρές διαπιστώσεις που τείνουμε να απωθούμε συνήθως στην προσπάθειά μας να αποφύγουμε την καταστροφολογία. Άλλωστε, η νέα ελληνική ιστορία κινείται διαρκώς ανάμεσα σε εθνικές εξάρσεις και εθνικές καταστροφές. Μόνος δρόμος που μπορεί να μας απελευθερώσει από όλα τα φοβικά μας συμπλέγματα και να μας ωθήσει σε πρόοδο είναι αυτός της αλήθειας και της γνώσης. Και εδώ ο ρόλος των ανθρώπων του πνεύματος είναι πολύ σημαντικός. Όχι μόνο εκείνων που ζουν ανάμεσά μας αλλά όλων εκείνων των μορφωμένων Ελλήνων που έφυγαν στο εξωτερικό. Ειδικά για τους τελευταίους, πέρα από την πρώτη αρνητική ανάγνωση του γεγονότος (brain drain), προσωπικά πιστεύω ότι μπορούν να αποτελέσουν μια ευκαιρία αναστροφής της άσχημης εικόνας της Ελλάδας, αυτή που οι πολιτικές των ηγετών που εκλέγουμε δείχνουν στον υπόλοιπο κόσμο. Να προβάλουν έναν άλλο Ελληνισμό, αυτόν που προσομοιάζει στο αρχέτυπο. Την ίδια, ακριβώς, αρχετυπική θεώρηση του ελληνικού στοιχείου επιδίωξε να προβάλει και η «γενιά του ’30». Στην εποχή τους ο Θεοτοκάς, ο Σεφέρης, ο Τερζάκης, ο Ελύτης κατάλαβαν ότι ο «χαλασμένος κόσμος» τους έπρεπε να αλλάξει και ανέλαβαν με τη δημιουργική ισορροπιστική σύνθεση ανάμεσα στην «ελληνικότητα» και την «ευρωπαϊκότητά» τους, να δείξουν το δρόμο προς την ανανέωση της νεοελληνικής νοοτροπίας. Να φέρουν μια νέα αντίληψη για τη ζωή, πλατύτερη, ικανή να διαλύσει το καταθλιπτικό σκηνικό της μεσοπολεμικής κρίσης. Να αποκτήσουν οι Έλληνες μια νέα αυτογνωσία, ατομική και συλλογική, που να τους βοηθά να ξεφύγουν από τα στενά εθνικά όρια, ν’ ανοιχτούν στη διεθνή ζωή, να έχουν ρόλο, συμμετέχοντας ισότιμα στην ευρωπαϊκή πολιτισμική επικοινωνία.
Οι κρίσεις ακολουθούνται από αλλαγή «παραδείγματος», που για τη σημερινή Ελλάδα της κρίσης αφορά στη δημιουργία ενός νέου αφηγήματος που να μας κινητοποιεί προς τη δημιουργία μιας «νέας σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας». Και επειδή πάντα θα υπάρχει, ακόμα και μέσα σε συνθήκες κρίσης, μια δημιουργική Ελλάδα που μοχθεί και που θέλει το νέο «παράδειγμα» να είναι συνυφασμένο με πρόοδο, έχουμε ανάγκη να βλέπουμε φως στο τέλος αυτής της δύσκολης περιόδου. Η απελπισία από μόνη της είναι παθητική, ενώ η ελπίδα εμπεριέχει πάντα την προσπάθεια για την υπέρβαση, για ελευθερία.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το