Θ Plus

Γλας – H μεγαλύτερη μυκηναϊκή ακρόπολη της Ελλάδας

Γλας! Μια μονοσύλλαβη λέξη που γεννάει ένα σωρό ερωτήματα: Από πού μπορεί να προέρχεται η λέξη αυτή; Γιατί να είναι η μεγαλύτερη ακρόπολη της ελληνικής αρχαιότητας; Τι να γυρεύει μια ακρόπολη στη μέση μιας πεδιάδας που στα αρχαία χρόνια ήτανε λίμνη; Πότε άκμασε; Ποιοι την κατοικούσανε; Είναι εύκολα ανιχνεύσιμη; Κι ένα σωρό άλλα συναφή ερωτηματικά που αφορούν αυτή τη μονοσύλλαβη κι ανεξιχνίαστη αρχαία ακρόπολη που περιτειχίστηκε σε μήκος πάνω από τρία χιλιόμετρα…
Τρία χιλιόμετρα; Ένα υπερτειχισμένο, ενιαίο οχύρωμα, με μήκος που ξεπερνάει τα τρία χιλιόμετρα, με μια ομοειδή κι αδιάκοπη περιτείχιση…
*
Καθώς ανεβαίνω τον εθνικό δρόμο Αθήνας – Λαμίας, και πλησιάζω στη μεγάλη και χαρακτηριστική ευθεία, με την έξοδο προς Κάστρο, Ορχομενό και Λιβαδιά, τίποτα μα τίποτα δεν με υποψιάζει ότι, δίπλα από τον ταχείας κυκλοφορίας οδικό υπεράξονα, απλώνει το πέτρινο δίχτυ της η μεγαλύτερη σε περίμετρο ακροπολισμένη περιτείχιση των μυκηναϊκών χρόνων. Αλλά και κανέναν πιστεύω δεν τον υποψιάζει το γεγονός αυτής της ακρόπολης αφού τίποτα δε φαίνεται και τίποτα δεν είναι ορατό ή σηματοδοτημένο.
Αν ασφαλώς αυτή η ακρόπολη βρισκόταν σε άλλη χώρα, σήμερα θα προσείλκυε χιλιάδες τουρίστες, περίεργους και προσκυνητές του αρχαίου μεγαλείου.
Ποιου μεγαλείου; Κουραφέξαλα. Στα ξένα αυτά μπορεί να συνέβαιναν. Στην Ελλάδα όμως; Εδώ με την κρίση που μαστίζει τη χώρα και τη μιζέρια που σαν κολλητική αρρώστια μεταδίνεται στους ανθρώπους, όλα αυτού του είδους τα αρχαία τεκμήρια πολιτισμού και αρχιτεκτονικής βουλιάζουν στην ανυπαρξία.
Ακρόπολις, λέει! Μα η Ακρόπολις είναι μια, δεν μπορεί να υπάρχουν κι άλλες…
Κι όμως! Η Ελλάδα είναι γεμάτη από κυκλώπεια τείχη, πυργοειδείς επάλξεις, ακροπολίσματα με γιγάντιους κυβόλιθους, πωρόλιθους ή μάρμαρα ορθογωνισμένα.
Τρέχω λοιπόν, όπως τρέχουν δίπλα μου, πίσω μου, εμπρός μου, χιλιάδες, εκατομμύρια οδηγοί, συνοδηγοί, κυριακάτικοι ταξιδευτές της νεοελληνικής τροχαίας τρέλας, μα και καθημερινοί φορτηγατζήδες που λιώνουν πάνω στο τιμόνι, μ’ ένα βλέμμα θολό και ρουφηγμένο από χιλιάδες λαμπιόνια, καμιόνια, και φώτα πορείας.
Όλους τους απορροφούν οι απαρασάλευτες εικόνες διαδοχής, τοπίων και πόλεων, που δεν θα τολμούσαν ποτέ να απομακρύνουν το βλέμμα τους από την πορεία του φορτίου τους.
*

Η κεντρική πύλη εισόδου όπως διατηρείται σήμερα

Μόλις έχω περάσει τη διασταύρωση για Ακραίφνιο και Αλίαρτο και οδηγώ έχοντας αριστερά μου ένα βαθύ κανάλι, ενδεικτικό της Κωπαΐδας. Δεξιά μου αντίθετα το βλέμμα μου το τραβάει – από φοιτητή με τραβούσε – ο έντονος ασβεστολιθικός χαρακτήρας κάποιων γραφικών σπηλαίων που αποτελούν και το παράξενο γεωλογικό φαινόμενο της περιοχής.
Αμ, δε! Πελώριες καταβόθρες είναι που τις άνοιξαν και τις εκβάθυναν πριν χιλιάδες χρόνια οι Μινύες, ένα φύλο προελληνικό που είχε την καταγωγή του στην περιοχή των Παγασών. Αν κοιτάξει κανένας προσεκτικότερα θα διαπιστώσει ότι αυτές οι στοές – καταβόθρες φέρουν τεχνητές λαξεύσεις.
Παρακάμπτω από δεξιά το χλοϊσμένο αεροδρόμιο της Θήβας, κι αμέσως μετά ευθειάζω, ενώ στο βάθος ασπρίζει ο μικροκάστρινος οικισμός του Κάστρου (*). Η ταχύτητα μειώνεται λόγω περιορισμένου ορίου αφού επίκειται διασταύρωση και έξοδος αφενός, αλλά και κατοικημένη περιοχή αφετέρου.
Η έξοδος γράφει προς ΚΑΣΤΡΟ, ΟΡΧΟΜΕΝΟ, ΛΙΒΑΔΙΑ και διαγράφει τριπλή παροχέτευση του δρόμου, η μια από τις οποίες οδηγεί στο χωριό Κόκκινο.
Βγαίνω με επιφύλαξη και ακολουθώ τον δρόμο προς το Κόκκινο και το Ακραίφνιο. Δεν κάνω πάνω από ενάμιση χιλιόμετρο – χίλια τετρακόσια μέτρα για την ακρίβεια – όταν ένας μακρύς οχυρωματικός περίβολος σαν ζωνάρι χαμηλής λοφοσειράς κάνει περίεργη εμφάνιση στη μέση της αποστραγγιγμένης πεδιάδας.
Πλησιάζω, οδηγώντας σε ένα στενό ασφάλτινο δρομάκι ενώ το βλέμμα μου είναι αιχμάλωτο από το ζωνάρι του πέτρινου τείχους, πάνω σε λόφο που δεν ξεπερνάει σε ύψος τα είκοσι μέτρα.
Κόβω ταχύτητα και παρατηρώ τη συνέχεια του τείχους έχοντας την απορία έως πού θα τραβήξει αυτή η oχυρωματική γραμμή του λόφου.
Ακολουθώ από δρόμο χωμάτινο πλέον τα κράσπεδα του λόφου πραγματοποιώντας την περίμετρο της ακρόπολης. Αναγκάζομαι να εγκαταλείψω το αμάξι και να ακολουθήσω τα «βήματα» του τειχίου, έτσι όπως δεν το έχω κάνει πουθενά αλλού, σε καμία άλλη αρχαία πόλη, παρατηρώντας με προσοχή τόσο τη μορφολογία του εδάφους, όσο και το ύψος, αλλά και την πορεία του τειχίου της.
Στα χίλια οκτακόσια μέτρα, από την αρχή της τειχισμένης περιμέτρου βλέπω την πρώτη πύλη της ακρόπολης, που έχει διεύθυνση νοτιοδυτική.
Συνεχίζοντας την πορεία μου παράλληλα με το τειχίο της ακρόπολης και ανάμεσα σε βρομόδεντρα, βατιές και ακακίες ξεφυτρώνουν πολλές και μικρές σπηλιές – καταβόθρες είναι που χρησιμοποιούν οι ντόπιοι κτηνοτρόφοι. Αλεπουδάκια, κουνάβια και νυφίτσες ξεπετάγονται μέσα από αυτές τις μονιές.
Φτάνω τα δυο χιλιάδες μέτρα. Είμαι τώρα στην ανατολική πλευρά της ακρόπολης. Εδώ μια ομαλή και πατημένη διαδρομή φέρνει στα εισόδια της πιο σημαντικής πύλης της αρχαίας κατοίκησης, καθώς είναι ορατή η σωσμένη πυλίδα εισόδου σε αυτή.
Ανηφορίζω με ευκολία προς την κατεύθυνση της εισόδου και σε αυτό το σημείο διακρίνω τη διάσταση και τη μετρική του πάχους που έχει το γκρεμισμένο τοιχίο.
Φως φανάρι πως ξεπερνάει τα πέντε μέτρα πάχος…
*

Ο Γλας από αέρος

Οι αρχαίοι Μινύες είχαν κατασκευάσει σταθμούς και φρούρια σε πολλά σημεία των παράκτιων βραχωδών λόφων. Το πιο σημαντικό φρούριο – ακρόπολις ήταν αυτό εδώ που έφερε το όνομα πολυστάφυλος Άρνη. Ήταν νησί κάποτε στη λίμνη της Κωπαΐδας και φημιζόταν για τα σταφύλια της. Σήμερα αυτό το πρώην νησί ονομάζεται Γλα που είναι μια παραφθορά του αρβανίτικου Κουλά που σημαίνει φρούριο.
Η ακρόπολη της Άρνης, την οποία περιστέφει μεγαλιθικό φρούριο, ήταν επταπλάσια της Μυκηναϊκής ακρόπολης και δεκαπλάσια της Τίρυνθας.
Κατά μήκος της κυκλώπειας περιτείχισης συναντούμε απελέκητους λίθους, αλλά κι επεξεργασμένους, πολυγωνικούς ή ακανόνιστους, δίχως κονίαμα ή άλλη συνδεσμική ύλη.
Η ακρόπολη – φρούριο της Άρνης λόγω της υπερυψωμένης της θέσης μπορούσε να δει και να αποκρούσει τον οποιονδήποτε εισβολέα στέλνοντας μήνυμα στους Ορχομενίους που αποτελούσαν το διοικητικό κέντρο, με φρυκτωρίες.
*
Ο Γλας λοιπόν, όπως είναι σήμερα γνωστός, αποτελούσε μια υποδειγματική Μυκηναϊκή ακρόπολη, η οποία μάλλον ανήκε στους Μινύες του Βοιωτικού Ορχομενού.
Είναι εξίσου σημαντικό το γεγονός πως η ακρόπολη αυτή δεν πρέπει να ήταν οχυρωματικό έργο μιας ομάδας ή μιας φυλής και πολιτείας. Πρέπει να ήταν έργο πολλαπλής συνεργασίας και συμμετοχής γειτονικών πόλεων της Κωπαΐδας.
Είναι πια βέβαιο, από τις μετρήσεις που έχουν γίνει, πως αποτελεί τη μεγαλύτερη σε έκταση, περίμετρο και στρεμματική κατοχή μυκηναϊκή ακρόπολη στην περιφέρεια της Ελλάδας. Το χαμηλό βραχώδες ανάπτυγμά της δεν είναι ψηλότερο από τριάντα έως σαράντα μέτρα.
Η όλη κατασκευή είχε προφανώς γίνει με γιγαντιαίους ογκόλιθους πάνω στα πρότυπα των κυκλώπειων μυκηναϊκών κατασκευών. Το ολικό μήκος των τειχών πρέπει να ξεπερνάει τα τρία χιλιόμετρα, μέσα από τα οποία η οχυρωμένη έκταση φτάνει τα διακόσια στρέμματα.
*
Συνεχίζοντας την κυκλική πορεία μου γύρω από τον χαμηλό βραχώδη λόφο φτάνω στην κεντρική πύλη. Από το σημείο αυτό και πέρα η δομή του λόφου αλλάζει σταδιακά και καλύπτεται από κάθετα φυσικά βράχια, αλλά ο τειχισμένος περίβολος δεν διακόπτεται. Δεν παύει να τειχίζει και να προστατεύει τον εσωτερικό οικιστικό πυρήνα, ακόμη και στα σημεία που ο κάθετος ασβεστόλιθος θεωρείται φυσικό τειχίο. Οι σπηλίτσες που αποτελούσαν πάντοτε αναπόσπαστο μέρος των ορυγμάτων – καταβοθρών της Κωπαΐδας, συνεχίζονται.
Έχει πια σουρουπώσει, από τον ουρανό διαχέεται μια διαβολική φεγγαρολουσία που παίζει με τον τειχισμένο περίβολο σε χαμηλό ακόμη ύψος. Ο χωματόδρομος που αποτελεί το μισό της όλης διαδρομής τελειώνει και παραχωρεί τη θέση του στην άσφαλτο που είχα αφήσει για να εισχωρήσω στα θαύματα του Γλα ή της Άρνης, όπως λεγόταν η περιοχή αυτή της Κωπαΐδας.
Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής γεμάτος απορίες και με μια σωρεία προβληματισμών και ερωτημάτων.
Πού βρέθηκαν τόσοι ογκόλιθοι την εποχή εκείνη για να κατασκευασθεί αυτό το μεγαθήριο της κυκλώπειας αρχιτεκτονικής…
*
Η ακρόπολη του Γλα φέρεται να έχει κτισθεί περί το 1.300 π.Χ. κι αυτό στα πριν την αποξήρανση της λίμνης χρόνια. Πρέπει δε να ήταν νησί όλος αυτός ο χαμηλός λόφος. Τα αποστραγγιστικά έργα που έγιναν ήταν ζωτικής σημασίας για τους κατοίκους των περιοχών της Κωπαΐδας.
Ωστόσο η ακρόπολη δεν πρέπει να έζησε περισσότερα από εκατό χρόνια, γιατί οι αρχαιολόγοι επιμένουν πως εξαφανίστηκε γύρω στο 1200 π.Χ…
Η περιοχή αυτή της Κωπαΐδας στον βορειοανατολικό μυχό της, εμφανίζει μια από τις συχνότερες πλημμυρικές εντάσεις στη χώρα.
Οι ανασκαφές είχαν ξεκινήσει από τα τέλη του 19ου αιώνα και συνεχίστηκαν με βήματα χελώνας. Τελευταία επεξεργασία ανασκαπτική ήταν αυτή του έτους 1990-91.
Έκτοτε η μεγαλύτερη σε έκταση και περίμετρο ακρόπολη των αιώνων παραμένει σκοτεινή, αναλλοίωτη και ανεξιχνίαστη από τη σκαπάνη και το ενδιαφέρον του πολιτισμένου ιστορικού κόσμου…

Η ανατολική πύλη εισόδου της ακρόπολης

*
Η όλη έκταση του λόφου πάνω στον οποίο κτίστηκε ο οικισμός ή οτιδήποτε άλλο είχε δημιουργηθεί, με ό,τι αποτελούσε αυτός, δεν βρίσκεται πάνω από ένα χιλιόμετρο σε ευθεία γραμμή από την ευθεία του πιο νευραλγικού δρόμου των νεοαποίκων της Κωπαΐδας.
Όποιοι κι αν είναι αυτοί…

(*) Το σημερινό Κάστρο στα αρχαία χρόνια λεγότανε Κώπες, από τις οποίες πήρε και το όνομά της η Κωπαΐδα. Κι αφού μετέβαιναν στο νησί της Άρνης με μικρά πλεούμενα, από αυτόν τον λόγο πήρε τον όρο της και η κωπηλασία, η μετάβαση δηλαδή από τις Κώπες στην Άρνη με κουπιά, μέσω της λίμνης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το