Άρθρα

Υπάρχει λέξη για το σάντουιτς στα ελληνικά;

του Γ. Καπουρνιώτη

Η γλώσσα μας είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη ζωή μας, καθώς μας βοηθά να επικοινωνήσουμε, να έρθουμε σε επαφή με άλλα άτομα και να εκφράσουμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας. Αλλά είναι έτσι; Αν πάει για παράδειγμα κάποιος να παραγγείλει ένα «αμφίψωμο» και, αν επιμείνει να το ζητά με αυτή την ελληνικότατη λέξη, θα φάει ή… φαντάζεστε πώς θα τον κοιτά ο υπάλληλος του «ταχυφαγείου»;
Πολλές φορές στην Ελλάδα γίνονται (αχρείαστες) απόπειρες ξένες λέξεις να αποδοθούν με ελληνικές, οδηγώντας σε νεολογισμούς που εν τέλει καταλήγουν να… πεθάνουν. Μία τέτοια λέξη ήταν και η ελληνική version του σάντουιτς. Σάντουιτς «αλά ελληνικά»! Η ελληνική λέξη για το σάντουιτς είναι το… αμφίψωμο, μία λέξη που με βεβαιότητα δεν έχετε ακούσει. Όπως καλά υποθέτει κανείς η λέξη αμφίψωμο (αμφί + ψωμο, πρόταση νεολογικής απόδοσης της λέξης σάντουιτς) δηλώνει κάτι που έχει ψωμί και στις δύο πλευρές. Πράγματι, το σάντουιτς είναι ένα έδεσμα το οποίο αποτελείται από ένα ή περισσότερα τρόφιμα, όπως λαχανικά, τυρί ή κρέας, τα οποία τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί ή, γενικότερα, ένα πιάτο στο οποίο δύο ή περισσότερες φέτες ψωμί περιβάλλουν κάποιο άλλο τρόφιμο.

Το σάντουιτς ως γρήγορο φαγητό έχει πολύ παλιές ρίζες. Τουλάχιστον, πριν από το 1770. Οι ιστορικοί δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για την ακριβή ημερομηνία ή περίοδο, αλλά σε ιστορικά έγγραφα, το σάντουιτς αναφέρθηκε για πρώτη φορά το έτος 1762. Στο ημερολόγιό του,ο Άγγλος ιστορικός, Edward Gibbon, ομολόγησε ότι είχε δει πολλούς ανθρώπους να τρώνε «κρύο τυλιγμένο σε ψωμί». Ωστόσο, το όνομα του φαγητού λέγεται ότι σχετίζεται επίσης με τον Άγγλο κόμη John Montagu, έναν μανιώδη χαρτοπαίκτη, από την περιοχή Sandwich στη νοτιοανατολική Αγγλία. Λέγεται ότι τον είδαν να τρώει δύο κομμάτια τοστ, με τα χέρια του (χωρίς μαχαίρι και πιρούνι), στη διάρκεια ενός παιχνιδιού με χαρτιά. Ο ίδιος είχε επισκεφθεί στο παρελθόν τη Μεσόγειο όπου είχε δει τις πίτες και τα μικρά καναπεδάκια που σέρβιραν οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Ο Μόνταγκιου έδωσε εντολή σε έναν υπηρέτη να συνθέσει ένα παρόμοιο γεύμα γι’ αυτόν, το οποίο θα μπορούσε να φάει με το ένα χέρι, για να μπορεί με το άλλο να συνεχίζει να παίζει χαρτιά. Το πρωτότυπο έδεσμα κέρδισε αμέσως το ενδιαφέρον των υπολοίπων παρευρισκομένων και το αμέσως επόμενο διάστημα, η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη τη βρετανική επικράτεια με ταχείς ρυθμούς και έγινε τόσο δημοφιλές που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν αυτή τη λέξη και για ενέργειες όπως: «τα πράγματα είναι στριμωγμένα μεταξύ τους». Από τότε μέχρι σήμερα, όλοι οι άνθρωποι, οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, οποιουδήποτε πολιτισμού έχουν γευτεί ένα σάντουιτς. Και πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει από τον 18ο αιώνα, ωστόσο η ικανοποίηση που προσφέρει ένα σάντουιτς είναι αδιαμφισβήτητη.

Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που γράφω σήμερα για το σάντουιτς. Είναι που προχθές θελήσαμε να παραγγείλουμε από γνωστό σαντουιτσάδικο, σάντουιτς (αμφίψωμο), ώστε να ικανοποιήσουμε τον φιλόδοξο ουρανίσκο μας, αν και περίοδος νηστείας… Πρώτα από όλα μάς πήρε πολλή ώρα για να παραγγείλουμε. Μεγάλη ποικιλία και πολλά ακαταλαβίστικα υλικά που μόνο αν έχεις εντρυφήσει στην ορολογία της σύγχρονης γαστρονομίας μπορείς να τα αποκωδικοποιήσεις. Αλλαντικά που δεν τα ξέραμε ούτε εμείς οι φαγανοί. Τυριά με περίεργα ονόματα (τσένταρ, Pepper Jack, προβολόνε κ.λπ.). Σάλτσες που σε προδιαθέτουν για κάτι το πολύ fine. Ξηροί καρποί, super foods και δεν ξέρω τι άλλο. Και όταν πήραμε στο κατάστημα να ρωτήσουμε αν μπορούμε να αφαιρέσουμε ένα υλικό, η απαξίωση της πωλήτριας πέρασε την τηλεφωνική γραμμή και κόλλησε πάνω μας σαν γλίτσα: «Όχι βέβαια. Έτσι είναι η συνταγή του σεφ». Τέλος πάντων, κάποτε έφτασε η παραγγελία. Τα σάντουιτς τυλιγμένα σε παλαιομοδίτικο χασαπόχαρτο, δεμένο με σχοινάκι για να υπογραμμίζει, προφανώς, το χειροποίητο του πράγματος, γενικά υπερπαραγωγή. Από γεύση…;
Θυμάμαι πότε άρχισαν να ανοίγουν τα πρώτα αμιγώς σαντουιτσάδικα στην Ελλάδα. Περί τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Σε όλα τα ίδια ψωμιά, κάτι φρατζολάκια – παντόφλες, που όταν ήταν ωμά, είχαν αυθεντική γεύση του τέλειου αφρολέξ. Τα παραγεμίζαμε με ό,τι τραβούσε η όρεξή μας, τα κλασικά δηλαδή. Τυρί (δεν υπήρχε είδος, ό,τι κάτσει), ζαμπόν (τρόπος του λέγειν), σαλάμι, μορταδέλα, μπέικον, αβγά βραστά ή ομελέτα (αδιευκρίνιστης ημέρας παρασκευής), μουστάρδα, κέτσαπ, μαγιονέζα και τσιπς. Αξέχαστα και τα γνωστά χάμπουργκερ – σήμα κατατεθέν της γρήγορης μαζικής εστίασης και ένα από τα σύμβολα του αμερικάνικου πολιτιστικού ιμπεριαλισμού – αμφίψωμο (σάντουιτς ελληνιστί) με ψητό ή βραστό βοδινό, που το απολαμβάναμε με λαχανικά και διάφορα καρυκεύματα (κέτσαπ, μουστάρδα κ.ά.). Τα τρώγαμε μετά από ξενύχτια και ποτά, υποτίθεται για να μας φτιάξουν το στομάχι και κοιτούσαμε με μεθυσμένο μάτι τις ταχυδακτυλουργικές κινήσεις του σαντουιτσά μέχρι να τα πατικώσει στην τοστιέρα. Διότι βεβαίως και τα έψηναν για να γίνουν ίσιωμα οι αμφιβόλου ποιότητας γεύσεις!

Από εκείνα τα σάντουιτς έως τις σημερινές υπερπαραγωγές, μία Ελλάδα δρόμος. Η χώρα που αφήσαμε πίσω. Και θεωρώ ότι, γενικά, στο πρόχειρο φαγητό του δρόμου, ειδικά εδώ που, λόγω κλιματικών συνθηκών ζούμε πολύ εκτός σπιτιού, καταγράφεται ένα είδος ιστορικότητας. Ενώ, παράλληλα, κινείται μια οικονομία. Θυμάμαι, για παράδειγμα, στα «Βαμμένα, κόκκινα μαλλιά» του Κώστα Μουρσελά, κάποιος προσπαθεί να πείσει τον πατέρα του Κωνσταντή, γύρω στο 1955, να πουλήσει το ραφτάδικο και να ανοίξει τυροπιτάδικο, καινούριο «φρούτο» εκείνης της εποχής. Με το εξής ακλόνητο επιχείρημα: «Το μέλλον της Ελλάδας είναι η τυρόπιτα». Τυρόπιτα και σοκολατούχο: Ωδή στο πιο εκρηκτικό πρωινό! Για κάποιους «είναι το απόλυτο brunch με το καλύτερο junk στον πλανήτη», για τους περισσότερους είναι μια ένοχη απόλαυση πολύ καλά κρυμμένη. Σε κάθε περίπτωση, αυτά είναι τα «βρόμικα» που όλους μας ενώνουν.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το