Πολιτισμός

Το ακριβό τίμημα από τους πολέμους του Πούτιν

Του Αχιλλέα Παπαρσένου*

Ο Μαρκ Γκαλεότι, Βρετανός ειδήμων στην αμυντική πολιτική της Ρωσίας, καθηγητής σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά πανεπιστήμια και συγγραφέας 25 βιβλίων, αναλύει στο τελευταίο βιβλίο του (Putin’s Wars, εκδ. Osprey, 2022) πως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, στις δύο δεκαετίες που κυβερνά τη Ρωσία, χρησιμοποίησε τα όπλα για προβολή της ρωσικής ισχύος από την Τσετσενία, τη Γεωργία, τη Συρία, την Κριμαία και το Ντονμπάς μέχρι την εισβολή της Ουκρανίας. Και ενώ πιστώνεται με τον εκσυγχρονισμό των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, που έφερε μερικές νικηφόρες επιχειρήσεις, χρεώνεται με ολέθριες αποφάσεις στον ουκρανικό πόλεμο, όπου η ρωσική στρατιωτική μηχανή αποδείχθηκε κατώτερη του μύθου, που είχε καλλιεργηθεί γι’ αυτήν εκπλήσσοντας τους ειδικούς εντός και εκτός της χώρας.

Στο βιβλίο γίνεται μια ιστορική αναδρομή στο αμυντικό δόγμα της Ρωσίας και τη δομή των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, συμβατικών, πυρηνικών και «υβριδικών», περιγράφονται οι διάφορες απόπειρες αναδιοργάνωσής τους και αξιολογούνται οι τακτικές που εφαρμόσθηκαν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις κοντά και μακριά από τα σύνορα της χώρας, συχνά με τη χρήση ωμής βίας. Χρήσιμα για τον αναγνώστη, που δεν είναι εξοικειωμένος με στρατιωτικούς όρους και οπλικά συστήματα, είναι τα αρκτικόλεξα, χρονολόγιο και βιογραφικά των υπουργών άμυνας και των στρατηγών, που κατά καιρούς κλήθηκαν να υλοποιήσουν τα σχέδια του Πούτιν.
Όλες οι χώρες σε κάποιο βαθμό διαμορφώνονται από πολέμους και αυτό ισχύει αναμφίβολα για τη Ρωσία, ιδίως με την αντοχή που επέδειξε, τις θυσίες που υπέστη και τη νίκη που πέτυχε στον «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο». Μετά μια δεκαετία χάους που ακολούθησε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, ο Πούτιν με την άνοδό του στην εξουσία το 2000, χάρις στα έσοδα από τις εξαγωγές ορυκτών καυσίμων, άρχισε να εκσυγχρονίζει τις ένοπλες δυνάμεις, που χαρακτηρίζονταν από παρακμή και διαφθορά, γιατί πίστευε ότι η στρατιωτική ισχύς δεν αποτελούσε μόνο εγγύηση ασφαλείας και προστασίας των ζωτικών συμφερόντων της Ρωσίας στη σφαίρα επιρροής της, αλλά ένα κρίσιμο εργαλείο για την επαναδιεκδίκηση του παγκόσμιου ρόλου της και την οικοδόμηση ενός εθνικού μύθου υπερηφάνειας, δόξας και επιτυχίας.

H συγγραφή του βιβλίου ολοκληρώθηκε τις αρχές του περασμένου Ιουνίου, οπότε καλύπτει μόνο το πρώτο τρίμηνο του πολέμου στην Ουκρανία. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο Πούτιν διέπραξε ένα κολοσσιαίο στρατηγικό σφάλμα εξαπολύοντας τον μεγαλύτερο πόλεμο στην Ευρώπη μετά το 1945, απομονωμένος με έναν στενό κύκλο από κόλακες, κυρίως στις υπηρεσίες ασφαλείας, που του μεταφέρουν αυτά που θέλει και όχι αυτά που χρειάζεται να ακούσει. Έτσι η στρατηγική του βασίσθηκε στην πλάνη ότι όπως το 2014 προσάρτησε με ευκολία την Κριμαία, το 2022 με μια επιχείρηση αστραπή θα καταλάμβανε σε λίγες μέρες και το Κίεβο, όπου θα τον υποδέχονταν ως απελευθερωτή, που έδιωξε τους «νεοναζί που κυβερνούσαν την Ουκρανία».

Υποτιμώντας τη βούληση του ουκρανικού λαού να αντισταθεί υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του προέδρου Ζελένσκι και τη συσπείρωση της Δύσης με την αποστολή γενναιόδωρης στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία και την επιβολή αυστηρών οικονομικών κυρώσεων στη Ρωσία, ο Πούτιν, δέσμιος μιας εικονικής πραγματικότητας και χωρίς στρατιωτική εμπειρία ο ίδιος, έστειλε στο μέτωπο της Ουκρανίας στρατό χωρίς σωστή προετοιμασία, κατάλληλη εκπαίδευση και επαρκή επιμελητεία.
Πάντως παρότι οι αντεπιθέσεις των Ουκρανών άλλαξαν τη δυναμική του πολέμου με την ανακατάληψη εδαφών, που είχαν χάσει στην αρχή των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο Γκαλεότι προειδοποιεί ότι είναι πρόωρο να ξεγράψει κανείς τους Ρώσους, που διαθέτουν τριπλάσιο πληθυσμό και πολλούς πόρους. Γι’ αυτόν η πιθανότερη έκβαση του πολέμου θα είναι ένα τέλμα, με καμία πλευρά πολύ ισχυρή για να νικήσει ή πολύ αδύναμη για να χάσει. Αν πάντως συνεχισθεί η αποφασιστικότητα των Ουκρανών να υπερασπισθούν τη χώρα τους και διατηρηθεί η δυτική βοήθεια, το ερώτημα είναι για πόσο καιρό και με ποιο κόστος σε ζωές και χρήμα θα επιμείνει η Μόσχα στον αυτοκαταστροφικό πόλεμό της, γιατί παρά την προπαγάνδα του Κρεμλίνου και τους μηχανισμούς καταστολής και ελέγχου των Ρώσων πολιτών, δεν φαίνεται να είναι δημοφιλής η στρατικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και η οικοδόμηση μιας «νέας Σπάρτης της Ευρασίας στο αίμα και στις λόγχες».

Ο Πούτιν έστησε μια στρατιωτική μηχανή ικανή να εξασφαλίσει ότι θα λαμβάνονται σοβαρά υπόψη οι ανησυχίες και τα συμφέροντα της Μόσχας ως μεγάλης δύναμης. Ο Γκαλεότι όμως πιστεύει ότι καθώς αυτή η μηχανή και το γόητρό της υπέστησαν καίρια πλήγματα στο μέτωπο της Ουκρανίας, ο Πούτιν θα δει τα όνειρά του για αποκατάσταση του μεγαλείου της Ρωσίας να ματαιώνονται. Οι δύο πρώτες προεδρικές θητείες του στη δεκαετία 2000 θεωρούνταν επιτυχείς. Αν έμενε ικανοποιημένος με την οικοδόμηση ενός ισχυρού έθνους εντός των συνόρων του, αντί να κυνηγάει αυτοκρατορικές φαντασιώσεις ως νέος Μέγας Πέτρος, η κρίση της Ιστορίας γι’ αυτόν θα ήταν ηπιότερη. Η ζημιά όμως που προκάλεσε με την αλαζονεία και μεγαλομανία του από τη δεκαετία του 2010 και μετά, θα απαιτήσει πολλά χρόνια για να διορθωθεί. Πέραν της καταστροφής που προκάλεσε στην Ουκρανία, ο στρατός, η οικονομία και η κοινωνία της Ρωσίας θα φέρουν για πολύ καιρό τα βαθιά τραύματα από τους πολέμους του Πούτιν.
*Ο Αχιλλέας Παπαρσένος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Γραφείου Τύπου και Επικοινωνίας στην ελληνική πρεσβεία του Λονδίνου.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το