Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη –Κυρίτση

Όταν μιλούσαν στη Νέα Ιωνία, εργάτες και αφέντες, κυράδες και αρχόντισσες, για άρωμα, σχολικά είδη, σάκες και τετράδια το μυαλό τους πήγαινε σε έναν και μόνο άνθρωπο, τον Άνθιμο Τσιπνή. Ο Πανταζής Τσιπνής, ο πατέρας του, καταγόταν από την Πάρσα και ήταν κτηματίας και έμπορος με περιουσία στον τόπο του.
Με την αξιοσύνη του προσπάθησε να ξεφύγει από τη χαρακτηριστική τσιγκουνιά του πατέρα του που στάθηκε αφορμή να κουβαλήσει στους ώμους της όλη η γενιά. Το παρατσούκλι «τσιπνής» σήμαινε τσιγκούνης.
Το 1922 ο Πανταζής με την Πολυξένη και τα 5 παιδιά τους – ο άλλος, ο Γιώργος, είχε φύγει νωρίτερα – διώχτηκαν από τα χώματα της ευλογημένης γης τους και μετά από ταλαιπωρίες εγκαταστάθηκαν στην Τσαγκαράδα Πηλίου στο μέρος καταγωγής της γυναίκας του. Οι κακουχίες του οδοιπορικού και η αγωνία για το καινούργιο άγνωστο κλόνισαν την υγεία του Πανταζή και λίγους μήνες αργότερα πέθανε από ανακοπή καρδιάς αφήνοντας την Πολυξένη να παλέψει για την αποκατάσταση των παιδιών τους. Η αναζήτηση καλύτερης μοίρας τους έφερε στον Βόλο.
Ο Ιάκωβος εργάστηκε στο μακαρονοποιείο του Σκαρίμπα, ο Κώστας έμαθε μαραγκός και ο Άνθιμος στα 14 του χρόνια ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός φαρμακοποιός σε κάποιο φαρμακείο της Αγριάς, αρπάζοντας σε γνώσεις ό,τι του προσφερόταν.
Αργότερα εργάστηκε στο φαρμακείο του Σχινά, στη γωνία Ερμού και Ιωλκού, μετέπειτα Μάρκετ 70, και μπήκε περισσότερο στα μυστικά του φαρμακείου.
Με την πείρα που απόκτησε και τα λίγα χρήματα που συγκέντρωσε, άνοιξε δίπλα στου Καρακώστα το γαλακτοπωλείο, στην οδό Χαλκηδόνος, στο Φαρδύ με την επωνυμία «Αρώματα ο Άνθιμος», το πρώτο αρωματοπωλείο της προσφυγιάς.
Στο μικρό μαγαζάκι, σ’ όλον εκείνο τον σωρό των μπουκαλιών και των αρωμάτων, των χρωμάτων και των αισθήσεων διακρίνονταν η τάξη, η μεθοδικότητα και η προσωπικότητα του Άνθιμου.

Δ. Μαστρογιάννης με τη γυναίκα του Άλκηστη

Το 1945 παντρεύτηκε την 17χρονη Μερσίνα Καλαϊτζή και απόκτησε τον Κωνσταντίνο το 1947. Η μοίρα όμως τον δοκίμασε και τον έχασε σε ηλικία 3,5 μηνών.
Λίγο αργότερα η θλίψη της οικογένειας έσβησε με τη γέννηση της Πολυξένης και τα χαμόγελά της. Αργότερα ήρθαν στη ζωή ο Γεώργιος και η Δήμητρα.
Το 1948 μόλις κυκλοφόρησαν οι πρώτες ενέσεις αντιβιοτικών, έχοντας τις απαραίτητες γνώσεις από την πείρα του στο φαρμακείο, παράλληλα με το αρωματοπωλείο έγινε και πρακτικός νοσοκόμος.
Ξεκίνησε έναν αγώνα δρόμου από σπίτι σε σπίτι βάζοντας ενέσεις που τον συνέχισε ώς το τέλος της ζωής του. Αδιαμαρτύρητα σηκωνόταν μεσάνυχτα ή πρωινά να βοηθήσει τους συνανθρώπους που είχαν ανάγκη, χωρίς να αρνηθεί ποτέ σε όσους τον χρειάζονταν προσφέροντας ανακούφιση, ελπίδα και αισιοδοξία.
Η οικογένεια τον έβλεπε λίγο, ήταν συγκροτημένη χάρη στις ηθικές αρχές του, αλλά και στην υποστήριξη της Μερσίνας, που κρατούσε «δεμένα» τα τρία τους παιδιά και τους μεταλαμπάδευε τον σεβασμό, την αγάπη και την υπακοή στο πρόσωπό του. Τα «θέλω» τους ήταν λίγα και οι αρνήσεις τους σχεδόν ανύπαρκτες.
Οι δουλειές του Άνθιμου πήγαιναν καλά και η οικογένεια δεν πρόβαλε ούτε τη φτώχεια ούτε τον πλούτο τους. Το 1952 αγόρασε το οικόπεδο του Μιχαηλίδη, στην οδό Βασ. Φρειδερίκης, έκτισε διώροφη οικοδομή και μετέφερε στο ισόγειο το μαγαζάκι της οδού Χαλκηδόνος. Μακρόστενος ήταν ο χώρος και η βιτρίνα ήταν δίπλα από την πόρτα με τα τζαμλίκια της εισόδου. Πριν μπει μέσα ο πελάτης ανέπνεε την ευχάριστη μυρωδιά των αρωμάτων και των αισθήσεων και γέμιζε αισιοδοξία.
Τα ράφια στους τοίχους ήταν γεμάτα με λογής βαζάκια, κρέμες για τη γυναικεία ομορφιά, με τιμές προσαρμοσμένες στον λιγοστό «παρά» της προσφυγοπούλας εργάτριας, αλλά και της καλοβολεμένης κυρίας. Μια πάνινη κουρτίνα σκέπαζε την είσοδο προς το μέσα μέρος της αποθήκης-εργαστήριο όπου έκανε τα πειράματά του, αναμείγνυε κολόνιες, έβαζε τις ενέσεις στους ασθενείς του.

Το σπίτι της οδού Δημοκρατίας

Οι γυναίκες πήγαιναν στο αρωματοπωλείο, όταν τέλειωνε ο κάματος της μέρας να ανταλλάξουν ιδέες και μυστικά των πόθων τους με τον Άνθιμο. Ύστερα από ένα αλισβερίσι μικρό ή μεγάλο κρατώντας σφικτά το μπουκαλάκι με το άρωμα ή την κρέμα με το «όνειρο της νιότης» έβγαιναν καμαρωτά και γεμάτες ελπίδα για το απόκτημά τους από το ινστιτούτο ομορφιάς της εποχής.
Και ο Άνθιμος με την καλοσύνη της ψυχής στο πρόσωπό του, το μειλίχιο ύφος, το ευγενικό παρουσιαστικό και την ήρεμη φωνή, έντιμος και αφιλοκερδής, πρόσχαρος και εξυπηρετικός μάγευε τους πελάτες κάθε ηλικίας και φύλου, σεβόταν όλους τους ανθρώπους γύρω του και κείνοι τον αγαπούσαν αληθινά.
Σιγά-σιγά εμπλούτισε το μαγαζάκι με σχολικό υλικό, βιβλία και γραφική ύλη.
Η πελατεία με τον καιρό αυξανόταν και ποίκιλλε. Χάθηκε η γραφικότητα του παλαιού αρωματοπωλείου, αλλά δημιουργήθηκε το πρώτο βιβλιοπωλείο στη Νέα Ιωνία.
Τα χρόνια περνούσαν με την ίδια ένταση στον τρόπο ζωής. Μάλιστα για να μπορεί να εξυπηρετεί τους πελάτες που έβαζε ενέσεις, επειδή δεν προλάβαινε πια να τρέχει σ’ όλες τις γειτονιές προσέλαβε και τη Δέσποινα σύζυγο του Παναγιώτη Πίσαρη, τη νοσοκόμα που διέσχιζε, όπως και ο Άνθιμος, τη Νέα Ιωνία πάνω σε ένα γυναικείο ποδήλατο. Πάντα περιποιημένη, με τραβηγμένα τα μαλλιά της πίσω σε κότσο, με φούστα φαρδιά ή πλισέ, συνήθως εμπριμέ για να τη μαζεύει μπροστά σαν παντελόνι, με μια τσάντα μπροστά στο καλαθάκι του ποδηλάτου πήγαινε με το χαμόγελό της όπου την καλούσαν να κάνει ενέσεις, με οικονομικό κόστος. Μέσα στο τενεκεδένιο μακρόστενο κουτάκι είχε τη γυάλινη σύριγγα και τη βελόνα, που την έβραζε σε αλουμινένιο κουτάλι με το οινόπνευμα και την απολύμαινε. Είχε τέτοια εμπειρία, έβαζε τις ενέσεις και ο ασθενής δεν το καταλάβαινε και ρωτούσε πότε θα τελειώσει…
Η κυρα-Δέσποινα ήταν συνυφασμένη με τις ενέσεις και τον Άνθιμο.

Άνθιμος Τσιπνής

Το 1972 ο Άνθιμος ζώντας με το όνειρο της χαμένης πατρίδας και μη λησμονώντας τα άγια χώματα, επισκέφθηκε με πατριώτες του την Πάρσα και απογοητεύτηκε από την ερημιά, την εγκατάλειψη και την καταστροφή της περιουσίας τους.
Η μόνη ένδειξη ζωής ήταν το παλιό τους σπίτι που λειτουργούσε ως αστυνομικό τμήμα. Εκεί που άλλοτε έπαιζαν μικρά παιδιά, τώρα βημάτιζαν σιωπηλοί φρουροί με ρυθμικά και μονότονα βήματα. Το μόνο ελληνικό στοιχείο ζωής ήταν η αρχιτεκτονική του κτιρίου.
Δίπλα από τον Άνθιμο ήταν ο καφενές του Δημητρού Μαστρογιάννη. Ο Δημητρός, δεξιός ψάλτης, προσόν που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, είχε μάθει και έψελνε από μικρός στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, αμισθί, σχεδόν μέχρι το θάνατό του.

Δέσποινα-Παναγιώτης Πίσαρης

Αρχικά εργαζόταν με τη γυναίκα του την Άλκηστη στο εργοστάσιο του Παπαγεωργίου, ο οποίος το 1936 περίπου απέλυσε μερικούς υπαλλήλους και ανάμεσά τους και τον Δημητρό. Έτσι για βιοποριστικούς λόγους άνοιξε ένα ουζερί, κουτουκάκι, στον χώρο δίπλα από το προσφυγικό σπίτι που είχε η μητέρα της γυναίκας του Δωροθέα, Θειριανή, με αυλή κάτω και μαρμάρινη εξωτερική σκάλα, η οποία ανέβαζε σε ένα δωμάτιο. Ήταν και καφενείο μαζί, στην οδό Σινώπης μετέπειτα Δημοκρατίας 72 (σήμερα τσαγκάρικο Αλεξιάδη Αλέξη).
Το 1955 μετά τους σεισμούς το σπίτι τους έπαθε ζημιές και πήραν δάνειο να το επισκευάσουν. Έτσι η αυλή του χάθηκε, έγινε διώροφο, και στο ισόγειο ο Δημητρός συνέχισε το ουζερί, ενώ επάνω έμενε η οικογένεια.

Δεν είχε καμιά ταμπέλα, αλλά όλοι σχεδόν γνώριζαν και το ονόμαζαν «το ουζερί του Δημητρού». Στο μαγαζί μαγείρευε η άξια νοικοκυρά Δωροθέα, βοηθούσε όμως και η Άλκηστη και ο Δημητρός. Οι μεζέδες του ήταν κυρίως θαλασσινά και ψάρια. Είχε γαλέο, χταπόδι ψητό, μαριδάκι και σαλάχι βραστό, το οποίο δεν τηγάνιζε, αλλά το ζεματούσε, το έγδερνε και το έβαζε στο πιάτο με λαδολέμονο και δυνατή σκορδαλιά στο πλάι. Τα ψάρια τα έκανε συνήθως ψητά στα κάρβουνα και με το λαδολέμονο, τα μυρωδικά και τη φρεσκάδα τους είχαν άλλη γεύση, ξεχωριστή. Το καλοκαίρι, επειδή ο χώρος ήταν μικρός, ο Δημητρός έβγαζε τα τραπεζάκια στο φαρδύ πεζοδρόμιο και τα έβαζε στον ίσκιο της μεγάλης μουριάς να δροσίζονται οι πελάτες.
Οι περισσότεροι, που σύχναζαν, ήταν Εγγλεζονησιώτες καπεταναίοι και ναυτικοί, έπιναν το μυρωδάτο τσίπουρο από τον Δημητρό που σερβίριζε φορώντας την άσπρη ποδιά του. Είχε και πολλούς αστυφύλακες από το αστυνομικό τμήμα που ήταν απέναντι, πλάι στο φούρνο του Ξάνθη, πριν μεταφερθεί πάνω από τη Μαιάνδρου, δίπλα από το παλιό Γυμνάσιο. Πολλές φορές δρόσιζαν το στόμα τους με ένα ποτηράκι καλή ρετσίνα και εκεί ο Δημητρός γινόταν άθελά του ακροατής πολλών σχολίων και γεγονότων της Νέας Ιωνίας.

1963, στο τσιπουράδικο η Μαριάνθη με τον άντρα της Κ. Τζορμπατζόγλου

Όσοι Εγγλεζονησιώτες φημισμένοι ερχόταν στον Βόλο έπρεπε να έρθουν στο ουζερί του Δημητρού και να γευτούν τους θαλασσινούς μεζέδες και το αρωματικό ούζο του. Ανάμεσά τους και ο συνθέτης και τραγουδιστής Μητσάκης επισκεπτόταν το ουζερί και ο συνοικισμός μαζευόταν απέξω να ακούσει έστω τις πενιές και τα τραγούδια του. Εικόνες αξέχαστες μιας άλλης εποχής φτωχής, αλλά γεμάτης αγάπη και αγώνα επιβίωσης, που ξέφευγε με λίγο ούζο ή κρασί, ένα μουσικό όργανο και πολύ τραγούδι. Ο Δημητρός παντρεύτηκε την Άλκηστη Στυλιανού και από τον γάμο του απόκτησε τη Μαριάνθη, τον Νικόλαο και τη Δωροθέα.

Δεξιά ο Δημήτριος Μαστρογιάννης με τους αστυνομικούς του απέναντι τμήματος

Η Μαριάνθη παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Τζορμπατζόγλου και απόκτησε τον Δημήτριο και τον Αλέξανδρο. Ο Δημητρός πέθανε το 1964. Την τελευταία βραδιά πριν πεθάνει είχαν μαζευτεί συγγενείς από την Αθήνα και τη Νέα Ιωνία και διασκέδαζαν στο μαγαζί του. Εκείνο το βράδυ γλέντησε το σόι με την ψυχή του. Είχε πάει 2 τα μεσάνυχτα και δεν είχαν σκοπό να το διαλύσουν. Ο Δημητρός εύθυμος από τη φύση του και για να μη φανεί ότι δεν άντεχε και είχε κάποιες ενοχλήσεις, τους έδιωχνε με τα λιασμένα χταπόδια που κρεμούσε στο πεζοδρόμιο. Την επόμενη μέρα πέθανε σε ηλικία 55 χρονών, χωρίς να δει τον γιο του Νίκο, που ήταν εθελοντής στην Κύπρο και τη Μαριάνθη με τον άντρα της που ήταν στη Γερμανία.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Β. Γιασιράνη-Κυρίτση «Από τον παππού στον εγγονό», 2011, Β. Γιασιράνη- Κυρίτση εφ. «Θεσσαλία», 20 Ιουνίου 1999.

Μπουκαλάκια από τον Άνθιμο

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το