Άρθρα

Ο στρατιώτης ημιονηγός

 

Του
Βασίλη Κοντορίζου

Ο παππούς μου ο Βασίλης και η γιαγιά μου το Ζαφειρί κατά την πορταρίτικη διάλεκτο, βαφτισμένη Ζαφειρία, είχαν πέντε παιδιά.
Ο παππούς είχε ένα αλέτρι και δύο βόδια. Το επάγγελμά του δηλαδή ήταν «ζευγάς».
Με το αλέτρι όργωνε κτήματα επ’ αμοιβής. Δικά του χωράφια δεν είχε. Είχε, όμως, μονοπώλιο αφού στην περιοχή δεν υπήρχε άλλος ζευγάς. Το μοναδικό «τρακτέρ» της περιοχής ήταν λοιπόν ο παππούς μου και το επάγγελμά του ήταν αρκετά προσοδοφόρο.
Ο παππούς πρέπει να πέθανε νέος αν κρίνουμε από τις ηλικίες των πέντε ορφανών που άφησε.
Το μεγαλύτερο αγόρι ήταν ο πατέρας μου ο Γιάννης που την εποχή που πέθανε ο πατέρας του ήταν 11 χρονών, ενώ το μικρότερο παιδί, το πέμπτο στη σειρά ήταν η Μαρία 2 ετών. Ανάμεσά τους ο Γρηγόρης, η Άννα και ο Νίκος.
Το Ζαφειρί, η χήρα μεγάλωσε τα παιδιά της με κόπο και στερήσεις. Ο πατέρας μου, ως ο μεγαλύτερος από τα παιδιά μετά τον θάνατο του παππού μου άρχισε να εργάζεται για να βοηθήσει στον προϋπολογισμό της οικογένειας.
Όταν τα τρία αγόρια μεγάλωσαν, έγιναν επιχειρηματίες. Στην αρχή και οι τρεις μαζί λειτουργούσαν φούρνο. Όταν έκαναν όλοι δικές τους οικογένειες, δεν ήταν δυνατόν να τους καλύψει οικονομικά ένας φούρνος για όλους και μάλιστα την εποχή εκείνη. Έτσι ο φούρνος έμεινε στον τεχνίτη αρτοποιό τον Γρηγόρη και οι άλλοι δύο άνοιξαν από ένα καφενείο-εστιατόριο-ταβέρνα.
Ο φούρνος λειτουργεί και σήμερα με την τρίτη γενιά αρτοποιών, τα παιδιά του δεύτερου από τους τρεις Βασίληδες.
Ο Γιάννης στρατεύτηκε το 1915 σε ηλικία 19 ετών, ενώ ήταν στην κορύφωσή του ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Ειδικότητά του εν τω στρατεύματι, ημιονηγός (μουλαράς) δηλαδή. Σήμερα λέγεται Σ.Ε.Μ. (Σώμα Εφοδιασμού Μεταφορών).
Πολεμώντας και περπατώντας έφτασε στον Σαγγάριο ποταμό. Μετά από επτά χρόνια και ελάχιστα πριν οι «τσέτες» (αντάρτες) του Κεμάλ Ατατούρκ αρχίσουν να κυνηγούν τον Ελληνικό Στρατό, ο στρατιώτης ημιονηγός Κοντορίζος Ιωάννης ζήτησε δεκαήμερη άδεια, η οποία και του εγκρίθηκε. Έπρεπε δηλαδή σε δέκα μέρες να ξεκινήσει από τον Σαγγάριο ποταμό (μια ανάσα από την Άγκυρα-πρωτεύουσα της Τουρκίας) να έλθει στην Πορταριά με τα πόδια ή όποιο άλλο μέσον εύρισκε, να δει τη μάνα του και τα αδέλφια του και να επιστρέψει στη μονάδα του. Αδύνατο. Τόσο ανεδαφικό που όταν ο λοχαγός του τού έδινε το χαρτί της άδειας του είπε: «Να πας στο καλό αλλά… να σε ρωτήσω… Θα επιστρέψεις;». «Εσύ κυρ-λοχαγέ αν πήγαινες, θα γύρναγες;». Απάντηση από τον αξιωματικό δεν πήρε.
Έφυγε… Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής και άρχισε η άτακτη υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από την Τουρκία.
Ο στρατιώτης Κοντορίζος Ιωάννης, ποιος ξέρει μετά από πόσους μήνες έφτασε στο χωριό. Δεν πήγε κατ’ ευθείαν στο σπίτι του. Πρώτα πέρασε από την εκκλησία της γειτονιάς. Την Αγία Άννα. Προσευχήθηκε και ευχαρίστησε την Αγία που τον κράτησε ζωντανό και γερό μετά από επτά χρόνια στις μάχες του Ελληνικού Στρατού κατά των Τούρκων και μετά περπάτησε την πολύ μικρή απόσταση μέχρι το σπίτι του.
Πριν φτάσει στο σπίτι, η μικρή αδελφή του η Μαρία τον είδε και πήγε τρέχοντας στη μάνα της. «Μάνα, ένας ζητιάνος με γένια και μακριά μαλλιά βγήκε από την Αγία Άννα και έρχεται προς τα εδώ». Η μάνα, όμως, δεν ξεγελιέται. Τον αναγνώρισε αμέσως και ας είχε επτά χρόνια να τον δει. Και ας μην είχε καμία προειδοποίηση για την άφιξή του…
Ο Ελληνικός Στρατός υποχωρούσε άτακτα από την Τουρκία. Η γραφειοκρατία, όμως, παρέμενε στην Ελλάδα.
Ο στρατιώτης Κοντορίζος Ιωάννης εφόσον δεν παρουσιάστηκε στη μονάδα του (ποια μονάδα δηλαδή και πού να την εύρισκε μέσα στον χαμό της υποχώρησης;)… «Κηρύσσεται λιποτάκτης και εντέλλονται τα αποσπάσματα να τον συλλάβουν».
Στην κατηγορία των «λιποτακτών» κατά τη γνώμη μου και χωρίς να είμαι ιστορικός, θα έπρεπε να βρίσκεται όλο το Ελληνικό Στράτευμα εκτός από το Σύνταγμα του Πλαστήρα, ίσως και άλλες μονάδες του στρατού.
Είναι πάντως γνωστό ότι ο «Μαύρος καβαλάρης» όπως αποκαλούσαν οι Τούρκοι τον Πλαστήρα, όχι μόνον κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα με συντεταγμένο το Σύνταγμά του, αλλά περιμάζεψε και όσους στρατιώτες έβρισκε στον δρόμο του, οι οποίοι έτρεχαν να σωθούν.
Εντέλλονται λοιπόν τα αποσπάσματα να συλλάβουν τον λιποτάκτη!
Τα αποσπάσματα αυτά αποτελούνταν από μη στρατεύσιμους πολίτες λόγω ηλικίας. Μπορεί κάλλιστα κάποιος αστειευόμενος να τα συγκρίνει με τους κυνηγούς κεφαλών του Αμερικανικού «φαρ ουέστ». Στο απόσπασμα που ανέλαβε τη δίωξη του πατέρα μου συμμετείχε και ο γείτονάς του ο Ζαβαλιάγγος.
Κάθε που οι κυνηγοί έφταναν στην Πορταριά για να βρουν και να συλλάβουν τον «λιποτάκτη» συγκεντρώνονταν στο σπίτι του συναδέλφου τους του Ζαβαλιάγγου για να ξεκουραστούν! Να πιούν ένα κρασάκι, να πουν ένα τραγουδάκι και να διασκεδάσουν λιγάκι, μετά από την …κούραση της ημέρας!
Ο καταδιωκόμενος «λιποτάκτης» εκείνη την ημέρα του ελέγχου, ο πατέρας μου δηλαδή, έπρεπε να κρυφτεί. Πού όμως; Ποια ήταν η καλύτερη κρυψώνα; Βρέθηκε λύση!!! Θα ήταν στο σπίτι του Ζαβαλιάγγου… Όχι βέβαια στο σαλόνι ή σε κάποιο δωμάτιο του σπιτιού που θα έμεινε το απόσπασμα. Θα κρυβόταν στη σκεπή, ανάμεσα στα ζευκτά της στέγης. Και ενώ το γλέντι φούντωνε κάτω, εκείνος απολάμβανε με τη σειρά του τις περιποιήσεις των γυναικών του σπιτιού που φρόντισαν να έχει τους ίδιους μεζέδες και το ίδιο κρασί με τους διώκτες του. «Ζωή και κότα» σα να λέμε για τον καταδιωκόμενο.
Πέρασε καιρός και ο Ελληνικός Στρατός εκδιώχθηκε κακήν-κακώς από τη Μικρά Ασία. Η Ελλάδα πλημύρισε από πρόσφυγες, ξεριζωμένους από τη χώρα τους, ταλαιπωρημένους, χωρίς στέγη, χωρίς χρήματα και γεμάτους πόνο και δυστυχία. Όλα αυτά τα τραγικά γεγονότα είναι γνωστά από την Ιστορία.
Κάποια στιγμή η στρατιωτική γραφειοκρατία θέλησε να ξεκαθαρίσει το στράτευμα από τους καλούς στρατιώτες και τους κακούς λιποτάκτες. Πώς θα γινόταν αυτό; Πώς μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος ήταν λιποτάκτης και ποιος όχι; Όλοι έτρεχαν για να γλιτώσουν από την οργή των Τούρκων ανταρτών.
Έστησαν λοιπόν ένα τραπέζι στο προαύλιο του στρατοπέδου στο Βόλο και ένας λοχαγός ανέκρινε έναν-έναν τους στρατιώτες από την ουρά που είχε σχηματιστεί. Οι ανακρινόμενοι κρατούσαν στα χέρια τους το απολυτήριο το οποίο είχε συμπληρώσει νωρίτερα ένας φαντάρος. Ο λοχαγός θα σφράγιζε και θα υπέγραφε το απολυτήριο, αν διαπίστωνε ότι ο ανακρινόμενος δεν ήταν λιποτάκτης.
Ο πατέρας μου μπήκε στην ουρά και ο Θεός βοηθός.
Τι θα έλεγε; Δύσκολο να πείσει τον ανακριτή αξιωματικό.
Μετά από δύο μπροστινούς του θα ερχόταν η σειρά του. Ο λοχαγός ρωτούσε αυτόν που είχε πιο μπροστά του διάφορα «Σε ποιο τάγμα, σε ποιο λόχο υπηρετούσες, πότε έφυγες, γιατί έφυγες, ποιος άλλος ήταν μαζί σου και άλλα». Ένας από τους αναμένοντες στην ουρά και μερικά άτομα πιο πίσω από τον πατέρα μου, αγανάκτησε: «Τι πράγματα είναι αυτά κυρ-λοχαγέ; Τι μας ρωτάτε; Εμείς τρέχαμε να γλιτώσουμε και εσύ μας κάνεις ερωτήσεις; Ανάκριση μας κάνεις; Δεν μας αφήνεις στο χάλι μας; Εμάς κυνηγούσαν οι Τσέτες, όχι εσένα!
Ο λοχαγός θύμωσε με τον αυθάδη. «Άκου να σου πω, μη μου βγάζεις γλώσσα εμένα, όταν έλθει η σειρά σου… τα λέμε».
Τόσα ήταν τα νεύρα του που χωρίς να τελειώσει την ανάκριση σφραγίζει το απολυτήριο του πρώτου, του δεύτερου και του τρίτου, χωρίς τους ρωτήσει τίποτα, ενώ συνέχισε να μαλώνει με τον αυθάδη που προσπάθησε να αποπροσανατολίσει τον ανακριτή αξιωματικό.
Έτσι έληξε η θητεία στον Ελληνικό Στρατό μετά από επτά χρόνια μάχιμη υπηρεσία του στρατιώτη ημιονηγού Κοντορίζου Ιωάννη.
Στη ζωή του, ο πατέρας μου πέρασε από «σαράντα κύματα».
Πριν από τον πόλεμο του 1940, έζησε την καλή εποχή. Το καφενείο-ταβέρνα είχε πολλή δουλειά, τα χρήματα ήταν αρκετά και η ζωή του χαρισάμενη. Κατά την κατοχή αντί για χρήματα από τους Ιταλούς εισέπραττε «πανιότα», δηλαδή καρβελάκια ψωμί. Τα ψάρια που σέρβιρε στο μαγαζί τα τηγάνιζε χωρίς να τα αλευρώσει. Πού να βρεις αλεύρι στο βουνό!!!
Ήταν από τους πρώτους που εντάχθηκε στο ΕΑΜ και αυτό το πλήρωσε ακριβά κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και αργότερα. Η ταλαιπωρία του ήταν τέτοια που κάθε εβδομάδα η αστυνομία του έκανε και από μία μήνυση, χωρίς λόγο. Σε σημείο που ακόμη και ο αυστηρός εισαγγελέας την πολλοστή φορά που τον είδε μπροστά του είπε «πάλι εδώ είσαι κ. Κοντορίζο;». «Δεν έρχομαι μόνος μου κ. εισαγγελέα, με φέρνουν» ήταν η απάντηση του πατέρα μου. Όταν πήγε στον αστυνόμο να διαμαρτυρηθεί, εκείνος του απάντησε: «Θα σου κάνω συνέχεια μηνύσεις, μέχρι να το κλείσεις το μαγαζί».
Τελικά το έκλεισε το 1963. Όφειλε στο ΤΕΒΕ 800 δραχμές και δεν μπορούσε να πάρει σύνταξη. Το χρέος του το εξόφλησα εγώ με μια προκαταβολή του μισθού μου. Ο πατέρας χωρίς χρέη πλέον πήρε τη σύνταξή του και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του ήρεμα στο σπίτι μας στην Πορταριά.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το