Πολιτισμός

Ο επιζών της Kατοχής Δημήτρης Πλιακώνης ζωντανεύει με τον λόγο του θηριωδίες Γερμανών

Της Αγγελικής Θάνου,
συνταξιούχου εκπαιδευτικού,συγγραφέα και ιδρυτικού μέλους της ομάδας «Πρωτοβουλία για την ανάδειξη της ιστορίας των Καναλίων της Μαγνησίας»

Όταν η παιδικότητα ενός ανθρώπου σημαδεύεται από τη φρίκη του πολέμου, ακόμα κι όταν γίνεται ενενήντα χρονών το αφήγημα των βιωμάτων συγκλονίζει και απελευθερώνει δάκρυα συγκίνησης ανεξέλεγκτα. Είναι η απαράμιλλη αξία της προσωπικής μαρτυρίας, είναι η δύναμη της προφορικής ιστορίας. Αν και η μνήμη ως λειτουργία είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη και χρωματίζει την αλήθεια ποικιλοτρόπως ανάλογα με το πολύπλοκο ασυνείδητο του ανθρώπου, ο αξιαγάπητος κύριος Δημήτρης Πλιακώνης καταφέρνει με τον λόγο του να δημιουργήσει ένα πολύ ασφαλές και ολοζώντανο περιβάλλον μνημοσύνης. Η συνάντησή μας άνοιξε για μένα ένα παράθυρο με θέαση στις μέρες που το χωριό μας, τα Κανάλια της Μαγνησίας, δεχόταν τις φρικαλέες επιθέσεις από τους Ναζί κατακτητές. Γεννημένος τον Ιούνιο του 1933 τον βρήκε η κήρυξη του πολέμου εφτάχρονο παιδάκι, ηλικία όπου η ανάγκη για ασφάλεια παιχνίδι και ξενοιασιά είναι πρωταρχική. Τις μέρες που οι κατακτητές αποφάσισαν τις φρικαλεότητες στον γενέθλιο τόπο μας ήταν ήδη δεκάχρονος. Παρατηρητικός, φύσει παρατηρητής και αεικίνητος κατέγραφε τα συμβάντα πιστά και καθαρά σαν κάμερα υψηλής ευκρίνειας μεγάλης χωρητικότητας. Τυχερή κι εγώ μαζί του μπόρεσα να μεταφερθώ 80 χρόνια πίσω και να γίνω θεατής με τη δύναμη των παραστατικών περιγραφών του. Βίωσα μαζί του τις στιγμές, τις ώρες, τα συναισθήματα, το πλαίσιο. Ήταν σαν έβλεπα μπροστά μου:
Τους δεκατρείς Καναλιώτες άντρες με τα μουλάρια τους, οι οποίοι πηγαίνοντας προς το Βελεστίνο για να αλέσουν το σιτάρι τους να βλέπουν τα αμφίβια οχήματα των Γερμανών να ξεπροβάλλουν απ’ τον βάλτο οδεύοντας προς Κανάλια και να συνειδητοποιούν την τεράστια δυσκολία τους να ειδοποιήσουν το χωριό για τον κίνδυνο που πλησίαζε.
Την καθημερινότητα της οικογένειας, η οποία την παραμονή της επίθεσης βρισκόταν στο καζαναριό του Παπανικολάου για να βγάλουν τα τσίπουρα της χρονιάς όπου έψηναν κρεμμύδια και πατάτες κι ενώ ο πατέρας, ο αείμνηστος Στέφανος Πλιακώνης ετοιμαζόταν να πάει να αγοράσει μπομπότα, με τα κατοχικά χρήματα, στον φούρνο του Μπέλλου για το πρωινό τους γεύμα στα αυτιά του να φτάνει μακρινός ήχος μηχανής.

Στην αυλή του σπιτιού του στα Κανάλια

Τον δεκάχρονο Δημητράκη να αγναντεύει από το λιακωτό του τριώροφου σπιτιού τους, κατά παραίνεση του πατέρα του που θορυβήθηκε απ’ τον πρωτόγνωρο ήχο και να μετράει, παρά το σύθαμπο της αξημέρωτης μέρας, και να φωνάζει: Ένα, δυο, τρία, αυτοκίνητα έρχονται, σαν χελώνες είναι πατέρα, να τα εκεί στη σουβάλα (σημερινό κτήριο του ΟΤΕ). Έχει ξεκινήσει η 16η Νοεμβρίου και οι θηριωδίες είναι καθοδόν.
Τον πατέρα να φωνάζει με διάχυτη αγωνία Γερμανοί… Γερμανοί έρχονται οι Γερμανοί… και ταυτόχρονα δίνοντας οδηγίες στην οικογένεια να τρέχει να κρυφτεί προς την Παλιά Βρύση κι από εκεί στο ύψωμα Παρασούλι, για να αποφύγει τη σύλληψη.
Τους κατοίκους του γενέθλιου τόπου μας να τρέχουν άλλοι με τα εσώρουχα, άλλοι ξυπόλητοι, όπως τους πέτυχε το άγριο ξύπνημα και με σύμβουλο τον πανικό να φεύγουν για να γλιτώσουν. Άλλοι προς το Μετόχι, άλλοι προς τη ρεματιά προς τις Χουχουλιάστρες απ’ τη γειτονιά του μικρού Δημήτρη.
Τους κατακτητές να στήνουν τα πολυβολεία τους στο Σούλι κι από εκεί με τα μυδράλια να εκτοξεύουν εμπρηστικές σφαίρες προς τα Κανάλια. Να πετούν φωτιές.
Τη γειτονιά, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες να συσπειρώνονται έντονα μπρος στον κίνδυνο και παρατηρώντας τις κινήσεις των Γερμανών να ρίχνουν ιδέες για το τι θα ήταν πιο έξυπνο να κάνουν οι ίδιοι.
Τον δεκάχρονο Δημήτρη με τη γενναία μητέρα του Χάιδω Πλιακώνη το γένος Ζιάγκα να παραμένουν στο σπίτι τους και να παρατηρούν το ψυχρό πλιάτσικο της αποθήκης τους. Νάτος μπροστά του να περνά ο κατακτητής φορτωμένος την νταμιτζάνα γεμάτη τσίπουρο κι όλες τις τουλούπες πρόβειο μαλλί που είχε ετοιμάσει η μητέρα του για να πλέξει ζεστά πουλόβερ στα αγόρια της. Νάτη και η βλαστήμια της μητέρας του ηχεί ακόμα σήμερα στα αυτιά του κυρ-Δημήτρη. Ανάθεμά σε και πώς θα ζεστάνω τώρα τα παιδάκια μου;
Τη μανούλα του μια σταλιά γυναίκα όπως την περιγράφει ο ίδιος να πετά στον κήπο απ’ το παράθυρο καρπέτες, στρωσίδια και ρούχα για την οικογένεια, να φροντίζει το γαϊδουράκι τους ώστε να μην καεί κι αυτό με προνοητικότητα. Με αυτό το γαϊδουράκι θα κουβαλήσει την επόμενη μέρα η Χάιδω Πλιακώνη ότι γλίτωσε απ’ τον χαμό για να επιβιώσει προσωρινά η οικογένεια στην περιοχή Μιτάφι πάνω στο Μαυροβούνι μαζί με άλλες Καναλιώτικες οικογένειες που κατέφυγαν εκεί στο βουνό αψηφώντας την υγρασία του Νοέμβρη, όπου στάζαν τα δέντρα απ’ την ομίχλη κι από εκεί στο κτήμα τους στο Χαρακαριό όπου είχαν μια μικρή καλύβα για να ξεχειμωνιάσουν.

Δημήτρης και Αναστασία Πλιακώνη, ένα αξιοθαύμαστο ζευγάρι

Το πατρικό σπίτι του, ένα οίκημα τριώροφο με εσωτερική σκάλα και ιδιαίτερη εξαιρετική ντόπια αρχιτεκτονική που λαμπάδιασε από το χέρι του κατακτητή με προσάναμμα ένα σακάκι. Ναι, όσο και να φαίνεται περίεργο, ένα ξένο σακάκι που βρέθηκε ξεχασμένο στο ντουβάρι ποτίστηκε με ένα υγρό και ντουμάνιασε το όμορφο σπιτικό. Είναι επίσης εντυπωσιακό πώς ο Γερμανός συστημένος λες πήγε στο πάνω δωμάτιο κι έβαλε τη φωτιά εκεί όπου υπήρχαν αποθηκευμένα ξερά χόρτα για χρήση.
Την έντονη μυρωδιά που αναδύθηκε καθώς προσπαθούσαν οι Ναζί να κάψουν την εκκλησία της Παναγίας, μα δεν το κατάφερναν. Λέγεται ότι συγκέντρωσαν όλες τις εικόνες μαζί και υποχρέωσαν τον παπά Δήμο να τις πατήσει με τα πόδια του. Μετά από αυτό το σοκ, ο συγκεκριμένος ιερέας έφυγε από τα Κανάλια και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά. Στο τέλος ανατίναξαν την εκκλησιά της Παναγιάς με δυναμίτες.
Το τριώροφο ψηλό θαυμάσιο καμπαναριό που ανατινάχτηκε τελευταίο. Σαν πουλιά φαίνονταν στα μάτια του μικρού Δημήτρη οι κάτασπρες πέτρες του καμπαναριού που εκσφενδονίζονταν προς την ασβεσταριά με δύναμη από την ανατίναξη. Μέσα στην παιδική του αφέλεια ο Δημητράκης φώναζε: …τι περιστέρια είναι αυτά… τι περιστέρια… Μέσα από τις μνήμες του ο σημερινός κύριος Δημήτρης μακαρίζει τον εαυτό του που πρόλαβε να το ανέβει με τα τέσσερα για να χτυπήσει την καμπάνα πένθιμα τη μέρα που πέθανε ο γείτονάς του, ο παπά Στάθης ο Τσαντάρας.
Τους ομήρους που τους συγκέντρωσαν στο καλιγωμένο αλώνι του Χατζηνικολάου κάτω απ’ την εκκλησία και αφού τους μίλησαν τους οδήγησαν παρατεταγμένους σε δυάδες μέχρι την Αεράνη πεζοπορία. Το καθάριο παιδικό βλέμμα του Δημητράκη παρακολουθεί και καταγράφει το συμβάν.
Την εικόνα του χωριού τη νύχτα μετά την πυρπόληση που σπίθιζε ο τόπος όλος, καθώς γκρεμίζονταν οι στέγες. Ένα μακάβριο υπερθέαμα.
Την εικόνα του χωριού τη μέρα που τέλειωσε ο πόλεμος με τις καμπάνες να χτυπούν και τους κατοίκους να ξετρυπώνουν από παντού.

Βούλα Παπαϊωάννου. Ερείπια στο χωριό Κανάλια, 1946. Ευγενική παραχώρηση: Μουσείο Μπενάκη / Φωτογραφικά Αρχεία

Η συνέντευξη αυτή είχε ψυχή και αγάπη. Η σύζυγος του κυρίου Δημήτρη, η αξιαγάπητη κυρία Αναστασία το γένος Μωραΐτη, δεν έπαυε στιγμή να εκδηλώνει τη φιλοξενία της προσφέροντάς μας τακτικά σπιτικά εδέσματα φτιαγμένα με μεράκι και φροντίδα. Η αγάπη της για τον σύζυγό της βαθιά και αληθινή. Η φροντίδα προς εκείνον ανυπέρβλητη. Πόσο χαίρομαι αυτά τα ζευγάρια που καταφέρνουν μέσα από δύσκολη πορεία ζωής να πορεύονται με αλληλοσεβασμό και αξιοπρέπεια.
Ο Δημήτρης Πλιακώνης υπήρξε ένας αθώος μάρτυρας της τοπικής ιστορίας. Έζησε τη φρικαλεότητα. Σήμερα ανιχνεύει χωρίς ίχνος προσπάθειας όλο τον βουβό πόνο της φωτιάς, του χαμού, του ολέθρου και συγκινείται. Μέσα από τη σοφία που έχει ήδη αποκτηθεί διάφοροι προβληματισμοί αναδύονται από το αφήγημά του. Αναρωτιέται ο ίδιος με τι κριτήριο άραγε οι Γερμανοί επέλεγαν τα σπίτια που θα κατέστρεφαν; Γιατί επέλεγαν συγκεκριμένες οικογένειες και τους συγγενείς τους; Γιατί κάποια σπίτια δεν τα άγγιξαν καθόλου; Ποιος μπορεί να απαντήσει; Μόνο αυτονόητες υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε όλοι μας… και να σαν αστραπή στον νου μου φέγγουν οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη: […] Κείνοι που επράξαν το κακό τούς πήρε μαύρο σύγνεφο. Μα κείνος που τ’ αντίκρυσε στους δρόμους τ’ ουρανού ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος (από το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας).

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το