Πολιτισμός

Μαρία Αράπκουλε, Στη χώρα τού Μισένι

Βασίλης Κλείτσας
Φιλόλογος Νεοελληνιστής – Καθηγητής Μ. Ε.

Υπάρχει μια μεσαιωνική λαϊκή ιστορία που μιλάει για το δέντρο του Παραδείσου της Παλαιάς Διαθήκης: Όταν ο Αδάμ ένιωσε πως έρχεται πια το τέλος του, κάλεσε κοντά του τον αγαπημένο του γιο τον δίκαιο Σηθ και του φανέρωσε την υπόσχεση που του είχε δώσει ο Θεός, όταν τον εξόρισε από τον κήπο τής Εδέμ εξαιτίας της παρακοής του: Ο Θεός είχε υποσχεθεί, τότε, στον Αδάμ ότι κάποια μέρα θα λάβει το «λάδι της συγχώρησης». Ο Αδάμ, λοιπόν, ζήτησε από τον Σηθ να πάει στον Παράδεισο και να παρακαλέσει τον Θεό να του δώσει λιγάκι από αυτό το λάδι και να του το φέρει. Πραγματικά, μετά από μέρες και νύχτες πεζοπορίας ο Σηθ φτάνει στην πόρτα του Παραδείσου. Εκεί, τον σταματά ο Αρχάγγελος και του λέει πως κανείς δεν μπορεί να μπει ακόμη στον κήπο, πριν να το αποφασίσει ο Θεός. Τον συμβούλεψε, όμως, να σκύψει και να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα της πόρτας και να δει, μέσα, τον κήπο. Ο Σηθ είδε τότε στη μέση τής Εδέμ ένα μεγάλο δέντρο χωρίς καρπούς, με άγριο και ξεφλουδισμένο κορμό, ενώ στη ρίζα του ήταν μαζεμένα πολλά ζώα του Παραδείσου. Ο Σηθ ξαναέσκυψε και είδε στην κορυφή του δέντρου ένα μωρό φασκιωμένο που έκλαιγε. Ο Αρχάγγελος εξήγησε, τότε, στον Σηθ πως αυτό το μωρό είναι ο Υιός του Θεού που θα κατέβει κάποια στιγμή στη γη για να σώσει τον άνθρωπο και να τον ανεβάσει στον Παράδεισο, και πως Αυτός είναι το «λάδι της συγχώρησης» που ο Θεός υποσχέθηκε στον Αδάμ.

Την ιστορία ενός τέτοιου δέντρου μάς θυμίζει, λίγο πολύ, και η αρχή της αφήγησης του παραμυθιού της Μαρίας Αράπκουλε: «Είμαι ένα μεγάλο δέντρο, φυτρωμένο στο κέντρο ενός χωριού και μιας φτωχής χώρας, της Αφρικής. Με λένε Μισένι. Είμαι ένα άγριο δέντρο, δε βγάζω καρπούς, για να μπορέσω να θρέψω τα φτωχά παιδιά του χωριού, όμως έχω καταπράσινο φύλλωμα και έτσι μπορώ και τους χαρίζω οξυγόνο και δροσιά. Ανασαίνω και εγώ σε αυτό το χωριό, εδώ και πολλά χρόνια. Είμαι γέρικο, όμως παίρνω δύναμη και ανανεώνομαι συνεχώς από τα γέλια των ανέμελων παιδιών που παίζουν δίπλα μου, που σκαρφαλώνουν στα κλαριά μου, για να δουν πιο μακριά, να αφεθούν και να ονειρευτούν…». Η ιστορία του δέντρου τής Εδέμ δεν είναι γνωστή στη συγγραφέα, ωστόσο το μοτίβο ενός δέντρου σαν κι αυτό για το οποίο γίνεται ο λόγος είναι διάχυτο στην προφορική και γραπτή λογοτεχνία της Δύσης και της Ανατολής και περνά ανεπαίσθητα από εποχή σε εποχή και από συγγραφέα σε συγγραφέα.

Η ελληνική παιδική λογοτεχνία με κύρια θεματική τα προβλήματα της επιβίωσης και μόρφωσης των παιδιών των λεγόμενων τρίτων χωρών έχει ιδιαίτερη άνθηση ώς τώρα, τόσο από την προσωπική προσπάθεια ευαισθητοποιημένων συγγραφέων, συμπεριλαμβανομένων, εδώ, και των εκδοτών, όσο και από την προβολή του θέματος μέσω ωφέλιμων τοπικών, εθνικών ή/και διεθνών φορέων, όπως της UNISEF, των Γιατρών χωρίς σύνορα, κ.ά. Ξεχωριστή, στον τομέα αυτόν, είναι, φυσικά, και η προσφορά της Εκκλησίας και της Ορθόδοξης Ιεραποστολής. Εκτός από το παιδικό αυτό βιβλίο της Μαρίας Αράπκουλε, άλλο παραμύθι από έλληνα συγγραφέα που να αναφέρεται στα προβλήματα των παιδιών της μητρόπολης Μπουκόμπα Τανζανίας, εγώ τουλάχιστον δεν γνωρίζω.

Η εικονολογία: Για να εξετάσουμε την εικονολογία ενός παραμυθιού πρέπει, όπως και για κάθε λογοτεχνικό κείμενο, να προσεγγίσουμε τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο/η συγγραφέας, το πώς ιεραρχούνται οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, και, φυσικά, το τέλος του σεναρίου (βλ. Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Ο άλλος εν διωγμώ…, Αθήνα 2020, 290-304). Σκοπός όλων των παιδικών βιβλίων είναι η διδαχή και τα ηθικά μηνύματα, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ένα βιβλίο που ανήκει στην χριστιανική παιδική λογοτεχνία. Για τον λόγο αυτόν ο κάθε συγγραφέας οφείλει να δημιουργεί σωστά πρότυπα για τα παιδιά, αλλά και τον κάθε αναγνώστη.
α) Η εικόνα του δέντρου: Το δέντρο Μισένι προσωποποιείται μέσα στην ιστορία που διαβάζουμε (σκέφτεται και μονολογεί σαν άνθρωπος). Πρόκειται για ένα μοτίβο πολύ κοινό στο είδος των παραμυθιών. Είναι ένα δέντρο ζωντανό, που εξομολογείται με περηφάνεια ότι αποτελεί την παρηγοριά για τους φτωχούς ανθρώπους του χωριού και κυρίως για τα παιδιά. Για τον λόγο αυτό είναι ένα δέντρο γέρικο, για να στοχάζεται και μιλάει με σοφία («τίποτα πάνω στη γη δε μένει κρυφό, είτε είναι ψέμα είτε είναι αλήθεια. Τίποτα δε μένει όπως γεννήθηκε, αλλά όλα αλλάζουν προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Η ουσία είναι, εμείς τι θέλουμε να μάθουμε αλλά και να πράξουμε όσο αναπνέουμε»). Και παρακάτω, όταν τα παιδιά γνωρίζουν τον Χριστό και τον ζωγραφίζουν, το δέντρο και συλλογιέται: «Άρχισα τότε να σκέφτομαι όσα άκουσα και όσα είδαν τα μάτια μου. Πίσω από εκείνον τον άνθρωπο, που ζωγράφισαν τα παιδιά, υπήρχε κάτι το σοφό. Ο άνθρωπος αυτός υπήρχε στο μυαλό και στην καρδιά των παιδιών, για να βγει τόσο όμορφα από τα δάκτυλά τους!».
Η ζωντάνια που έχει αυτό το δέντρο δηλώνεται συχνά με την επανάληψη της λέξης κλαδιά («τα παιδιά σκαρφαλώνουν στα κλαριά μου, κούρνιαζαν τα πουλιά στα κλαδιά μου, έδιωξα τα πουλιά από τα κλαδιά μου για να έχει ησυχία, τέντωσα από περιέργεια τα κλαδιά μου, έβλεπα από ψηλά με τα μάτια των κλαδιών μου, ο λατρευτός μας ξένος έφερε τα παιδιά κάτω από τα κλαδιά μου για να παίξουν, τίναξα τα κλαδιά μου για να φύγουν τα πουλιά»).
Προς το τέλος, όταν το δέντρο παρατηρεί από ψηλά τη ζωγραφιά των παιδιών που απεικονίζει τη Βάπτιση του Κυρίου, φωτίζεται και βαπτίζεται και το ίδιο, όπως οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και η λέξη που χρησιμοποιείται, τώρα, είναι περισσότερο βιβλική. Δεν γίνεται, δηλαδή, λόγος για «μάτια» αλλά για «οφθαλμούς» («Οι οφθαλμοί μου κόλλησαν σε αυτήν τη ζωγραφιά»).
β) Η εικόνα του ξένου επισκέπτη: Ο τύπος του ξένου επισκέπτη στο χωριό έχει τα χαρακτηριστικά ενός χριστιανού ιεραποστόλου. Είναι ένας νουφαρένιος άνθρωπος με γενειάδα (δεν ξέρω αν το επίθετο νουφαρένιος έχει χρησιμοποιηθεί και από άλλον συγγραφέα, σίγουρα, όμως, ταιριάζει απόλυτα μέσα στην ατμόσφαιρα ενός παραμυθιού, όπως οι λέξεις ζαχαρένιος, σοκολατένιος, κ.ά.), δεν είχε σκληρά χέρια, δεν είχε σκαμμένο από τον ήλιο πρόσωπο, φορούσε σκονισμένα και φθαρμένα παπούτσια.
Ας δούμε, τώρα, πώς ιεραρχείται η σχέση αυτού του ξένου με το δέντρο Μισένι και με τους ντόπιους κατοίκους του αφρικανικού χωριού:
1) Στην αρχή το δέντρο τον κοιτάζει με την απορία, αλλά και τη συμπάθεια που κοιτάζει κανείς έναν άγνωστο επισκέπτη που έρχεται στον τόπο του, γι’ αυτό και τον χαρακτηρίζει ξένο άνθρωπο («ήρθε στον κορμό μου και ακούμπησε ένας ξένος άνθρωπος για να δροσιστεί και να ξαποστάσει»), ξενομερίτη («εκείνος ο ξενομερίτης λοιπόν, με τα ευγενικά χαρακτηριστικά»), ανθρώπινο πλάσμα («πώς μπήκε στο χωριό μας αυτό το ανθρώπινο πλάσμα με τα τόσο όμορφα μάτια, τα γαλήνια, όπως της ήρεμης θάλασσας»), ξενόφερτο («δύο μεγάλα μυρμήγκια ήρθαν πάνω στο βιβλίο του και τότε ο ξενόφερτος χαμογέλασε»), αλλοφερμένο («τότε σκέφτηκα ότι αυτός ο αλλοφερμένος, που φαινόταν να είχε έρθει από πολύ μακριά, έδειξε σεβασμό και αγάπη σε αυτά τα ζουζούνια, που με περπατούν τρελά και με γαργαλούν κάθε μέρα»).
2) Παρακάτω, το δέντρο ακούει τον ξένο επισκέπτη να χαιρετά τα παιδιά του χωριού εγκάρδια και «να τους μιλά στην γλώσσα τους, τη σουαχίλι, και τα παιδιά, για να τον ευχαριστήσουν, του χαμογελούν και τον οδηγούν στο σπίτι του φύλαρχου. Το δέντρο, τώρα, βλέποντας τον σεβασμό των παιδιών προς τον ξένο επισκέπτη, νιώθει και το ίδιο σεβασμό, τον χαρακτηρίζει, τώρα, σεβάσμιο μουσαφίρη («ο σεβάσμιος μουσαφίρης μας δεν έφυγε, αλλά την επομένη έβγαλε και τα παπούτσια του»), ξωμερίτη («κάποια παιδιά είχαν αλλάξει… πήγαιναν γεμάτα χαρά, κάθε πρωί στο σπίτι του ξωμερίτη, δεν έρχονταν καθόλου τα πρωινά σ’ εμένα και στενοχωριόμουν»).
3) Όταν ο ξένος επισκέπτης βαπτίζει τα παιδιά, και μαζί τους φωτίζεται και το δέντρο, τότε αποκαλείται γέροντας («τελείωσε το τραγούδι και οι χωρικοί άρχισαν να αγκαλιάζουν τα παιδιά τους αλλά και τον γέροντα με αγάπη και τρυφεράδα που έχω εγώ για τη φύση μας και τις ομορφιές της»), και λατρευτός φίλος («και ήρθε το καλοκαίρι και ο λατρευτός μας φίλος, έφερε τα πλυμένα και μη παιδιά κάτω από τα κλαδιά μου, για να παίξουν»).

Περιγραφές του παραμυθιού
Στο παραμύθι υπάρχει πολλή περιγραφή, όπως ακριβώς ταιριάζει σε ένα παιδικό βιβλίο. Κάποτε, ιδίως στην αρχή, οι εικόνες γίνονται πιο ρεαλιστικές και προκαλούν συγκίνηση, επειδή, ακριβώς, είναι βιωματικές («Ξυπνούν στις τέσσερις το πρωί και περπατούν μέχρι τις οκτώ που αρχίζει το μάθημα… το πρωινό τους στο σπίτι ή στο σχολείο είναι μόνο ένα φλυτζάνι ούτζι. Και με αυτό θα είναι μέχρι αργά το μεσημέρι που θα επιστρέψουν. Και αν υπάρχει και αυτό. Να ξεχάσουν τον κόπο που καταβάλλουν περπατώντας ώρες ολόκληρες για να κουβαλήσουν νερό στην καλύβα τους…»).
Περιγραφές, σε πυκνό σύγχρονο λόγο, που γεμίζουν τη φαντασία του αναγνώστη δίνονται παντού μέσα στις σελίδες του βιβλίου: Περιγράφεται ο ξένος επισκέπτης ο οποίος «σταυροπόδι κι αυτός, αλλά ανάμεσα στις τόσες πολύχρωμες στολές, ξεχώριζε απ’ όλους καθώς η δική του είχε το χρώμα τ’ ουρανού λίγο πριν την καταιγίδα». Περιγράφονται οι εποχές: «Το καλοκαίρι τέλειωνε σιγά-σιγά, η γη άρχισε να μυρίζει υγρασία», «Είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας. Τα πουλιά αλλαξοδρόμησαν τις πτήσεις τους, πετούσαν χαμηλά. Και ο ουρανός άλλαξε… Μα και η γη μας είχε αλλαξοκαιριά. Τα ζουζούνια είχαν φύγει από επάνω μου, είχαν μπει στις φωλιές τους», «Και μια μέρα ήρθε η άνοιξη! Η μέρα μεγάλωσε και η φύση άρχισε πάλι να χαμογελάει. Ο ήλιος ζέστανε περισσότερο τα κλωνιά μου και η γη ρουφούσε τις βροχές καλύτερα. Το χώμα άρχισε να μυρίζει όμορφα κι οι γυναίκες του χωριού… κατέβαιναν όλο χαρά στη λίμνη να μαζέψουν σαλιγκάρια…».

Η γλώσσα της συγγραφέως
Η συγγραφέας διανθίζει σποραδικά τη γλώσσα της γραφής της με λέξεις από την αφρικανική διάλεκτο σουαχίλι. Μαθαίνουμε, έτσι, κι εμείς ότι στην αφρικανική αυτή γλώσσα το δέντρο που αφηγείται την ιστορία ονομάζεται μισένι, το φαγητό των ντόπιων που είναι χυλός από καλαμπόκι ονομάζεται ούτζι, η μπανάνα που τη μαγειρεύουν, κανονικά, για φαγητό ονομάζεται ματόκι, μαθαίνουμε, επίσης, τον εγκάρδιο χαιρετισμό των ανθρώπων αυτής της χώρας «Καρίμπου» (Καλωσορίσατε), και «Φρα να αμάνι για Κρίστο» (Χαρά να έχετε, χαρά και αγάπη Χριστού), και την απόκριση «Μούνγκου αουμπαρίκι» (Ο Θεός να σας ευλογεί), χαιρετισμοί που δείχνουν την ειρήνη και την ταπεινότητα που υπάρχει στις καρδιές τους.

Συνοψίζοντας: Το βιβλίο της Μαρίας Αράπκουλε είναι γραμμένο στην προσεγμένη νόρμα των παιδικών βιβλίων, και, ταυτόχρονα, είναι μια ιστορία που μπορεί να διαβαστεί και από τους μεγάλους. Η Μαρία Αράπκουλε μάς πείθει ότι ξέρει να γράφει πολύ καλό παιδικό βιβλίο, και, το δυσκολότερο, ξέρει να γράφει παιδικό αφήγημα με χριστιανικό ηθικοδιδακτικό περιεχόμενο.

Την αρτιότητα της έκδοσης του βιβλίου της Μαρίας Αράπκουλε την επιστεγάζει η υπέροχη εικονογράφηση του Σωτήρη Πετρίκη. Το βιβλίο είναι σκληρόδετο και στο εξώφυλλο απεικονίζεται ένα δέντρο Μισένι με απλωμένα τα κλαδιά του, για τα οποία τόσες φορές μάς μιλάει μέσα στην ιστορία που μας αφηγείται, ενώ σε κάθε κλαδί του φιλοξενεί και από ένα χρωματιστό πουλί με γαλάζια φτερά.
Το γαλάζιο χώμα έχει τη δική του σημειολογία: Δεν είναι εδώ το χρώμα της νοσταλγίας και του αποχωρισμού, όπως γίνεται με τους νεότερους μεταπολεμικούς ζωγράφους (για παράδειγμα στους πίνακες του Πάνου Παπανάκου). Εδώ είναι το χρώμα του ουρανού, της αγάπης, της ελπίδας. Ένα χρώμα το οποίο αρέσει πολύ στα παιδιά να το χρησιμοποιούν στις δικές τους ιχνογραφίες.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το