Πολιτισμός

Λίνα Φυτιλή: Η προσωπική μνήμη έχει ενδιαφέρον όταν ανοίγεται στο συλλογικό πεδίο

Η Λίνα Φυτιλή γεννήθηκε στη Λάρισα. Σπούδασε στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πατρών. Ζει κι εργάζεται στον Βόλο.
Έργα της: Οι νύχτες της άχρωμης κιμωλίας, νουβέλα, Καστανιώτης, 1997. Ακολούθησε το βιβλίο Τώρα είναι αργά, εκδόσεις Απόπειρα, 2011. Στην ποίηση εμφανίστηκε με το βιβλίο Μυθική μέρα, εκδόσεις, Ενδυμίων, το 2014, που ήταν υποψήφιο για το βραβείο ποίησης Πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή Γιάννη Βαρβέρη. Το 2016 κυκλοφόρησε το βιβλίο της Παράξενο Καλοκαίρι, διηγήματα, από το βιβλιοπωλείο της Εστίας. Το 2018 κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή της, Ισόβιο Πρόσωπο, εκδόσεις Μελάνι. Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της Χρυσός κήπος, από τις εκδόσεις της Εστίας.
Κριτικές και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά κι έντυπα μέσα. Είναι μέλος στην οργανωτική επιτροπή του Πανθεσσαλικού Φεστιβάλ Ποίησης.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Χρυσός κήπος», Αλτίν μπαχτσεσί το μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις της Εστίας. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα, που κεντρικό του θέμα είναι το αγροτοσυνεταιριστικό κίνημα, η ίδρυση του πρώτου κτηνοτροφικού συλλόγου, οι αγώνες των αγροτών για την αναδιανομή της γης – κόντρα στην τρομερή εκμετάλλευση των τσιφλικάδων, η προσπάθεια καθημερινών ανθρώπων να πορευτούν συλλογικά παρά τη φτώχεια, τις στερήσεις, τα εμπόδια, τις αντιδράσεις που συνάντησαν και η αλληλεγγύη που επέδειξαν για να μπορέσουν να προχωρήσουν.
Όλα αυτά τα γεγονότα, δίνονται μέσα από τη διαδρομή μιας οικογένειας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο. Παράλληλα το βιβλίο συνομιλεί με κάποιους από τους ανθρώπους της εποχής και τις ιδέες τους, συνδιαλέγεται με την ποίηση του Διονύσιου Σολωμού, διασχίζει τον πόλεμο του 1940 και εμμένει στην ανάγκη του ανθρώπου να συνεχίσει να ζει μέσα από τις αντιξοότητες και τα χάσματα, που ανοίγει κάθε καταστροφή, πριν καταφέρει να ανθίσει πάλι ο τόπος της, για να παραφράσω και τον ποιητή.

Ποια ήταν η αφορμή για να ξεκινήσετε τη συγγραφή του βιβλίου;
Ξεκίνησα να γράφω τον Χρυσό κήπο, όταν ο πατέρας μου, μετά από κάποια συζήτηση που είχαμε, βλέποντας το έντονο ενδιαφέρον μου, μου χάρισε το αρχείο του παππού μου Ηλία Φυτιλή. Αυτή ήταν η αφορμή να μελετήσω τόσο το αρχείο, όσο και την τοπική ιστορία. Ο ίδιος ο Ηλίας ήταν ένα από τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της εποχής (ιδρυτής του πρώτου κτηνοτροφικού συλλόγου, τον Μάρτη του 1910), όταν το κράτος αγνοούσε εντελώς τους κτηνοτρόφους, οι οποίοι ζούσαν παραγκωνισμένοι, σαν παιδιά ενός κατώτερου Θεού και ουσιαστικά δεν είχαν κανένα δικαίωμα. Με το καταστατικό που υπέγραψαν οι τσέλιγκες, τους αποκατάστησε και εντάχτηκαν ομαλά στην κοινωνία. Ταυτόχρονα συμπορεύτηκε με τον Νικόλαο Μιχόπουλο, τον Γεωργιάδη, τον Δημήτριο Γρηγοριάδη, τον Αλέξανδρο Μέρο, τον Σοφοκλή Τριανταφυλλίδη, τον Θεόδωρο Αγγελίδη, τον Αλέξανδρο Μπαλτατζή και άλλα σπουδαία πρόσωπα της εποχής, έκανε την αναδιανομή του κτήματος Κασσαβέτη στους ακτήμονες και συμμετείχε με πολλούς τρόπους στους αγροτικούς αγώνες, που είχαν και πολιτικό υπόβαθρο.
Βέβαια, η πόλη που μεγάλωσα, υπήρξε το λίκνο του συνεταιρισμού. Αν και η πρώτη συνεταιριστική κίνηση έγινε στα Αμπελάκια, στην πραγματικότητα, ο πρώτος συνεταιρισμός, που πληρούσε τις προδιαγραφές ενός σύγχρονου συνεταιρισμού όπως π.χ. το δικαίωμα της μία ψήφου για όλα τα μέλη του, δημιουργήθηκε στον Αλμυρό γύρω στο 1900. H ίδρυση του συνεταιρισμού εκείνο το διάστημα, υπήρξε ένας άθλος, εξαιτίας των συνθήκων που επικρατούσαν. Το 1900 είχαν περάσει μόλις 20 χρόνια από την απελευθέρωση της πόλης από τον τουρκικό ζυγό, τρία έτη από την αποχώρηση των Τούρκων μετά τον πόλεμο και τη μεγάλη ήττα του 1897. Ο Αλμυρός ήταν μια μικρή κωμόπολη, ενώ όλη η επαρχία είχε 11.500 περίπου κατοίκους, που οι περισσότεροι ήταν ακτήμονες γεωργοί. Ζούσαν κάτω από πολύ σκληρές, σχεδόν άθλιες συνθήκες, δουλεύοντας στα κτήματα των τσιφλικάδων.
Ένας άλλος λόγος που με οδήγησε στη συγγραφή του βιβλίου, ήταν οι όμορφες εικόνες του κάμπου, η ιδιαίτερη γλώσσα του, η εύφορη γη (οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον κάμπο του Αλμυρού και της Αγχιάλου, Άλτιν μπαχτσεσί, δηλαδή «Κήπο του χρυσού»).
Γενικά βρήκα μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία. Ήταν για μένα μια πρόκληση να μπορέσω να την αφηγηθώ με τον δικό μου τρόπο – όχι όντας απολύτως προσηλωμένη στην αυστηρή, χρονολογική σειρά των γεγονότων, ούτε πασχίζοντας να τα συμπεριλάβω όλα με κάθε λεπτομέρεια, όσο θέλοντας να αποτυπώσω κάτι από το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής, για να τη γνωρίσω πρώτα εγώ και μετά να τη συστήσω στους αναγνώστες.

Πόσο ελκυστικό, αλλά και πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα να ανατρέχει στις μνήμες της οικογένειας και να τις καταγράφει;
Η αλήθεια είναι πως αυτό το βιβλίο το σκεφτόμουν κάποια χρόνια, πριν το γράψω. Αμφιταλαντεύτηκα αρκετά για διάφορους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι στη λογοτεχνία, γενικά πρέπει να αποφεύγουμε οτιδήποτε σχετίζεται με την οικογενειακή μας ιστορία και να προτιμούμε τη μυθοπλασία. Ο δεύτερος είναι ότι έπρεπε να κάνω έρευνα, να διαβάσω αρκετά, να μάθω στοιχεία για την εποχή κι αυτό υπήρξε ιδιαίτερα απαιτητική και χρονοβόρα διαδικασία. Δεν ήξερα αν είχα το κουράγιο να το κάνω. Ή αν όλη αυτή η έρευνα, θα κατέληγε κάπου.
Ωστόσο το σαράκι με έτρωγε. Ενδόμυχα πίστευα ότι αν δεν την έγραφα, η ιστορία θα χανόταν. Υπήρχε ένα πλεονέκτημα σε αυτή την υπόθεση εργασίας, αν μπορούμε να πούμε έτσι τη συγγραφή του μυθιστορήματος. Δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον Ηλία ούτε τη Μαγδαληνή, που είναι οι βασικοί αφηγητές και πρωταγωνιστές της ιστορίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχα σχηματίσει δεσμούς μαζί τους έτσι μπορούσα να γράψω, ανεπηρέαστη από έντονα συναισθήματα και να τους πλάσω με τη φαντασία μου. Γι’ αυτό αρκετά γεγονότα έχουν επινοηθεί, όπως για παράδειγμα η σύντομη σχέση του Ηλία με την Ιταλίδα Νίνα. Δεν ήθελα να τον θεοποιήσω, αλλά να τον γνωρίσω. Και να βρω κι αδυναμίες στον χαρακτήρα του. Αλλιώς θα έγραφα βιογραφία ή μαρτυρία, όχι μυθιστόρημα.
Πάντως από τη στιγμή που αποφάσισα να γράψω το βιβλίο, άρχισα να ψάχνω μανιωδώς, βιβλία, εφημερίδες της εποχής, αρχεία, φωτογραφίες.
Για ένα διάστημα δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο. Σαν να ζούσα σε μια άλλη εποχή. Η μνήμη του πατέρα μου ήταν καλή εκείνη την περίοδο και με βοήθησε με κάποιες αφηγήσεις, που τις σημείωνα σε ένα τετράδιο προσπαθώντας να συλλάβω την ατμόσφαιρα της εποχής. Θυμάμαι ότι διάβαζα τις σημειώσεις μου ξανά και ξανά, πάρα πολλές φορές, σχεδόν τις είχα μάθει απέξω, μέχρι να καταφέρω να τις βάλω σε μια σειρά και να αποφασίσω ποιες θα κρατήσω και ποιες όχι.

Πώς και πότε η προσωπική μνήμη θεωρείτε πως αποκτά και λογοτεχνικό ενδιαφέρον;
Η προσωπική μνήμη έχει πάντα ενδιαφέρον, όταν δεν εξαντλείται μόνο στα στενά όριά της, αλλά ανοίγεται στο συλλογικό πεδίο. Έτσι γίνεται μια ιστορία που μας αφορά όλους. Μπορεί κανείς να ψηλαφίσει και να ανακαλύψει πολύ σύγχρονα στοιχεία μέσα της. Κι η γλώσσα, είναι πολύ σημαντική παράμετρος. Γιατί μπορεί να διευρύνει τον τρόπο έκφρασης, τον τόπο των ιδεών, τον πλούτο της μνήμης, να δώσει παλμό και ρυθμό στην αφήγηση, να αποτυπώσει μια ομορφιά ξεχασμένη, να ξυπνήσει ζωές που μοιάζει να έχουν πέσει σε λήθαργο.

Πόσος χρόνος χρειάστηκε για τη συλλογή του υλικού και ποια φάση της δημιουργίας του βιβλίου ήταν η πιο χρονοβόρα;
Χρειάστηκε αρκετός χρόνος, κυρίως επειδή έπρεπε να ψάξω και να διαβάσω, να αποφασίσω τι θα συμπεριλάβω στην αφήγηση και τι όχι, να φτιάξω τη δομή και τον σκελετό του μυθιστορήματος, να προσπαθήσω να μιλήσω για κάτι παλιό, με σύγχρονο τρόπο, μέσα από τους ήρωες. Αλλά όταν έγινε η αρχή και μπήκα σε αυτή την περιπέτεια της γραφής, το έκανα με πραγματικό πάθος. Οπότε ο χρόνος έπαψε από ένα σημείο και μετά να με απασχολεί.

Έχετε ασχοληθεί με διαφορετικά λογοτεχνικά είδη (ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα). Ποιο σας εκφράζει ή σας ελκύει περισσότερο;
Με ενδιαφέρουν εξίσου όλα. Σε καθετί ανακαλύπτω κάτι διαφορετικό. Για μένα η γλώσσα είναι ένα ζωντανό σώμα, ένας οργανισμός, όπου δεν μπορώ να αποκόψω το ένα μέλος της από το άλλο και τα χρειάζεται όλα, πιστεύω, για να λειτουργήσει. Γι’ αυτό διαβάζω κι όλα τα είδη, ανελλιπώς.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;
Η εξέλιξη στη γραφή είναι να γίνεσαι πιο απαιτητικός με τον εαυτό σου, να δοκιμάζεις νέα είδη και ιδέες. Οπωσδήποτε να έχεις μια συνέπεια σε αυτό που κάνεις, να τολμάς, να πειραματίζεσαι. Η γραφή είναι μια μόνιμη δοκιμή. Μπορεί να μην έχει πάντα γόνιμο αποτέλεσμα, αλλά με τον καιρό, αποκτάει κανείς, καλύτερο κριτήριο, τόσο στο διάβασμα όσο και στο γράψιμο.

Ήταν η περίοδος της πανδημίας για εσάς γόνιμη αναγνωστικά και συγγραφικά;
Κάθε περίοδος που μας βγάζει από τη συνήθεια, τη γαλήνη και μας ρίχνει σε μια κρίση, λειτουργεί εποικοδομητικά είτε γιατί μας αναγκάζει να ανακαλύψουμε αντοχές και να βάλουμε προτεραιότητες είτε γιατί μας ωθεί να κοιτάξουμε προς τα μέσα. Σε μένα λειτούργησε πολύ θετικά η περίοδος της καραντίνας, επειδή δοκίμασα να γράψω νέα πράγματα, διάβασα κι αρκετά. Ακόμη κι ο νεκρός χρόνος, όπου πίστευα ότι δεν έκανα τίποτα, στην πραγματικότητα υπήρξε απόλυτα δημιουργικός, κάτι που το κατάλαβα εκ των υστέρων.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Η ανάγνωση είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Δεν υπάρχει σχεδόν μέρα που να μη διαβάσω έστω και λίγες σελίδες. Μου άρεσε πολύ το ένα μακρύ Σάββατο του Τζορτζ Στάινερ, τα νέα διηγήματα της Έρσης Σωτηροπούλου, τα ποιήματα της Ανίς Κολτζ.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Μάλλον υπάρχουν δυο-τρεις σημαντικές αξίες για μένα. Η ακεραιότητα και το χιούμορ. Η συνέπεια. Κι η καλαισθησία.

Ασχολείστε με τη συγγραφή ή έκδοση κάποιου νέου βιβλίου;
Ο Χρυσός κήπος μόλις κυκλοφόρησε οπότε για την ώρα, δεν έχω δώσει κάτι άλλο για έκδοση. Υπάρχει μια ποιητική συλλογή στο τελικό στάδιο των διορθώσεων κι ένα πεζό. Ακόμη δεν ξέρω τι θα ακολουθήσει. Η έκπληξη κρύβει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το