Άρθρα

Η «αγχίαλος» Χαλκίς: H ομηρική πόλη της Αιτωλίας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Χαλκίς ονομαζόταν στ’ αρχαία χρόνια ο συμπαγής πέτρινος όγκος που σήμερα αποτελεί το ανεξάρτητο βραχόβουνο της Βαράσοβας, που είναι γνωστή ως Αγιονόρος της Αιτωλίας.
Η Χαλκίδα είναι πόλη της Αιτωλίας, που ο Όμηρος την αναφέρει ως παραθαλάσσια («αγχίαλον») ο δε Θουκυδίδης την καταγράφει ως αποικία των Κορινθίων.
Αυτά τα ολίγα για μιαν άτυπη εισαγωγή σε μια πόλη, της οποίας τα ίχνη χάνονται στους κλασικούς αιώνες και τα κατάλοιπα από την ιστορία και την κατοίκησή της είναι ελάχιστα, ώστε να έχουμε μιαν επαρκή ή έστω υποτυπώδη ενημέρωση γι’ αυτήν.
Πού γίνεται λόγος για την αρχαία Χαλκίδα το είπαμε απαρχής. Το ότι ήταν γνωστή και στα κλασικά χρόνια, μας το επιβεβαιώνει και ο Θουκυδίδης. Αλλά το μπέρδεμα έρχεται από μόνη την αναφορά του ονόματός της και όλων η σκέψη, η αναγωγή και ο συνειρμός πάει στην άλλη και πασίγνωστη βέβαια Χαλκίδα, με την οποία συγχέεται μοιραία ετούτη δω η πόλη.

Ποια πόλη; Οι πληροφορίες μας είναι πενιχρές αν όχι ανύπαρκτες.
Επομένως πρέπει να κινηθούμε στα τυφλά, χωρίς καμιά βοήθεια, εκτός από την αναφορά της στον Όμηρο και σε ένα πολύ μικρό – σχεδόν μηδενικό – σημείωμα στο τομίδιο «Αρχαίες Πολιτείες» που εξέδωσε το Τμήμα Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού πριν κάμποσα χρόνια για την «Ομηρική Χαλκίδα», στην οποία αφιερωνόταν τρεις όλες κι όλες σειρές…
Πριν αρκετά χρόνια, όταν έψαχνα να βρω διόδους και τρόπους ανάβασης στην κορυφογραμμή της Βαράσοβας, αποπειράθηκα να ιδώ τις ονομαστές ορθοπλαγιές της τελευταίας από την ανατολική τους κάτοψη, πράγμα που με οδήγησε στο ψαρολίμανο της Κάτω Βασιλικής.

Το στενό της Βαράσοβας

Τότε διεπίστωσα ότι από εκεί που τελειώνει ο ασφάλτινος δρόμος, δυτικά του χωριού, υπάρχει μια εποχιακή μικρή λιμνοθάλασσα, από το τελείωμα της οποίας χαράζει ένα ανεπαίσθητο μονοπατάκι για το βουνό. Διέσχισα με δυσκολία τότε τα αγχέμαχα πουρνάρια και τα ανυπόταχτα βράχια που βρήκα μπροστά μου και σκαρφαλώνοντας σε ένα ορισμένο ύψος, όπου είδα ν’ αχνοφέγγει μια σειρά από αρχαία οχύρωση.
Επειδή δε βρήκα κανένα στοιχείο αναφορικά με την ύπαρξη κατοικήσιμης πόλης στην περιοχή, οι φωτογραφίες, οι μνήμες και τα ερωτηματικά μπήκαν στο συρτάρι της λήθης.
Όταν όμως αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον μου για τις ακροπόλεις της αρχαιότητας, η «αγχίαλος» Χαλκίς επανήλθε στο προσκήνιο, αλλά έλα που δεν έβρισκα τις φωτογραφίες, παρά τις όποιες προσπάθειες κατέβαλα για να θυμηθώ τον συγκεκριμένο χώρο μα και όσες φορές είχα αναλώσει περιηγούμενος τη Βαράσοβα, το μυαλό μου δεν πήγαινε σε κείνη την οχύρωση.

Τα κυκλώπεια τείχη της Χαλκίδας

*
Μια μέρα όμως πήρα την απόφαση να ξαναπάω στην Κάτω Βασιλική, μπας και θυμηθώ το περιβάλλον, τόσο της ορεινής σύστασης του δύσκολου βουνού, όσο και της ιδιόμορφης ακτογραμμής, η οποία διέθετε δυο παραμέτρους, τη μια διαφορετική από την άλλη.
Η πρώτη, η στεριανή, αφορούσε το τραχύ ανάγλυφο με το περίεργο πέτρωμα να το στολίζει κατακόρυφα και η άλλη είχε χαρακτήρα θαλασσινό, καθώς οι κάθετες ορθοπλαγιές της Βαράσοβας πέφτανε απότομα μέσα στη θάλασσα, και μάλιστα μισές μέσα στο θαλασσινό νερό και μισές μέσα στη μικρή λιμνούλα δημιουργώντας ένα γεωλογικό παράδοξο, στην άκρη της αιτωλικής γης.
*
Έφτασα γρήγορα και εύκολα από την Πάτρα ώς τη Γαβρολίμνη στρίβοντας στον κυκλικό κόμβο αριστερά. Απαιτήθηκαν τέσσερα χιλιόμετρα στενού σχετικά ασφαλτόδρομου μέσα από ωραία λιόφυτα για να προσεγγίσω την παραλία της Κάτω Βασιλικής. Συνέχισα δυτικά ακολουθώντας την ακτογραμμή για άλλα χίλια μέτρα ώς την παραλία της Λιμνοπούλας, όπου τερμάτιζε ο δρόμος.
Από πάνω μου έστεκε διπλός ο πέλεκυς της Βαράσοβας, με τις δυο πλαγιές της να με απειλούν ως κοφτερά πέτρινα τσεκούρια, αφήνοντας στη μέση ένα ακάλυπτο καμπυλωτό κοίλο – φαινομενικά ηπιότερο και εκπληκτικά όμοιο με θεατρικές κερκίδες, οι οποίες είχανε για σκηνικό την εντυπωσιακή ορχήστρα μιας λίμνης από στεκάμενα νερά, αρμυρίκια, βούρλα και άμμο.
Εντυπωσιασμένος γι’ άλλη μια φορά με το γεωλογικό παράδοξο του τοπίου αυτού που το συμπίεζαν οι πέτρινες δαγκάνες της Βαράσοβας, κοιτούσα τον μικρό υποκείμενο βουρλότοπο της Λιμνοπούλας που έμοιαζε με μια λεκάνη παραδείσου ανάμεσα σε μια τρομαχτική δίνη από οπλισμένα βράχια, έτοιμα να με συνθλίψουν.
Κάνοντας την αυτοϋπέρβαση κατάφερα να επιστρατέψω όση τόλμη χρειαζόταν για ν’ σκαρφαλώσω ώς τα βραχώματα της αριστερής ορθοπλαγιάς προκειμένου να βαδίσω έπειτα πάνω στην υποτιθέμενη τροχιοδεικτική γραμμή της περιτείχισης. Τώρα τι προστάτευε και ποιο σκοπό εξυπηρετούσε η οχύρωση σε εκείνο το μέρος, μια και φαινόταν ξεκάρφωτο, αυτό μονάχα η στιβαρότητα του τοιχίου μπορούσε να μας το πει, καθώς άφηνε αχνή μια υποψία να υποβόσκει ότι κάπου εκεί κοντά υπήρχε μια απόκρυφη ακρόπολη…
Έπρεπε να επιλέξω από ποια από τις δυο πλαγιές θα ανηφόριζα. Τελικά επέλεξα την αριστερή, την πιο απόμακρη του τείχους και τη δυσκολότερη, για να έχω καλύτερη άποψη και αντίληψη της πιθανής ακρόπολης.
Η ανάβαση αυτή θα μου μείνει αξέχαστη. Πρώτα απ’ όλα διότι δεν υπήρχαν περάσματα κι έπρεπε να βρίσκω διαδρόμους ανάμεσα στα κλαδιά των σκληρόφυλλων σχίνων και των πουρναριών. Κι έπειτα να περνάω ή να αναρριχιέμαι από κάποια βράχια που στέκονταν αποτρεπτικά χαράκια σαν μαχαίρια έτοιμα να με πετσοκόψουν.
Η δυσπλασία της πλαγιάς που έκρυβε περισσότερα από όσα αποκάλυπτε το βλέμμα, εκτός των μυστικών παγίδων που με ανακρατούσαν, απέκλειαν τον απεγκλωβισμό μου, αν δεν επιστράτευα όλη την εμπειρία αποφραγής της ενέδρας που μου είχαν στήσει οι απελέκητοι αυτοί μονόλιθοι. Ακριβώς όπως συνέβαινε και με το τελευταίο κομμάτι της κορυφογραμμής που δεν μπορείς να το διαβείς, χωρίς απώλειες ή καθυστερήσεις.

Αριστερά η ακρόπολη της Χαλκίδας και στο βάθος η Λιμνοπούλα

Τα χαράκια λοιπόν κατά πρώτο λόγο και οι πυκνές οδοντοστοιχίες των θάμνων, μου αφαιρούσαν ή ματαίωναν την προοπτική μου κατάληξη, να φτάσω έστω έως το πρώτο περιτείχισμα της ακρόπολης. Δε συζητούσα βέβαια για την κορυφή, πάνω από την οχυρωμένη περιτείχιση, γιατί εκεί τα πράγματα φαινόντουσαν εντυπωσιακά αδιάβατα. Φαινόντουσαν… Όμως κάποια στιγμή πήρε το μάτι μου έναν άνθρωπο να κατηφορίζει από την κορυφή με ελιγμούς έχοντας παρέα του δυο σκυλιά. Είναι αλήθεια ότι και αυτός με είδε από την αντίθετη πλαγιά και ίσως ν’ απορούσε πού βρήκα πατήματα και διέξοδο έως τη θέση που είχα καταφέρει να σκαρφαλώσω.
Εν πάση περιπτώσει πήρα θάρρος και αναρριχήθηκα προς τις τελευταίες προβολές των βράχων, ανακαλύπτοντας κρυμμένα από τις βατιές αποσπάσματα του τείχους σε μιαν ευθεία γραμμή με εκείνα που φαινόντουσαν στην απέναντι πλαγιά.
Τα πράγματα όπως έδειχναν δεν ήταν και για κλάματα. Υπήρχαν περάσματα που δεν ήταν δυσδιάβατα. Έτσι με λίγη τύχη και πολύ πείσμα έφτασα έως την οχύρωση, σε ένα υψόμετρο κάπου εκατό μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Δοκίμασα να συνομιλήσω τους ζεστούς κυκλώπειους ογκόλιθους φωτογραφίζοντάς τους με φόντο το γαλάζιο νήμα του Πατραϊκού.
Στη συνέχεια πήρα τη γρήγορη απόφαση να ελιχθώ προς την κορυφή, όπου ως φαίνεται θα είχε την έδρα της η ακρόπολη της Χαλκίδος, με όποιο τίμημα απαιτούνταν. Δεν απαιτήθηκαν ιδιαίτερες ικανότητες και τύχες. Η διαδρομή της ανάβασης ήταν πολύ πιο ομαλή από τη διάσχιση της πυκνόλογγης πλαγιάς.

Η φυσική ακρόπολη της Χαλκίδας

Βέβαια το έδαφος ήταν σκληρό και τραχύ, αλλά είχε σταθερά πατήματα, δε γλιστρούσε και σε λιγότερο από μισή ώρα βρέθηκα στην κόψη της κορυφογραμμής, όπου άρχισαν να εκτυπώνονται απίθανες μορφολογικές ιδιοτυπίες με διαδοχικούς σχηματισμούς πλεχτής διακύμανσης των βράχων. Αποκαλύφθηκε μια από τις πιο εντυπωσιακές βραχοπλημμύρες που είχαν δει ώς τότε τα μάτια μου. Λιθοσωροί, κι οδοντωτές κορυφώσεις πήγαινα πλάι πλάι.
Δοκιμάζοντας να διασχίσω το βραχώδες σέλωμα ώς την υποτιθέμενη κορυφή της ακρόπολης το κάθε μου βήμα αποδέσμευε κι από μια απόκρυφη και συμπαντική εικόνα του πατραϊκού ορίζοντα. Συνάμα αποδέσμευε και μια χαραμάδα από την ποιητική ενατένιση του «ιδέσθαι». Αποκαλύφθηκε έτσι μια «θέα» δραματικής πλοκής και συνύφανσης του εξωτερικού (φυσικού) και του εσωτερικού (ψυχικού) τοπίου.
Βρέθηκα μπροστά στο χείλος μιας εκστατικής θέας, από την άκρη της οποίας «έδρεπα την εύφορη γοργότητα τριγύρω»… (*)
Η ρόκα των βράχων έπλεκε με το αδράχτι του καλλιτέχνη σχεδιαστή ένα αμάλγαμα αφηρημένων σχημάτων, δραματικών αντιθέσεων παγιδευμένων από το αμείλικτο φως που τα έντυνε με πολυάκτινα νήματα φασματικών αποχρώσεων.
Η ακτή της αρχαίας Χαλκίδος, οι ορθοπλαγιές της Βαράσοβας, το λιωμένο ασήμι της Ιόνιας θάλασσας και τα λίθινα κράσπεδα της ακρόπολης σε συνδυασμό με τις ολοπέτρινες χαίτες του κατάραχου, συνιστούσαν όλα μαζί ένα πρωτόφαντο σκηνικό ύψιστης περιωπής, αδρού μίγματος από βράχια, θάλασσα και υψίβατες αισθήσεις ολικής λαγνείας.
Η ακρόπολη της Χαλκίδος, αποτελεί ένα ψήγμα πολυγώνιας αισθητικής μέσα σε ένα τοπίο δυνάμει και θέσει μυθικό, που θα μένει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, όσο τα οχυρωμένα τείχη της θα στέκουν οπισθόδομοι του κρατικού μονοπωλίου αδιαφορίας.

(*) Kική Δημουλά, «Χαίρε Ποτέ».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το