Πολιτισμός

Ένας «θησαυρός» με σελίδες ζωής – «Αγαπημένο μου ημερολόγιο» με σκέψεις ανεξίτηλες στον χρόνο

 

Του
Αρτέμη Χαλάτση
[email protected]

Δεν μου αρέσει να μιλάω για πράγματα που κάνω, και ό,τι κάνω θέλω να το κάνω χωρίς να το φωνάζω και χωρίς να το διατυμπανίζω. Γενικά, όσο κοινωνικός φαίνομαι με αναρίθμητους φίλους και έντονη κοινωνική δραστηριότητα, στην πραγματικότητα θα έλεγα πως μου αρέσει η μοναξιά και η ησυχία, να περνώ αρκετές ώρες εγώ και ο εαυτός μου. Όμως σήμερα εκπληρώνω μια υπόσχεση που έδωσα στον διευθυντή της «Θ», Δημήτρη Ράλλη, να κάνω «ποδαρικό» στο πρώτο φύλλο της χρονιάς, μιλώντας για την αξία που έχει να κρατάει κάποιος προσωπικό ημερολόγιο.

Ο άνθρωπος, ειδικά αυτή την ημέρα του χρόνου, φαίνεται να διακατέχεται από μια χαρά και μια ευφορία. «Αν είσαι χαρούμενος την πρώτη μέρα του χρόνου, θα είσαι χαρούμενος όλη τη χρονιά» συνήθιζε να μου λέει η γιαγιά μου η Μαρίκα, που αν ζούσε σήμερα θα ήταν 109 ετών. Ευτυχώς όμως και για εκείνη, αλλά και για εμάς, έφυγε ήσυχα στα 84 περιτριγυρισμένη από ανθρώπους που την αγαπούσαν. Οι άνθρωποι πρέπει να αποχωρούν (προσωρινά) από τη ζωή σε μια λογική ηλικία, καθώς φανταστείτε να ζούσε ο άνθρωπος 200 και 300 χρόνια τι χαμός θα γινόταν και δεν εννοώ μόνο πληθυσμιακά, αλλά να είχαμε στο σπίτι 5 γενιές γιαγιάδες παραπρογιαγές, συμβουλές, μαλώματα, καυγάδες, ποιος θα πρωτομπεί στο μπάνιο… Όμως, από την άλλη, θα είχαμε παραδοσιακό φαγητό, ζεστό ζυμωτό ψωμί, αλλά και πολλά παραμύθια και ιστορίες…. Ιστορίες. Γι’ αυτό είναι που θα σας μιλήσω σήμερα. Δυστυχώς οι ιστορίες χάνονται όταν χάνονται οι άνθρωποι. Κυρίως όμως χάνεται η ιστορία της οικογένειας. Στη δική μου περίπτωση, η περιουσία που θα αφήσω στα παιδιά μου, ως σπουδαιότερο οικογενειακό κειμήλιο, είναι τα προσωπικά μου ημερολόγια. Το πρώτο ξεκινάει στο μακρινό 1984, όταν δηλαδή ήμουν στην Α’ Γυμνασίου. Τα ημερολόγιά μου δεν είναι απλά τετράδια, αλλά δερματόδετα χειροποίητα ημερολόγια φτιαγμένα από ειδικό τυπογράφο στη Θεσσαλονίκη, με ανάγλυφο φύλλο χαρτιού υψηλής ποιότητας και οι σκέψεις και εικόνες μου είναι γραμμένες με σινική μαύρη μελάνι, ώστε να μείνουν ανεξίτηλες στον χρόνο και στο νερό, όπως μας έλεγε ο πατέρας μας.

Ο πατέρας μου έγραφε και
συνεχίζει να γράφει ακόμα, ετών 81 πια…
Ο πατέρας μας, λοιπόν ο Νικήστρατος, με το ωραίο όνομα (Νίκη+Στρατός), καθώς όταν γεννήθηκε, ο Ελληνικός Στρατός νικούσε στα μέτωπα της Αλβανίας και ο παππούς Ξενοφών, δάσκαλος στο επάγγελμα, αποφάσισε να τονώσει το εθνικό φρόνημα στα χωριά των Αγράφων, από όπου και η καταγωγή τους, και τον βάφτισε Νικήστρατο. Ο Νικήτας λοιπόν άνθρωπος σπουδαγμένος, καθηγητής στα ΤΕΙ το επάγγελμα, ήταν η αφορμή και η αιτία να ξεκινήσω να γράφω ημερολόγιο, καθώς κι εκείνος έγραφε και συνεχίζει να γράφει ακόμα ετών 81 πια. Τη μακρινή πρωτοχρονιά του ’84, στην εποχή της αλλαγής, μας χάρισε από ένα δερματόδετο ημερολόγιο, ένα σε κάθε παιδί από τα συνολικά 3 αδέρφια που είμαστε (εγώ και οι 2 αδερφές μου Κωνσταντία και Μαρία), με σκοπό, όπως μας είχε πει, να γράφουμε τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, αλλά και τις κοινωνικές μας δραστηριότητες όπως μια εκδρομή, τις σχολικές μας επιδόσεις, το πασχαλινό τραπέζι, μια όμορφη Κυριακή και γενικά ό,τι αισθανόμασταν. Δυστυχώς για εκείνες κι ευτυχώς για μένα, οι αδερφές μου βρίσκονται ακόμη πριν τα μισά του πρώτου τόμου έχοντας γράψει μονάχα μερικές σελίδες, δηλαδή με λίγα λόγια δεν έγραψαν τίποτα και βρίσκονται ακόμη στο 1984. Εγώ όμως… Μου φάνηκε φοβερό να μπορείς να αποτυπώσεις τα συναισθήματά σου, κάτι που σε στενοχώρησε, που σε χαροποίησε και να μείνει για πάντα στο χαρτί. Όχι σε ένα οποιοδήποτε χαρτί, όχι ως μία σημείωση που ενδεχομένως θα πεταχτεί στα σκουπίδια, αλλά σε ένα ειδικό βιβλίο που θα κρατηθεί για πάντα.

«Ό,τι έλεγα στον προφορικό μου λόγο είχε και ψεματάκια.
Όμως ό,τι έγραφα ήταν μόνο αλήθειες»
Έτσι ξεκίνησα. Το πρώτο μου κείμενο ήταν μια διαδρομή με το τρένο από Βόλο στη Λάρισα. Ξαναδιαβάζοντάς το σήμερα, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια, διαπιστώνω πως το παιδικό εισιτήριο που έβγαλα τότε στον γκισέ του εκ Ερνέστο Ντε Κύρικο Σιδηροδρομικού Σταθμού Βόλου, κόστιζε μόλις 70 δρχ. (δηλ. κάπου 20 λεπτά του ευρώ). Στο πρώτο μου αυτό κείμενο περιγράφεται η διαδρομή και οι εικόνες του θεσσαλικού κάμπου με τα βαμβάκια και τα ζαχαρότευτλα. Μάλιστα αυτή την πρώτη, ας πούμε, καταγραφή θυμάμαι πως μου την υπαγόρευσε ο πατέρας μου το βράδυ της επιστροφής, αλλά δεν μου άρεσε να γράφω ό,τι μου έλεγε, καθώς υπήρχε μια τάση ωραιοποίησης των πάντων από μεριάς του. Έτσι, μετά από τις πρώτες κανά δυο φορές της υπαγόρευσης και της χειραγώγησης ξεκίνησα να γράφω μόνος μου. Ό,τι ήθελα, ό,τι έβλεπα, ό,τι ένοιωθα. Κι εκεί άρχισα να γράφω τα πράγματα όπως είχαν. Ό,τι έλεγα στον προφορικό μου λόγο είχε και ψεματάκια. Όμως ό,τι έγραφα, ήταν μόνο αλήθειες.
Πάντα είχα τον φόβο μήπως πάρει κάποιος το προσωπικό μου ημερολόγιο και το διαβάσει και ομολογώ πως κάποια στιγμή δείλιασα και μπήκα σε σκέψεις μήπως έπρεπε να ωραιοποιώ τα συναισθήματα και τις εικόνες μου «υπό τον φόβο των Ιουδαίων». Όμως ευτυχώς αποφάσισα να συνεχίσω να γράφω, ό,τι νοιώθω και ό,τι αισθάνομαι, αδιαφορώντας για την κριτική που θα μου ασκήσει ενδεχομένως το παιδί μου αργότερα που θα διαβάσει τα γραπτά του πατέρα του. Το ημερολόγιο, λοιπόν, πρέπει να είναι μια σχέση αλήθειας μεταξύ προσώπου κι εαυτού. Φανταστείτε για παράδειγμα την Άννα Φράνκ να είχε γράψει κάποια στιγμή στο ημερολόγιό της «Αγαπάω τους Γερμανούς» μόνο και μόνο για να το έχει ως άλλοθι σε περίπτωση που το έβρισκαν οι Γερμανοί και την ανέκριναν, ώστε αν έπεφτε στα χέρια τους και παίρνοντας αφορμή από αυτή τη φράση να έχει καλύτερη μεταχείριση. Η τέλεια απομυθοποίηση. Ημερολόγιο λοιπόν είναι μόνο αλήθεια, είναι αυτά που νιώθεις και δεν θέλεις να τα μοιραστείς με κανέναν, παρά μονάχα με σένα.

«Το κείμενο που το συνοδεύει μια ζωγραφιά είναι πολύ
πιο συναρπαστικό και παιγνιδιάρικο…»
Ένα άλλο κομμάτι που συνηθίζω, είναι να παίρνω μαζί μου το ημερολόγιο στα ταξίδια μου και να γράφω ζωντανά από το μέρος που βρίσκομαι. Μου αρέσει επίσης να ζωγραφίζω κατά καιρούς κάτι που βλέπω, όπως έκαναν στα ταξίδια τους οι περιηγητές του 17ου και του 18ου αιώνα που κρατούσαν σημειώσεις. Θυμάμαι πόσο με είχε συναρπάσει πριν λίγα χρόνια στη σύγχρονη εποχή του διαδικτύου, όταν ανατρέχοντας στην ιστορία της πόλης μας είδα κάπου μια ζωγραφιά του κάστρου του Βόλου, όπως το ζωγράφισε ο 12χρόνος γιος του καπετάνιου σουηδικού πλοίου που έφτασε στον Βόλο τον Φεβρουάριου του 1779. Έμεινα εντυπωσιασμένος και σαστισμένος, καθώς κάτι τέτοιο έκανα κι εγώ από την ηλικία των 12 ασυναίσθητα, δηλαδή κοιτούσα να συνδυάσω ένα κείμενο με μια μικρή ζωγραφιά. Το κείμενο που συνοδεύει μια ζωγραφιά είναι πολύ πιο συναρπαστικό και παιγνιδιάρικο από ένα σκέτο φύλλο με αραδιασμένες λέξεις. ‘Έτσι πέτυχα στο προσωπικό μου ημερολόγιο να έχω χρώμα, άρωμα και συναίσθημα. Κατά τη διαμονή μου στη Σκωτία και στο Edinburgh για έναν χρόνο ως φοιτητής Erasmus πίσω στο μακρινό 1993 συνήθιζα να συνοδεύω πάντα τα κείμενά μου με κάστρα, οικόσημα και clan, ενώ πολλές φορές ζωγραφίζω τοπία, και ιδιαίτερα το αιώνια αγαπημένο μου μέρος και τόπο των καλοκαιρινών μου διακοπών και αναμνήσεων, το Χορευτό.

«Βλέπω τον εαυτό μου μπροστά στο τζάκι να αφηγούμαι,
ως παππούς πια, το αληθινό παραμύθι της ζωής μου»
Μια άλλη παράμετρος, που πρέπει να αναφερθεί, είναι πως ποτέ δεν ξαναδιαβάζω αυτά που γράφω. Τα γράφω ως ένα ξέσπασμα, ως μία εσωτερική ανάγκη της στιγμής. Μόνο γράφω. Με αφορμή όμως αυτό το κείμενο, ξεφύλλισα στιγμιαία τις πάνω από δύο χιλιάδες σελίδες των ημερολογίων μου. Μέσα στις σελίδες τους, λοιπόν, περιγράφονται στιγμές της ζωής μου που σαφώς κανείς δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτές, για μένα όμως είναι σημαντικές και μπορώ να ανατρέξω σ’ αυτές οποιαδήποτε ώρα, να μπω ξανά στο παρελθόν σαν μια χρονομηχανή απλά ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του. Βλέπω τον εαυτό μου μπροστά στο τζάκι να αφηγούμαι εγώ ο ίδιος σε πρώτο πρόσωπο, ως παππούς πια, το αληθινό παραμύθι της ζωής μου προς τα εγγόνια μου. Πες μας παππού… Ναι παιδάκια μου, θα σας τα αφηγηθώ όλα. Από το πρώτο μου ταξίδι με το τρένο, τα δώρα των γενεθλίων μου, την αποβολή από το σχολείο στο Γυμνάσιο, τον πρώτο μου καλοκαιρινό έρωτα, τα στρωμένα τραπέζια της Πασχαλιάς, τη μάχη των πανελλήνιων στο μακρινό 1990, την επιτυχία μου στη σχολή Ικάρων, την εσωτερική πάλη που έδωσα και την απόφαση που έλαβα τελικά να μην πάω, τα πρώτα μου φοιτητικά ξενύχτια, τα πάρτι, τη γνωριμία μου με τη Λένα, το πρώτο μας ραντεβού, το πρώτο μας φιλί, τη διαμονή μου στη Σκοτία, την αποφοίτησή μου, τη συνέχιση των σπουδών, τον γάμο τον δικό μου, αλλά και από τις αδερφές μου, το φανταριλίκι, τον διορισμό μου στο δημόσιο, τη σχέση μου με τους συναδέλφους, τα συναισθήματα για τους προϊσταμένους, τις γεννήσεις των παιδιών μας, το πρώτο τους κλάμα, καθώς βρέθηκα στην αίθουσα τοκετού, αργότερα το πρώτο κουδούνι στο σχολείο, τη δική τους επιτυχία στο πανεπιστήμιο μετά από 30 χρόνια από τη δική μου, την ενασχόλησή μου με τα κοινά, τα έξι χρόνια απόσπασης σε πολιτικό γραφείο, τη γνωριμία μου με πρώην πρωθυπουργούς και πολιτικούς και την εντύπωση που μου προκάλεσαν, αλλά και κακές στιγμές, τον θάνατο αγαπημένων μου προσώπων, χαμό φίλων από ατυχήματα, πώς έχω γλυτώσει κι εγώ ο ίδιος από του χάρου τα δόντια όταν έπεσε ο περιστρεφόμενος ανεμιστήρας στην Γ΄ Λυκείου στο 3ο Λύκειο που γύρναγε πάνω από το κεφάλι μου και άλλαξα θέση εκείνη ακριβώς τη στιγμή και πολλές – πολλές άλλες εικόνες και αναμνήσεις που δεν θέλω να τις μοιραστώ με κανέναν και αυτά που σας ανέφερα ήδη είναι υπεραρκετά. Το έκανα μόνο και μόνο για να δείτε τις συγκινήσεις που μπορεί να σας προσφέρει ένα ταπεινό ημερολόγιο.
Γι’ αυτό αν είναι κάτι που θέλω να περάσω σήμερα στους αναγνώστες είναι να αγαπήσουν το να γράφουν. Εκτός του ότι με τον καιρό θα δημιουργήσουν έναν σπουδαίο οικογενειακό θησαυρό, θα μπορέσουν να αυτοβελτιωθούν και να εκφράσουν συναισθήματα που δεν μπορούν να τα βγάλουν ούτε μιλώντας με γονείς ούτε με τους φίλους, αλλά ούτε με ψυχολόγους. Και σε απάντηση όσων ενδεχομένως αναρωτηθούν τι να το κάνει κάποιος το ημερολόγιο με το στυλό και το χαρτί τον 21ο αιώνα μέσα στην οργιώδη πληροφόρηση που υπάρχει τόσο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από το f/b, την tv, τα πάντα καταγράφονται και τα πάντα βγαίνουν στον αέρα σε 1’ , τους απαντώ πως το προσωπικό ημερολόγιο έχει άλλο σκοπό. Έχει σκοπό να καταγράψει τις δικές σου στιγμές και ενδεχομένως τη σύνδεσή σου με ένα γεγονός της ιστορίας. Το πώς βίωσες εσύ κάτι. Λίγοι θα θυμούνται ίσως το μεγάλο συλλαλητήριο στη Θεσσαλονίκη στις 14-2-1992 για το όνομα Μακεδονία. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει. Όμως ήμουν κι εγώ εκεί. Φώναξα μαζί με χιλιάδες κόσμο εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του Φλεβάρη η Μακεδονία είναι Ελληνική και μπορώ να το ζήσω ξανά και ξανά μέσα από το ημερολόγιό μου. Έχει αυτό κάποιο νόημα; Μπορεί και όχι. Όμως, ασυναίσθητα, μ’ όλα αυτά τα μικρά κειμενάκια καταγράφεται η ιστορία της οικογένειας. Αυτό αποτελεί κατ’ εμέ και τον βασικό του σκοπό. Η ιστορία της κάθε οικογένειας χάνεται στη λήθη του χρόνου. Πόσα παραπάνω θα γνώριζα για την οικογένειά μας, αν έστω κάποιος πρόγονος είχε κρατήσει έστω και λίγες σημειώσεις για τον εαυτό του και τους γύρω του.

«Ο Άη Βασίλης μαζί με τα άλλα δώρα
να χαρίσει κι ένα ημερολόγιο στα παιδιά»
Κλείνοντας αναφέρω ότι ο παππούς Νικήτας έχει δωρίσει σε όλα του τα εγγόνια, και τα εννιά, από ένα ημερολόγιο. Είναι παράδοση στο σπίτι μας με τον ερχομό ενός νέου μέλους να δωρίζεται και ένα ημερολόγιο. Εκεί θα μπορέσει να γράψει αργότερα την πρώτη του λεξούλα και την πρώτη του ζωγραφιά. Μια απλή γραμμούλα. Όμως θα είναι αληθινά σπουδαία. Και είναι σίγουρο πως μόλις συμπληρώσεις και την τελευταία σελίδα, το ημερολόγιό σου, έχει αποκτήσει τεράστια υπεραξία. Θα ήθελα λοιπόν φέτος ο Άη Βασίλης μαζί με τα άλλα δώρα να χαρίσει κι ένα ημερολόγιο στα παιδιά. Μέσα από τα γραπτά τους θα ανακαλύψουν τον πραγματικό τους εαυτό και τις αληθινές τους δυνατότητες. Όμως είναι κάτι που θα ξεκινήσουν εκατό άνθρωποι, αλλά μόνο ένας θα το συνεχίσει. Κι αυτό από μόνο του είναι μια πρόκληση. Καλή χρονιά.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το