Άρθρα

Ατομικότητα και κοινωνικότητα

Του Δημήτρη Σιάτρα

προδιάθεση
Είναι αυτονόητο ότι οι δυο καθοριστικές ιδιότητες του ανθρώπου, η ατομικότητα και η κοινωνικότητα, διαμορφώνουν την κατάσταση, τους λειτουργικούς μηχανισμούς, την παραγωγική ικανότητα και την ηθική ποιότητα της ανθρώπινης συνύπαρξης. Η πρώτη ιδιότητα αποδίδει τη φυσική υπόσταση του ανθρώπου (άτομο) και η δεύτερη το γενεσιουργό αίτιο της ανθρώπινης συνύπαρξης που παρίσταται ως το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων και δράσεων (κοινωνία). Επομένως, η οικεία θεματική ενσωματώνει τους όρους: άτομο και κοινωνία.

άτομο
Στον άνθρωπο είναι προσδιοριστικά δυο εξαιρετικά αναπτυγμένα στοιχεία του: α. η ψυχοπνευματική του σύσταση, που γεννά άπειρες και μοναδικές ατομικότητες μέσα στον κόσμο του, και β. η κοινωνικότητα, που τον ορίζει ως ενεργητικό ον μέσα στον κύκλο των ομοίων του. Το πρώτο στοιχείο συντίθεται από το σύνολο των εντυπώσεων, των συναισθημάτων, των επιθυμιών και των διανοημάτων του ατόμου, του οποίου η αυτονόητη ιδιοσυστασία αποτελεί μια από τις άπειρες εκφάνσεις της ανθρώπινης οντότητας. Το δεύτερο στοιχείο συνίσταται στη θέληση και τη δυνατότητα του ατόμου για επικοινωνία και ενεργοποίηση μέσα στην ανθρώπινη ομάδα. Η ενεργοποίηση του ατόμου, ως παραγωγικό αίτιο αποτελεσμάτων, έχει ιστορικό χαρακτήρα.
Ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, έχει θεωρηθεί η φαντασία του, τουτέστιν η ατομική ικανότητά του να εμπνέεται και να συλλαμβάνει νέες μορφές του κόσμου και της ζωής.1 Η ατομική αυτή ικανότητα αποτελεί προϋπόθεση κάθε πρωτογενούς ανθρώπινης δημιουργίας.
Το άτομο εμφορείται από μια αγωνιστική διάθεση που ερείδεται σε δυο δικαιολογητικές βάσεις: α. στην αναγκαία προσπάθεια για την επιβίωσή του και για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της ζωής του, β. στην ψυχολογική τάση του να διακριθεί ανάμεσα στα συμβιούντα μ’ αυτό άτομα, πράγμα που υποδηλώνει αφ’ ενός την ανάγκη του για υπαρξιακή αυτοεπιβεβαίωση και αφ’ ετέρου την επιδίωξή του για εξασφάλιση μιας πλεονεκτικής θέσης με τα αυτονόητα ευεργετικά παρακολουθήματά της. Η τάση αυτή του ατόμου επαληθεύεται από τη συμμετοχή του στις πάσης φύσεως διαγωνιστικές – ανταγωνιστικές διαδικασίες (αθλητικοί αγώνες, διεκδικήσεις επιστημονικών και πνευματικών διακρίσεων, πολιτικές αναμετρήσεις). Η κοινωνία ενισχύει αυτή την τάση του ατόμου, για λόγους εκτόνωσής του και για εξασφάλιση των ανώτερων ανθρώπινων επιδόσεων.
Στην αγωνιστική τάση του ατόμου, στηρίζονται και τα πάσης φύσεως κινήματα, που επιδιώκουν να πραγματοποιήσουν τα πιστεύω ή τα συμφέροντα των μελών τους (ατόμων). Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των συνδικάτων, που υπερασπίζονται τα επαγγελματικά συμφέροντα συνασπισμένων ατόμων.

κοινωνία
Ο όρος «κοινωνία» αποδίδει την έννοια μιας αφαίρεσης, δηλαδή μιας γενικής παράστασης του συνόλου των ανθρώπινων σχέσεων και δράσεων, άσχετα προς τα συγκεκριμένα υποκείμενα. Αυτή η έννοια της κοινωνίας διανοίγει ένα εκτεταμένο πεδίο προβληματισμών και διερευνήσεων σχετικά με τα συνεκτικά στοιχεία της συλλογικής ανθρώπινης ζωής. Τέτοια στοιχεία είναι οι συναρτώμενες οικονομικές λειτουργίες, οι προδιαγραφές του πολιτικού καθεστώτος, οι δικαιικές ρυθμίσεις, η ομοιότροπη εκπαίδευση, οι επιστημονικές διαφωτίσεις και εφαρμογές, τα πολιτιστικά κεκτημένα και τα ομαδικά ήθη, που δημιουργούν ένα αξεδιάλυτο πλέγμα ολιστικών αιτιοτήτων. Η αξιολογική θεώρηση της κοινωνικής ζωής βασίζεται στις εκτιμήσεις των κατ’ ιδίαν φαινομένων της και στην επίγνωση των παραγόντων του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η ορθολογική εκτίμηση των κοινωνικών φαινομένων προϋποθέτει: βάσιμες διαγνώσεις των γενεσιουργών τους αιτίων, αποτιμήσεις των συνεπειών τους και συγκριτικές παραθέσεις τους με τα παρεμφερή και τα αντίθετα κοινωνικά φαινόμενα.2
Είναι ευνόητο ότι η φυσιογνωμία μιας ανθρώπινης κοινωνίας διαμορφώνεται από ορισμένους καθοριστικούς παράγοντες, όπως οι γεωφυσικές συνθήκες, οι παραγωγικές μέθοδοι, η τεχνολογική ανάπτυξη, οι παραδόσεις και τα ήθη, το θρήσκευμα, η πολιτισμική στάθμη, οι ιστορικές διαδρομές και η πολιτική συνθήκη. Όταν τα στοιχεία αυτά είναι ιδιάζοντα, η κοινωνία αποκτά μια ιδιαιτερότητα, όπως συμβαίνει με τις κοινωνίες της Άπω Ανατολής, της Κεντρικής Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής κ.λπ.
Η κοινωνία έχει πάντοτε μια ιστορική διάσταση. Το παρόν της ενσωματώνει τις τρέχουσες συνθήκες, τις διαμορφωμένες καταστάσεις και εμπειρίες του παρελθόντος, καθώς και τους προσχεδιασμούς του μέλλοντος. Σ’ ό,τι αφορά την εσωτερική συνοχή της, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, με τον όρο «κοινωνικό φαντασιακό», εξέφρασε συνολικά τις κυρίαρχες σημασίες που την εξασφαλίζουν (πατρίδα, έθνος, πολιτεία, δίκαιο, ηθική, πολιτιστικές καταβολές κ.λπ.). Το «κοινωνικό φαντασιακό», που εμπνέει τη δημιουργία των θεσμών, μπορεί να νοηθεί ως η δημιουργική ικανότητα που εκδηλώνεται εκεί που συμβιώνουν άνθρωποι. Κατά τον Κορνήλιο Καστοριάδη, «η κοινωνία μπορεί να ζήσει μόνον όσο δημιουργεί σημασίες. Σημασία σημαίνει ιδεατότητα…, δηλαδή κάτι το πολύ σημαντικό, … ένα αδιόρατο, εμμενές στην κοινωνία στοιχείο».3 Στο αδιόρατο αυτό εμμενές θεμελιώνονται οι θεσμοί.

συνύπαρξη
Είναι αυτονόητο ότι τα ψυχοπνευματικά χαρακτηριστικά και οι ενεργοποιήσεις της ανθρώπινης μονάδας, στην πολλαπλασιαστική εκδοχή της, διαμορφώνουν τη γενική παράσταση των ανθρώπινων σχέσεων και δράσεων, δηλαδή της ανθρώπινης συνύπαρξης, που αξιολογείται με τα ισχύοντα κάθε φορά πνευματικά, ηθικά, πολιτιστικά και κοινωνικά κριτήρια. Οι ιδιότητες των ατόμων εγγράφουν αντίστοιχα χαρακτηριστικά στην παράσταση της κοινωνίας. Επομένως, το άτομο δεν βρίσκεται απέναντι ούτε μέσα στην παράσταση αυτή, αλλά αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της, το οποίο συγχρόνως διαμορφώνεται από τους θεσμούς και τις γενικές παραδοχές που ισχύουν μέσα σ’ αυτή.
Εφόσον η κοινωνία δεν είναι το σύνολο των ατόμων που συνυπάρχουν σ’ έναν ορισμένο χωρο-χρόνο, αλλά το σύνολο των μεταξύ τους σχέσεων και δράσεων, τότε η λεγόμενη «κρίση της κοινωνίας», με εξαίρεση τις ιδιάζουσες πολιτικές καταστάσεις και τις έκτακτες ιστορικές συνθήκες, είναι και κρίση των ατόμων που παράγουν το κοινωνικό πλέγμα. Για τις ηθικές πτώσεις, για τους εκφυλισμούς, για την παραβατικότητα των κανόνων της ανθρώπινης συνύπαρξης, για τη συσκότιση των κριτηρίων του καλού και του κακού, τα άτομα δεν είναι ανεύθυνα. Ενώ μπορούν, με τη δύναμη των καθολικών (λαϊκών) στάσεων και εκφράσεων, να αλλάξουν τα κακώς κείμενα ή να επιβάλουν τα αναγκαία, εντούτοις σύρονται, συχνότατα, δίκην αγέλης, πίσω από συνθήματα – προτροπές που εξυπηρετούν τα ιδιοτελή συμφέροντα των καλούντων.
Η «κοινωνία», ως παράσταση ανθρώπινων σχέσεων και δράσεων, προϋποθέτει τη συνύπαρξη ανθρώπων σε ορισμένο χωρο-χρόνο. Και η συνύπαρξη αυτή προϋποθέτει: α. την υπέρβαση της οντολογικής συνθήκης κατά την οποία, για το άτομο, οι «άλλοι» βρίσκονται έξω από τον κύκλο τον οποίο αυτό σχηματίζει για τον εαυτό του. Χαρακτηριστική είναι επ’ αυτού η παρατήρηση του Gabriel Marcel, ότι: «…δεν μπορώ να σκεφθώ τον εαυτό μου ως υπάρχοντα, παρά μόνον όταν αισθάνομαι ότι αυτός δεν είναι οι άλλοι»,4 β. την προσαρμογή του εγώ, ως αίσθησης του εαυτού, στην κοινωνική ανάγκη, γ. την αναγνώριση της ύπαρξης του «άλλου» ως ελευθερίας, δ. τον αυτοπεριορισμό του ατόμου σ’ ό,τι αφορά την κτητική του τάση.
Ανάμεσα στην ατομικιστική κοινωνιολογία του H. Spencer και στην κοινωνιοκεντρική κοινωνιολογία του A. Comte έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές σχετικά με τη θέση του ατόμου στην οργανωμένη ανθρώπινη συμβίωση (κοινωνία). Χαρακτηριστική είναι η άποψη του V. Pareto, που εκκινά από την ψυχική υπόσταση του ατόμου και καταλήγει στη θεματική της κοινωνικής ισορροπίας. Ο ίδιος θεωρεί ότι η συνήθης πρακτική του ανθρώπου – ειδικά η σχετική με την άσκηση της πολιτικής – είναι μη λογική. Σε κάθε εποχή υπάρχουν ταμπού, υστερικές φαντασιώσεις, καθώς και οι ίδιες προσωπικές ελαττώσεις, που προκαλούν την άλογη ανθρώπινη συμπεριφορά.5

αντί συμπεράσματος
Η ψηλάφηση της σχέσης ανάμεσα στο άτομο και στην κοινωνία εκκινά, κατά κανόνα, από την ψευδή αίσθηση ότι, σε σχέση με μας, η κοινωνία αποτελεί στοιχείο έτερο, και ότι εμείς βρισκόμαστε απέναντί του. Εντούτοις, η παραδοχή ότι η κοινωνία είναι παράσταση των ανθρώπινων σχέσεων και δράσεων οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι η κοινωνία είμαστε εμείς, με τις αυτονόητες διαφορετικότητες, και ότι σ’ αυτή εγγράφονται τα δικά μας καλά και κακά.
Η ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία, που αποτελεί διαμορφωτικό στοιχείο της κοινωνικής παράστασης, έχει βέβαια κάποια αρνητικά – μη καθολικά ευτυχώς – στοιχεία, που έχουν αποδοθεί εμφατικά: α. με τη λατινική έκφραση «homo homini lupus» (=ο άνθρωπος είναι λύκος για τον συνάνθρωπό του), και β. με τη ρήση του T. Hobbes «Status hominum naturalis est bellum omnium in omnis» (= η φυσική κατάσταση των ανθρώπων είναι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων).6
Οπωσδήποτε, η κοινωνικότητα του ανθρώπου, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε άλλες υπαρξιακές αιτίες της, οφείλεται κυρίως στην ανάγκη του να συμβρίσκεται με τους ομοίους του, επειδή η συνύπαρξη αυτή του εξασφαλίζει ένα πλέγμα ζωτικών εγγυήσεων. Επ’ αυτού είναι χαρακτηριστική η ρήση του Αριστοτέλη: «…ο μη δυνάμενος κοινωνείν ή μηδέν δεόμενος δι’ αυτάρκειαν ουδέν μέρος πόλεως, ώστε ή θηρίον ή θεός» (=όποιος δεν μπορεί να ζη μέσα στην κοινωνία ή όποιος δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει θέση μέσα στην πόλη, επειδή είναι ή θηρίο ή θεός).7
Είναι εξόφθαλμο ότι η κοινωνία, ως παράσταση της ανθρώπινης συμβίωσης, είναι γεμάτη στίγματα δηλωτικά των ανθρώπινων αδυναμιών. Η κάθαρση της συμβίωσης αυτής προϋποθέτει την κάθαρση του ανθρώπου. Πρόκειται βέβαια για τις δύο όψεις της ίδιας ουτοπίας, η οποία ωστόσο σηματοδοτεί το γενικό ανθρώπινο χρέος.

Σημειώσεις
1. Βλ. Κορνήλιου Καστοριάδη, Η άνοδος της ασημαντότητας, μτφ. Κ. Κουρεμένος, Αθήνα 2020, σελ. 149-150.
2. Βλ. Δ. Σιάτρα, Κοινωνία και Δίκαιο, Αθήνα 2016, σελ. 11-12.
3. Βλ. Κορνήλιου Καστοριάδη, όπ.π., σελ. 216.
4. Gabriel Marcel, Μεταφυσικό ημερολόγιο (1928-1933), σημ. της 11-11-1932, μτφ. Ν. Μακρής, Αθήνα 1978, σελ. 119.
5. Βλ. Οι κλασικοί της Κοινωνιολογίας, επιμ. F. Ferrarotti, εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, χ.χ., σελ. XLI, 167.
6. T. Hobbes, De cive, Κεφ. Ι, παρ. ΧΙΙ.
7. Αριστοτέλους, Πολιτικά, Α2, 1253 α, 33-35.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το