Πολιτισμός

Από τη συλλογή μου…

Της Βασιλείας Γιασιράνη-Κυρίτση

Έχοντας τα στοιχεία της πολιτιστικής παράδοσης ζωντανά στη μνήμη και στον χώρο μου θέλησα να κάνω γνωστή τη συλλογή των ενδυμασιών προσφέροντας στους νέους ανοίγματα οριζόντων και προκαλώντας τους σε καινούργιους τομείς έρευνας. Η Αγγελική Χατζημιχάλη έλεγε πως η φορεσιά ήταν οι ρίζες μας, ο τόπος μας, έδειχνε τον καθρέφτη του ανθρώπου που τη φορούσε και ο πλούτος της ήταν μοναδικός.

Φυλαγμένη σε μπαούλο στο πυργόσπιτο της Ανωμαλιάς για χρόνια, ως ενθύμιο της γιαγιάς τους, φορεμένη σε γιορτές και γλέντια της περιοχής, χειροποίητη συνέδεε τον χρόνο ζωής της με τις επόμενες γενιές της οικογένειας, αντιπροσώπευε την εποχή της στην ύπαιθρο, κουβαλώντας τα μηνύματα του τόπου προέλευσης, της οικογενειακής κατάστασης και της κοινωνικής της θέσης. Έλειπαν τα κοσμήματα και τα στολίδια της που την έκαναν πιο ιδιαίτερη.

Η φορεσιά αυτή είχε ένα χασεδένιο εσώρουχο, την ασπρούδα που ήταν μακριά ώς τον αστράγαλο. Είχε τιράντες με δαντέλα φαρδιά στο πλάι και μπροστά και αντί για τον κορμά, είχε ένα χασεδένιο πουκάμισο που κατέληγε σε φαρδύ βολάν με τριπογάζι και δαντελίτσα στην άκρη και δυο σειρές δαντέλα στο v άνοιγμα του λαιμού. Από τη μέση και κάτω έμπαινε το άσπρο μισοφόρι.

Η οικογένεια στο πανηγύρι της Γουρίτσας

Το κοντογούνι ήταν ένα είδος ζακέτας βελούδινης μαύρης, με κοντό όρθιο γιακά, είχε μακριά μανίκια και ήταν φοδραρισμένο με χρωματιστό ύφασμα βυσσινί με λαχούρ σχήματα. Μπροστά στο στήθος ήταν ανοιχτό, σε τρόπο που να φαίνεται το άσπρο πουκάμισο. Κύριο χαρακτηριστικό του κοντογονιού ήταν η αρματωσιά του, φτιαγμένη με πολλά και κεντίδια, με δαντέλα μαύρη, με σιρίτια και κορδονέττα καφέ και χρυσά που σκέπαζαν τα μανίκια και τις παρυφές του. Είχε και άλλα στολίδια που τα έχασε στη χρήση της από τις εγγονές της Ευθυμία και Αγγελική στις σχολικές γιορτές.

Η φούστα ήταν φαρδιά από βυσσινί ύφασμα με βυσσινί πιο σκούρο τελείωμα, αλλά δεν έφτασε στα χέρια μου. Τη συμπλήρωσα με πράσινο ύφασμα με τη φαρδιά ζώστρα στη μέση, πάνω από την άσπρη ποδιά, μεταξωτή, χωρίς κρόσια, ίδιο χτυπητό χρώμα με τη φούστα που τα δυο της άκρα αφήνονταν να πέσουν στη δεξιά πλευρά, ύστερα απ’ το δέσιμο.

Η ποδιά ήταν άσπρη από μεταξωτό ύφασμα λεπτό, όχι μονοκόμματο, ενωμένο με δαντέλες χειροποίητες ενδιάμεσα και στο τελείωμα και με μια μικρή τσέπη στη δεξιά πλευρά, στολισμένη επίσης με την ίδια δαντέλα.

Συνόδευε το κεφαλομάντηλο, το καλαμκερί ή καλεμκερί, λίγο «ταλαιπωρημένο», ένα είδος τσεμπεριού αραχνοΰφαντο και σε καφετί χρωματισμό με σχέδια, στολισμένο με μπιμπίλα, που εμφανίστηκε στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.

Ο Ανάργυρος με το μαντολίνο, η Παναγιώτα με τις κόρες τους στη Γουρίτσα

Τα χρόνια πέρασαν και η φορεσιά μετακόμιζε πότε στο διώροφο σπίτι της Αναλήψεως, πότε στη Νέα Ιωνία, στην Καισαρείας, ώσπου πριν μερικά χρόνια, αφού δεν άντεχε άλλες μετακομίσεις, κατέληξε προς μεγάλη μου χαρά στο σπίτι μου. Ποια ήταν, όμως, αυτή η γυναίκα που τη φορούσε και ποια η οικογένειά της… ήθελα να τη γράψω, για να ξέρουν και τα παιδιά μου που τους την αφήνω. Να ξέρουν την ιστορία της.

Η Ανθιμή Παχνιστή, μια λεβεντόκορμη νεαρή, ψηλή και αρχοντοκόρη από την Ανωμαλιά, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, το 1896 παντρεύτηκε τον Θεοφάνη Κοντοζήση, κτηματία που έμενε σε δίπατο, πέτρινο σπίτι, στην οδό Αναλήψεως.

Νοικοκύρης ήταν, εργατικός, τίμιος, φρόντιζε την οικογένειά του, γνωστός στον περίγυρό του μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο για τα κτήματά τους και τις επαφές τους με την πολεοδομία του Δήμου Παγασών γύρω στα 1890. Πήρε μεγάλη πίκρα σαν πέθανε νήπιο το πρώτο του παιδί ο Δημήτρης. Απόκτησε μετά την Παρασκευή, τη Μαρίκα, τη Δήμητρα, που την ονόμασε έτσι για να θυμάται τον Δημήτρη, και την Παναγιώτα. Τέσσερα κορίτσια του έδωσε ο Θεός, τα οποία μεγαλώνοντας φρόντισε να τα αποκαταστήσει. Η Ανθιμή ήταν σπουδαία μητέρα και ανέθρεψε τις κόρες της με τις αρχές της οικογένειας της χωρίς να τους λείψει τίποτα… Δεν είχαν, όμως, καλό τυχερό…

Η Παρασκευή έμεινε άγαμη να μεγαλώσει τα παιδιά της μικρότερης αδελφής Παναγιώτας που χήρεψε νωρίς. Η Μαρίκα παντρεύτηκε τον Απόστολο Τσώμο, κουρέα, που είχε μαγαζί στην Καρτάλη πάνω από τη Δημητριάδος, συμπλήρωσε την ευτυχία της με ένα αγοράκι που, όμως, πέθανε ημερών από ελονοσία, που εκείνα τα χρόνια στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα θέριζε τον Βόλο και την περιοχή. Έμεινε άτεκνη και το παράπονό της την μαράζωσε. Η Δήμητρα παντρεύτηκε τον Στέργιο Γαλατσάνο, κτηματία από τη Ζαγορά, αλλά δεν απόκτησε παιδιά. Και τέλος η μικρότερη, η Παναγιώτα, παντρεύτηκε σε ηλικία 31 χρονών τον κατά δέκα χρόνια μικρότερό της Ανάργυρο Μουλιό, κτηματία, από την Αγία Παρασκευή.

Η Παναγιώτα στο φουρναριό ετοίμαζε το φόρτωμα

Η ιστορία αυτής της αδελφής ήταν διαφορετική. Ωραία γυναίκα η Παναγιώτα, από γνωστή οικογένεια, δυσκολευόταν να παντρευτεί βλέποντας τις τύχες των αδελφών της. Και περίμενε… ώσπου ο 21 έτους Ανάργυρος ερωτευμένος τρελά την απειλούσε ότι θα την κλέψει. Ωραίο παλικάρι ήταν, λεβέντης, μελαχρινός με πλούσια σπαστά μαλλιά, είχε ευαισθησίες, αγαπούσε τη μουσική και έπαιζε μαντολίνο, κτήματα είχε, της άρεσε και… ενέδωσε. Μετά την Κατοχή τον παντρεύτηκε. Εγκατεστημένοι στο μεγάλο κτήμα της Ανωμαλιάς ζούσαν με τη φροντίδα των χωραφιών τους, είχαν δε μαζί και την Ανθιμή. Ο Θεοφάνης είχε πεθάνει λίγο πριν την Κατοχή το 1940. Το πρώτο παιδί της Παναγιώτας, αγόρι, πέθανε μικρό. Είχε τέτοια βιώματα η οικογένεια… Προσπάθησαν να το ξεπεράσουν με την απόκτηση της Αγγελικής και της Ευθυμίας που μεγάλωναν με τη φροντίδα ιδιαίτερα της γιαγιάς Ανθιμής, η οποία πέθανε το 1953. Η Αγγελική έγινε Κούλα παντρεύτηκε τον Κων/νο Ορφανίδη, υπάλληλο της ΔΕΗ, απόκτησε δική της οικογένεια και έμεινε στη Θεσ/νίκη. Η Ευθυμία, ήταν Ανθιμή, το όνομα της γιαγιάς, αλλά επειδή δεν ήταν χριστιανικό, ο ιερέας που τη βάφτισε την είπε Ευθυμία. Αυτή παντρεύτηκε τον Νικόλαο Δημητριάδη που είχε προσφυγικές ρίζες, έφυγε από το πατρικό της, εγκαταστάθηκε στην Καισαρείας και έκανε τη δική της οικογένεια. Όμως και η Παναγιώτα δεν στάθηκε τυχερή. Γιατί δεν έζησε πολλά χρόνια με τον Ανάργυρο. Η τύχη της επιφύλασσε άλλα σχέδια. Ένα τυχαίο γεγονός της άλλαξε τη ζωή τη δική της και των παιδιών της. Ένα απόγευμα του 1948, Δεκέμβριος μήνας ήταν με πολύ κρύο, ο Ανάργυρος κατέβαινε την Ιωλκού με την καλοφτιαγμένη σούστα του να πάρει ξύλα να τα δώσει στον καρδιακό του φίλο. Την ώρα εκείνη ανέβαινε προς τα πάνω ένα αυτοκίνητο του στρατού με αλυσίδες, το άλογο της σούστας του φοβισμένο από τον πόλεμο, γιατί ήταν επιταγμένο και πριν λίγες μέρες είχε δοθεί στο αφεντικό του, αφηνίασε. Τότε ο Ανάργυρος προσπάθησε με το σακάκι του να καλύψει το κεφάλι του αλόγου του και στην προσπάθειά του έπεσε από τη σούστα στον δρόμο και χτύπησε στο κεφάλι.

Μαζεύτηκε κόσμος, προσπάθησαν να τον βοηθήσουν, αλλά μέχρι να τον μεταφέρουν στο Αχιλλοπούλειο Νοσοκομείο ξεψύχησε. Ήταν παραμονή του Αγίου Νικολάου. Θρήνησε όλη η Ανωμαλιά για τον άδικο χαμό του νεαρού Ανάργυρου που έφυγε τόσο νωρίς. Θρήνησε περισσότερο η Παναγιώτα που στα 37 της χρόνια έμεινε χήρα με 3 ορφανά… Γιατί ήταν έγκυος στο αγόρι που γεννήθηκε λίγους μήνες αργότερα και το ονόμασε Ανάργυρο, δίνοντας το όνομα του άντρα της. Η Παναγιώτα στάθηκε μάνα και πατέρας στα παιδιά της. Δούλεψε σκληρά μονάχη στο μεγάλο της κτήμα, πάλεψε να τα μεγαλώσει και να πάρουν τον δρόμο τους. Στο κτήμα που ήταν καταφύγιο της οικογένειας, με τα πέτρινα πεζούλια, το φουρναριό, το καλντερίμι που άφηναν τη σούστα, τον πύργο, η γιαγιά Ανθιμή μάζευε τα κλωσσοπούλια της, τα βοηθούσε, τα συμβούλευε.

Δεξιά Ανθιμή Παχνιστή με την κόρη της Μαρίκα και τον γαμπρό της Τσιώμο

Ο πύργος ήταν τριώροφος, 15 σκαλοπάτια ανέβαιναν στον πρώτο όροφο που ήταν το κατώι για την αποθήκη… τα ζωντανά ήταν σε ένα υπόστεγο απέναντι. Μια ξύλινη σκάλα με 18 σκαλοπάτια ανέβαινε στον δεύτερο όροφο που ήταν η κουζίνα με τον νεροχύτη, το βρυσάκι, τον πάγκο, το κελάρι και ένα υπνοδωμάτιο, άλλα τόσα σκαλοπάτια ανέβαιναν στον τρίτο όροφο που ήταν το «καλό» δωμάτιο με το μαγκάλι και δίπλα ένα υπνοδωμάτιο με το τζάκι…

Εξωτερικά υπήρχε ένα ξύλινο χαγιάτι σκεπαστό, κλειστό από την πάνω πλευρά με ένα παράθυρο που έβλεπε το Πήλιο και όλον τον Παγασητικό. Εδώ μεγάλωσαν τα παιδιά. Με τους σεισμούς του 1954 έπαθε ρωγμές και δεν μπορούσαν πλέον να μείνουν, αν και οι πέτρινοι τοίχοι κρατούσαν ακόμη γερά… όπως και η ψυχή του. Για να πάρουν δάνειο να κτίσουν καινούριο σπίτι, έπρεπε να γκρεμίσουν το πυργόσπιτο. Τους χρειαζόταν, και έγιναν δυο δωμάτια όπου έμεναν η οικογένεια.

Αργότερα ένα μέρος του κτήματος πήρε ο Ανάργυρος (Αργύρης), εργοδηγός στα Τσιμέντα, παντρεμένος με την Καλλιόπη Καραμπουλιάνη, έκανε οικογένεια και προέκτεινε το παλιό σπίτι. Κανείς τους δεν ξέχασε το πυργόσπιτο και πέρασε τις μνήμες, το δέσιμο και την αγάπη της οικογένειας στα παιδιά και στα εγγόνια. Οι ρίζες τους δεν κόπηκαν και οι αξίες έμειναν… Το ότι εγώ απόκτησα τη φορεσιά, μάλλον ήμουν η τυχερή…

Πηγές: https://www.topoikaitropoi.gr, μαρτυρία Έφης Μολιού Δημητριάδη, Βασιλείας Γιασιράνη, αρχείο ΔΗΚΙ, συνεδριάσεις του Δήμου Παγασών 1890, Αγγελικής Χατζημιχάλη «Η Ελληνική Φορεσιά», εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1978.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το