Τοπικά

Aναβιώνει θρυλική ντισκοτέκ του Πηλίου – Πίσω από τα deck θα βρεθεί και πάλι ο Δημήτρης Βλαχούτσος

Ο Δημήτρης Βλαχούτσος, πρώην ιδιοκτήτης του δισκοπωλείου «Τοξότης» στον Βόλο και d.j. στην παλιά ντισκοτέκ «Κένταυρος» στην Πορταριά, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς θα βρεθεί και πάλι πίσω από τα deck, με αφορμή το πάρτι που είναι προγραμματισμένο για την 1η Μαρτίου και θα γίνει για 4η συνεχόμενη χρονιά από το Xenia Palace Portaria και τον Εκπολιτιστικό Σύλλογο Πορταριάς «Το Ορμίνιο».

Η αναβίωση της θρυλικής disco, που στεγαζόταν στο Ξενία Πορταριάς (στον ίδιο χώρο σήμερα λειτουργεί το συνεδριακό κέντρο της ξενοδοχειακής μονάδας), έχει τύχει μεγάλης ανταπόκρισης από νέους και παλιούς, που αγαπούν την εποχή εκείνη. Τις προηγούμενες χρονιές, η νοσταλγία περίσσεψε για τους λάτρεις των ’80s, οι οποίοι πάνω απ’ όλα είχαν την ευκαιρία να… ξεδιπλώσουν τις χορευτικές τους ικανότητες, απολαμβάνοντας παράλληλα τραγούδια που έχουν μείνει αξέχαστα μέχρι σήμερα.

Ο «Κένταυρος» άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1960. Πέρα από το πλεονέκτημα της ασύγκριτης θέας σε όλο τον Βόλο και τον Παγασητικό από το σημείο όπου είναι χτισμένο το Ξενία Πορταριάς, η πηλιορείτικη ντισκοτέκ έχει μείνει αλησμόνητη για το πόσο διασκέδαζαν όλοι εκεί. «Στο κτίριο εξωτερικά κυριαρχούσε το παραδοσιακό στυλ, ενώ με το που έμπαινες στη ντισκοτέκ, δέσποζε ένας μεγάλος πίνακας του Τσιρογιάννη, ο οποίος είχε καταγωγή από την Πορταριά και απεικόνιζε έναν Κένταυρο. Θεωρώ πως ήταν μία από τις ομορφότερες disco σε ολόκληρη τη Θεσσαλία και όχι μόνο», θυμήθηκε ο κ. Βλαχούτσος, 68 ετών σήμερα, ο οποίος στους περισσότερους είναι γνωστός, λόγω της ενασχόλησής του με τα κοινά. Επί σειρά ετών υπηρέτησε την Τοπική Αυτοδιοίκηση, είτε ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, είτε ως πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Πορταριάς. Ωστόσο, πριν αφοσιωθεί στα πολιτικά δρώμενα του τόπου του, το όνομά του ήταν ευρέως γνωστό σε πολύ κόσμο, αφού υπήρξε d.j. στην ντισκοτέκ «Κένταυρος». Δούλεψε εκεί από το 1978, τη χρονιά δηλαδή που άνοιξε στον Βόλο το δισκοπωλείο «Τοξότης» και το οποίο λειτούργησε επί 21 συναπτά έτη στη συμβολή των οδών Κ. Καρτάλη και Ανθ. Γαζή, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80. «Όταν πρωτολειτούργησε, θυμάμαι πως έβαζε μουσική ο Αγριγιάννης, ιδιοκτήτης του δισκάδικου «ABC» στον Βόλο. Εγώ πρώτη φορά δούλεψα ως d.j. σε ηλικία 26 ετών. Μόλις είχα ανοίξει το δικό μου μαγαζί κι έμεινα μέχρι το 1987, όταν πλέον η εποχή του βινυλίου περνούσε ανεπιστρεπτί, ενώ είχαν αρχίσει να αλλάζουν και τα γούστα της νεολαίας», είπε χαρακτηριστικά.

Στα πάρτι που γίνονταν τότε στον «Κένταυρο», η πίστα… έπαιρνε φωτιά. «Το μαγαζί χωρούσε κοντά στα ογδόντα άτομα, ενώ το καλοκαίρι ήταν κάπως καλύτερα, γιατί χρησιμοποιούνταν και η αυλή. Η πίστα ήταν ξύλινη, με την κλασική ντισκομπάλα στο κέντρο και τα φωτορρυθμικά. Γύρω-γύρω ήταν τα τραπέζια, ενώ στο βάθος υπήρχε το τζάκι, που τον χειμώνα δεν σταματούσε να καίει. Βέβαια, κανείς δεν ερχόταν στον «Κένταυρο» για να καθίσει. Όλοι χόρευαν ασταμάτητα», είπε ο κ. Βλαχούτσος, ενώ στη συνέχεια τόνισε το πόσο δημοφιλής υπήρξε η συγκεκριμένη ντισκοτέκ: «Στις «χρυσές» εποχές της disco, παρότι οι μετακινήσεις δεν ήταν εύκολη υπόθεση, έπρεπε να έχεις φροντίσει από πριν να κλείσεις τραπέζι για να μπεις μέσα, ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Εξίσου αξέχαστα έχουν μείνει τα πάρτι από τους μαθητές των αθηναϊκών κολλεγίων, που έκαναν εκδρομές στο Πήλιο και κατέλυαν στο Ξενία Πορταριάς».

Η επιλογή της μουσικής δεν ήταν εύκολη υπόθεση. «Γενικότερα ικανοποιούσαμε όλα τα γούστα. Βέβαια, κυρίως έβαζα τραγούδια ντίσκο, αλλά και slow για όσους προτιμούσαν τα μπλουζ. Όμως, είχαμε και πολλούς ροκάδες, οι οποίοι λάτρευαν για παράδειγμα τους Scorpions και τους Creedence Clearwater Revival. Δεν έλειπαν και τα ροκ κομμάτια, ώστε να φεύγουν όλοι ευχαριστημένοι από την Πορταριά», επισήμανε ο παλιός d.j., ο οποίος κλείνοντας, αποκάλυψε και μία άλλη «πτυχή» της ντισκοτέκ: «Πολλά από τα ζευγάρια που διασκέδαζαν στον «Κένταυρο», κατέληξαν στα σκαλιά της εκκλησίας. Εκεί γνώρισα τη Μαρία, τη μετέπειτα σύζυγό μου. Έφερε γούρι σε πολλούς. Όμως, τότε μπορούσες ακόμη να διασκεδάσεις, να χορέψεις και να ερωτευθείς. Εκείνες οι εποχές δεν ξανάρχονται. Στις ντισκοτέκ τα πάντα ήταν αλλιώς».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το