Άρθρα

Αναμνήσεις του Ηρακλή Ν. Ντρέγκα (1898 – 1986) από τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή

Επιμέλεια:
Κ. Μαυρομμάτης

Ο Ηρακλής Ν. Ντρέγκας καταγόταν από τα Κανάλια Καρδίτσας, κατατάχτηκε ως δεκανέας πυροβολικού εφίππου μοίρας και υπηρέτησε στη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή.
Λίγο πριν αφήσει τη ζωή αυτή, άφησε τα ακόλουθα απομνημονεύματά του:

Πέρα από τη Σμύρνη
Το 1919, αποβιβαστήκαμε στη Σμύρνη, μαζί με τον συγχωριανό μου Κατέρη Γρηγόριο, που ήταν σταβλοφύλακας (φύλαγε τους στάβλους των αλόγων). Εκεί μείναμε περίπου 15 ημέρες. Τότε παίρνουμε διαταγή να φύγουμε και αφού ακολουθήσαμε τον δημόσιο δρόμο και βαδίσαμε αρκετά, φθάσαμε σε ένα χωριό που λεγόταν Μενεμένη. Εκεί στήσαμε τον καταυλισμό μας. Εκεί μείναμε άλλες 15 ημέρες και μια βραδιά, την ώρα που βάρεσε σιωπητήριο, μας έκαναν επίθεση οι τσέτες (άτακτοι Τούρκοι στρατιώτες)
– Αμέσως εγερτήριο! Συναγερμός! Φωνάζει ο λοχαγός.
Σηκωθήκαμε όλοι. Είχαμε διοικητή του τάγματος έναν ταγματάρχη Παπαδημητρίου, ο οποίος διέταξε να βάλουν τα πυροβόλα τέσσερις ριπές με άσκοπο στόχο, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ούτως ώστε να τρομοκρατηθούν οι τσέτες.
Ασύρματο και τηλέφωνα δεν είχαμε. Μας τα είχαν κομμένα.
Την άλλη μέρα εξαφανίστηκε ο ταγματάρχης, ο διοικητής της μοίρας μας, διότι τον μετέθεσαν επειδή διέταξε άσκοπους πυροβολισμούς και χάθηκαν πολύτιμα πυρομαχικά. Ο σκοπός δε που βλήθηκε πάνω στην κορυφή από τους τσέτες, τραυματίστηκε στο αριστερό χέρι, που βαστούσε το όπλο. Αλλά αυτός αποδείχθηκε σκληρός και δεν κατάλαβε ότι τραυματίστηκε γιατί το τραύμα ήταν ακόμη ζεστό. Έτσι έκανε αντιπερισπασμό και άδειασε το μάλινχερ εναντίον τους. Και μάλιστα, μάθαμε τις επόμενες ημέρες ότι σκότωσε έναν Τούρκο.

Από εκεί κάναμε προέλαση για τη Μαγνησία και την Προύσα. Μαζί μας ήταν και ο γιατρός ο Στεργίου, που ήταν παιδί του Γιαννακούλη, και μια μέρα μου λέγει:
– Θέλω έναν από σας τους δυο Καναλιώτες, να στείλω στο χωριό με αναρρωτική άδεια. Ποιον να στείλω; Ποιος έχει περισσότερο καιρό στρατιώτης;
– Περισσότερο καιρό έχω εγώ.
– Ποιος περνάει καλύτερα;
– Πάλι εγώ, του απαντώ.
– Τότε θα στείλω το Γρηγόρη στο χωριό.
– Στείλ’ τον, συμφώνησα κι εγώ.
Έτσι ο Γρηγόρης, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, έπρεπε να βγει αναφορά για να πάρει άδεια. Το προηγούμενο βράδυ, όμως, τον έβαλαν σταβλοφύλακα, 2ο νούμερο.
– Άκου τι θα κάνεις του λέω εγώ. Πήγαινε από τώρα να κοιμηθείς, και όταν έλθει ο προηγούμενος σταβλοφύλακας να σε ξυπνήσει εσύ θα πεις ότι σε πονάει η κοιλιά και έτσι θα ξυπνήσει τον επόμενο. Το πρωί θα εγγραφείς στο βιβλίο ασθενών.
Και πραγματικά ο Γρηγόρης πήγε στο Νοσοκομείο την άλλη ημέρα με συνοπτικές διαδικασίες, χάρη στις ενέργειες του Στεργίου. Μετά από τρεις – τέσσερις ημέρες πηγαίνει και τον βλέπει ο γιατρός να είναι καρδαμωμένος αντί να γίνει καχεκτικός. Μαθέ έτρωγε για καλά εκεί, και κοιμόνταν, χωρίς να κουράζεται. Παρά ταύτα έδωσε διαταγή και τον έβαλαν στο 3ο πάτωμα, όπου του έδωσαν ένα φάρμακο και ο Γρηγόρης έγινε χλωμός και κίτρινος. Τον πλάκωσε και μια διάρροια και έτσι, μόλις την επόμενη πέρασε από την αρμόδια επιτροπή, του έδωσαν έναν μήνα άδεια.
Έτσι ο Κατέρης Γρηγόριος, αφού πήρε τα απαραίτητα εφόδια έφθασε, μια και δυο, από την Προύσα στα Κανάλια. Έμεινε εκεί μερικές ημέρες, μέχρι να τελειώσει η άδειά του και ύστερα επέστρεψε πάλι μαζί μας στη μονάδα του.

Συνάντηση δύο αδελφών στο Αφιόν Καραχισάρ, το 1922
(Από αριστερά): Διομήδης Κολοβός, Φώτιος Κολοβός

Ένας φαντάρος μέσα στο πηγάδι
Θυμάμαι ακόμη το εξής περιστατικό. Ήταν ένας φαντάρος που βόσκαγε τα άλογα. Κατά το μεσημέρι πήρε έναν κουβά για να πάρει νερό από ένα πηγάδι που ήταν εκεί κοντά και να τα ποτίσει. Την ώρα που τραβούσε το νερό από το πηγάδι κόβεται το σχοινί και πέφτει μέσα ο κουβάς. Δεν χασομεράει αυτός, φαίνεται ότι ήταν μπασμένος, και κατεβαίνει μέσα στο πηγάδι, παίρνει τη χύτρα – κουβά και αρχίζει να ανεβαίνει. Εκείνη τη στιγμή, όμως, σαρίζει το ντουβάρι του πηγαδιού και τον πλακώνει μέσα στο νερό.
Αμέσως μας ειδοποίησαν κάτω στην πυροβολαρχία και ο λοχαγός διατάζει συναγερμό.
– Όλοι να πάρετε σκαπτικά εργαλεία και να ανεβείτε πάνω που είναι τα παιδιά και βοσκούν τα άλογα.
Άρχισαν, λοιπόν, να σκάβουν από την κορυφή για να φθάσουν σε 4 μ. βάθος, και να ελευθερώσουν τον παγιδευμένο στρατιώτη. Τότε πετάγεται ένας φαντάρος – μάστορας από το Καρπενήσι και λέγει:
– Δεν θα καταφέρετε τίποτε, διότι θα σαρίσει και το υπόλοιπο μέρος του πηγαδιού και θα τσαλιαστεί μέσα ο φαντάρος. Για να τον βγάλουμε αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να πάμε από κάτω και στο ίδιο βάθος να ανοίξουμε χαντάκι και στη συνέχεια ένα τούνελ για να φθάσουμε στον πάτο του πηγαδιού και έτσι να τον βγάλουμε από εκεί ζωντανό.
Έτσι και έγινε. Αφού έσκαψαν κάπου 10 μέτρα μάκρος, χαντάκι και σήραγγα, έφθασαν στον παγιδευμένο και τον έβγαλαν έξω μετά από 4 – 5 ώρες. Ήταν σχεδόν αναίσθητος, μαυρισμένος σαν κατράμι. Τον πήγαν κατ’ ευθείαν στο νοσοκομείο, όπου έμεινε 40 μέρες. Αλλά, παρά ταύτα αναρρωτική άδεια δεν τον έδωκαν. Τόσο δύσκολο ήταν να πάρει κανείς αναρρωτική άδεια εκείνη την εποχή.

Οι Καναλιώτες στην Μικρασιατική Καταστροφή
Δεν μπορούσαμε να σπάσουμε κι άρχισε η οπισθοχώρηση για τα παλιά σύνορα Αφιόν Καραχισάρ, Εσκή Σεχίρ. Ώσπου τον Αύγουστο του 1922 έκανε επίθεση ο Τούρκος και άρχισε η οπισθοχώρηση του Ελληνικού Στρατού. Στο Ουσάκ ήρθε και μια μοίρα καμηλών και μέσα στους άνδρες ήταν και ο Γιώργος Ντρέγκας, ο αδερφός μου. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Άγκυρας. Ανταμωθήκαμε και μου ζήτησε κανένα παντελόνι ώς και αρβύλες. Του έδωσα μια κιλότα καλή, με κουμπάκια στα γόνατα, στενή στη γάμπα, καθώς και ένα ζευγάρι παπούτσια φτιαγμένα από τσαγκάρη.
Μετά την οπισθοχώρηση εμάς μας διέταξαν να πηγαίνουμε στο Μπανάζ, όπου πήγαμε. Έκατσα το βράδυ. Βρήκα το Βασίλη Γεωργίου Σδρόλια. Ήταν ταχυδρόμος στον λόχο του. Το πρωί ήλθε τηλεγράφημα από το Ουσάκ και με ζητούσε ο διοικητής της μοίρας, να αναλάβω βοηθός ταμία, διότι έγινε μοίρα η πυροβολαρχία. Πήρα δυο κλινάμαξες και γύρισα στο Ουσάκ. Έρημος δρόμος, χαράδρες. «Τσιαμπού τσιαμπούκ» είπα στους Τούρκους, για να φθάσουμε γρήγορα, να μη νυχτώσουμε. Και ποιος ξέρει τι μαντάτα θα έχουμε εδώ με τους δυο τουρκαλάδες. Επί τέλους φθάσαμε στο Ουσάκ πριν νυχτώσει και παρουσιάστηκα στον διοικητή.
Αλλά το πρωί άρχισαν τα τρένα με νοσοκομειακά βαγόνια να μεταφέρουν τραυματίες, διότι έκαναν επίθεση οι Τούρκοι και οπισθοχώρησε το τάγμα του 1/38 συντάγματος Ευζώνων. Πήραν σβάρνα και τα άλλα δύο και ατάκτως άρχισε όλο το Σύνταγμα να οπισθοχωρεί.
Σε μια στιγμή, κατά συζήτηση με τον Λουκά Πέλλη, ο οποίος ήταν στο Σύνταγμα, μου είπε: Εκεί που οπισθοχωρούσαν καθόταν αντίθετα στο δρόμο τρεις αξιωματικοί. Τον φώναξαν και πήγε εκεί και τον ρωτούσαν αν είδε Τούρκους. Και τους απαντά όχι.
– Γιατί φεύγεις;
– Φεύγουν οι άλλοι, φεύγω κι εγώ.
– Πού είναι το όπλο σου;
– Το πέταξα να ’μαι ελαφρός.
– Να φροντίσεις να βρεις όπλο και ν’ ακολουθείς τη φάλαγγα του στρατού, αλλιώς θα χαθείς.

Ο ένας αξιωματικός ήταν μισο – Καναλιώτης, συγγενής του Καρατάσιου.
Πριν ξεκινήσουμε πέρασα από τη μοίρα καμηλών, βρήκα τον αδερφό μου Γιώργο και του συνέστησα να μην απομακρύνεται από τη μονάδα, μέχρι να φθάσει στον προορισμό. Και χωρίσαμε.
Το πρωί ξεκινήσαμε κι εμείς για πίσω. Βαδίσαμε όλη μέρα, όλη νύχτα και το πρωί μόλις φθάσαμε στο Ιναί σταματήσαμε να φτιάσουμε τσάι στους άνδρες και κριθάρι στα ζώα. Έρχεται ο δεκανέας υπηρεσίας και με φωνάζει. Σε θέλει ο λοχαγός. Και μόλις πήγα εκεί μου λέγει:
– Πάρε τα πράγματά σου και με το πρώτο τρένο να πάρεις τα αρχεία της μοίρας και να φύγεις για τη Σμύρνη. Θα παρουσιαστείς στη στρατιά. Και ό,τι σου πει να κάνεις.
Πράγματι έτσι έγινε. Αλλά εγώ σκέφτηκα ότι μόνος μου ήταν αδύνατη η μεταφορά και η φύλαξη των αρχείων. Και ζήτησα βοηθό.
– Έχεις δίκαιο, μου λέγει. Με το δεύτερο τραίνο θα σου στείλω.
Και πράγματι έστειλε, ο οποίος με αντάμωσε. Φθάσαμε στη Σμύρνη. Ψάχνω και βρίσκω το φρουραρχείο και ρώτησα για τη Στρατιά. Και μου είπαν ότι η στρατιά έφυγε για το πλοίο.
– Με τι πλοίο θα πηγαίνω εκεί κάτω;
– Ψάξε να βρεις έναν αραμπατζή Τούρκο. Πάρ’ τον, πες του πόσα θέλει και αφού θα πας στον προορισμό στείλ’ τον εδώ να τον πληρώσω.

Οι περιπέτειες με το καράβι έως τον Πειραιά
Όπως και έγινε. Μόλις έφθασα στην αποβάθρα του έδωσα μια απόδειξη να πηγαίνει στο Φρουραρχείο να πληρωθεί. Εγώ φρόντισα και πήγα τα κιβώτια σε μια είσοδο καραβιού. Εκεί βρήκα τον Ζάνο, λοχία της πυροβολαρχίας μου, ο οποίος είχε έρθει στη Σμύρνη από το Ουσάκ για να ιδεί το γαμπρό του από αδερφή, διότι ήταν Σμυρνιός. Αλλά ο γαμπρός του τη φευγάτισε την αδερφή του πρωτύτερα για την Αθήνα. Με βοήθησε λίγο στα κιβώτια, που τ’ ανέβασα ψηλά στο καράβι και στο τέλος ν’ ανεβάσω τα πράγματα και ν’ ανέβω κι εγώ. Αλλά μόλις ανέβηκα εγώ στο καράβι έβαλε μπρος και φεύγει. Κι έτσι τα πράγματά μου έμειναν στην αποβάθρα μαζί με το βοηθό. Στο καράβι δίχως ρούχα. Ευτυχώς που ήταν η καντίνα του 4ου Ιππικού Συντάγματος δίχως συνοδό. Και έκανα τον συνοδό. Το καράβι δεν είχε νερό και πίναμε σταλαματιές από ατμό. Αλλά ήταν και μπουκάλια ούζο, κονιάκ και έτσι τη βολέψαμε.
Προχωρήσαμε και φτάσαμε στον Πειραιά. Μας προφθάνει ένα αντιτορπιλικό, το οποίο μας γύρισε. Αλλά και πάλι οι νησιώτες ξαναβίασαν τον καπετάνιο. Πάλι πίσω. Ήρθαμε πιο σιμά στον Πειραιά. Ξανά πάλι το αντιτορπιλικό. Μόλις μας βρήκε φωνάζει ο καπετάνιος.
– Με γύρισαν πάλι.
– Έχω διαταγή να βουλιάξω το πλοίο.
– Πεινάμε, διψάμε, φωνάζει ο στρατός.
Μας πλησιάζει και μας ρυμουλκεί και μας γυρίζει στον Πόρο, όπου ήταν ναυτική βάση. Μόλις φθάσαμε μας έδωσαν διαταγή να αφήσουμε όλοι τον οπλισμό στο κατάστρωμα και σιγά – σιγά να πλησιάσουμε τις σκάλες, όπου ήρθαν οι βάρκες για να μας μεταφέρουν στους στρατώνες. Όπου μόλις συγκεντρωθήκαμε εκεί, μας ζήτησαν να δώσουμε ο καθένας μας ένα σημείωμα, που να γράφει το όνομά μας, το στρατιωτικό γραφείο που παρουσιαστήκαμε και τον βαθμό.
Αφού τα συγκέντρωσαν αυτά, έφκιασαν απολυτήρια και σιγά τους φευγατίζανε. Μείναμε πέντε – έξι, που είχαμε αρχεία, που συνοδεύαμε. Μας φιλοξένησαν δυο – τρεις μέρες, φέρανε μια ατμάκατο, μας βάλανε μέσα μαζί με τα κιβώτια και έναν αξιωματικό και μας φέρανε μπροστά στο «Ωρολόγιο», στον Πειραιά, όπου μας περίμενε άλλος αξιωματικός του υπουργείου. Όπου, αφού σφράγισε τα κιβώτια με βουλοκέρι, τα έδεσε με σιτζίμι, μας έδωσε από μια απόδειξη και απολυτήριο και φύγαμε για τα χωριά μας.
Επιστροφή στο χωριό μας

Εγώ, μέσα στο καράβι προμηθεύτηκα μια μανδύα εγγλέζικη, κοντή, την οποία πούλησαν 200 δραχμές στον Δήμο Κωτούλα, για έναν αξιωματικό της χωροφυλακής, όπου υπηρετούσε ο Δήμος. Και έτσι ήλθα και λίγο μουστωμένος στο χωριό. Όπου σε λίγες μέρες ήλθε και ο Γιώργος, ο αδελφός μου. Μου λέγει ότι στην Αθήνα βρήκε τον Κ. Καλφιώτη, αξιωματικό της πυροβολαρχίας μου και του είπε, εάν με βρει, να μου πει να τους γράψω τη σύσταση που είχαμε, που έχω τα αρχεία.
Έφκιασα μια συστημένη επιστολή, αντέγραψα και την απόδειξη και τα ταχυδρόμησα. Αλλά ώς να λάβουν αυτοί το γράμμα, εμάς τους 18 μας ξανακάλεσαν. Και έτσι ξαναπαρουσιαστήκαμε στην Αθήνα, όπου ετοιμάστηκε η πυροβολαρχία για τη Θράκη. Εγώ, όμως, δεν ακολούθησα και έκατσα στα έμπεδα των Αθηνών, όπου, τον Νοέμβριο του 1922, μας απέλυσαν.

Έφυγα με το τραίνο και ήλθα στο χωριό Κανάλια Καρδίτσας, όπου εργαζόμουνα μαζί με τον πατέρα μας. Ήλθε και ο Γιώργος και δουλεύαμε όλοι μας.
Αυτά που γράφω, βρίσκομαι νοσηλευόμενος στου Ζωγράφου των Αθηνών, στην οδό Χρυσίπου 29, ημέρα Τετάρτη, 30 Απριλίου 1980, ο Ηρακλής Ντρέγκας με ένα χέρι και ένα ποδάρι, διότι κατά ώρα είναι ανάπηρα, λόγω εγκεφαλικού στις 16 Σεπτεμβρίου 1978. Το αριστερό χέρι δεν μπορώ να το μετακινήσω. Το ποδάρι σβάρνα, με μεγάλη δυσκολία να το σηκώσω. Αν με σηκώσει άλλος, θα σηκωθώ. Άλλως στον τόπο, ώσπου να έρθει άνθρωπος, να με πιάσει από τις μασκάλες, με το μπαστούνι να σταθώ. Αυτά.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το