Τοπικά

Η Βολιώτισσα σοπράνο που τραγούδησε ρεμπέτικα… “Θ”

ΣΙΑΡΡΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΙΙ

Κληρονόμησε από τη Σερβο-ελληνίδα μητέρα της την αγάπη για το τραγούδι. Έζησε τα παιδικά της χρόνια στην Κατοχή, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσε στον Άγιο Ονούφριο, έβρισκε πάντοτε καταφύγιο στη μελωδική φωνή που διέθετε. Τα χρόνια πέρασαν και η Κατερίνα Σιάρρα δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το ταλέντο της. Έκανε τα πρώτα βήματά της στη Μαντολινάτα του Δήμου Βόλου, ενώ στη συνέχεια υπήρξε σολίστ στην Πολυφωνική Ορχήστρα της πόλης υπό τη διεύθυνση του καταξιωμένου μαέστρου Γιάννη Καρκάλα. Ωστόσο, η Βολιώτισσα σοπράνο δοκίμασε τις δυνάμεις της και στο λαϊκό τραγούδι, αφού για ένα διάστημα ερμήνευσε ρεμπέτικα στο πλευρό του Κάρολου και του Νίκου Μιλάνου. Τώρα που άφησε το πάλκο, ασχολείται με την ψαλτική στην εκκλησία της γενέτειράς της, αλλά και τα αγαπημένα της άνθη, έχοντας μία αυλή κατάφορτη από ανθισμένα λουλούδια.

Η οικογένεια της κ. Κατερίνας Σιάρρα ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση με το τραγούδι, η οποία μάλιστα μεταλαμπαδευόταν από γενιά σε γενιά. Η 75χρονη, πλέον, Βολιώτισσα, θυμήθηκε χαρακτηριστικά τον παππού της, ο οποίος στις αρχές του 1900 ήρθε από την Σερβία στην Ελλάδα και παντρεύτηκε στον Άγιο Ονούφριο. «O παππούς μου τραγουδούσε πολύ καλά. Έτσι μου διηγούνταν η μητέρα μου. Ήταν Σέρβος και όπως έλεγε, τα λίγα χρόνια που έζησε μαζί του και τον θυμόταν, εκείνος έφυγε κάποια στιγμή μετανάστης για την Αμερική. Φτωχά τα χρόνια εκείνα και δεν γύρισε ποτέ πίσω», θυμήθηκε χαρακτηριστικά, για να αναφερθεί στη συνέχεια το πώς κατέληξε από την Σερβία στα μέρη μας: «Η μοίρα τον έφερε στον Άγιο Ονούφριο, όπου γνώρισε τη γιαγιά μου και στη συνέχεια την παντρεύτηκε. Η μάνα μου γεννήθηκε το 1912. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν έμαθα, γιατί στο λιμό του 1941 η γιαγιά μου πέθανε. Εγώ γεννήθηκα εκείνη τη χρονιά, ο αδερφός μου ο Γιάννης ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, γεννήθηκε το 1937. Τη γιαγιά μου δεν τη γνώρισα, ο παππούς είχε φύγει για τις ΗΠΑ από χρόνια. Δυστυχώς εξαιτίας των Γερμανών κατακτητών πέθαναν αρκετοί στην οικογένειά μας. Ορφανέψαμε στην Κατοχή. Ο πατέρας μου χάθηκε κι εκείνος από την πείνα. Δεν είχαν να φάνε, δεν μπορούσαν να ζήσουν και τους χάσαμε. Μετά μείναμε οι τρεις μας, ενώ η μάνα μου υπέφερε για να μας μεγαλώσει. Ήταν άρρωστη. Όταν ήταν έγκυος επτά μηνών σε μένα και χτύπησαν τα βομβαρδιστικά το Βόλο, γκρεμίστηκε ένας τοίχος στο σπίτι και τραυματίστηκε στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να αποκτήσει πρόβλημα επιληψίας».

Αν και η παιδική ηλικία της σημαδεύτηκε από αρκετές στερήσεις, εκείνο που δεν έλειψε ποτέ στο πατρικό της κ. Σιάρρα ήταν οι ήχοι από τραγούδια που ακούγονταν: «Στο σπίτι δεν είχαμε ούτε γραμμόφωνο, ούτε ραδιόφωνο ή κάτι άλλο σχετικό. Όμως, η μητέρα μου τραγουδούσε σχεδόν όλη τη μέρα. Οπερέτες κατά κύριο λόγο. Μας έμαθε κι εμάς. Τραγουδούσαμε και οι τρεις, ενώ επίσης ψέλναμε όλοι μαζί. Η θεία μου μαζί με τη μητέρα μου έραβαν. Κι εκείνη διέθετε εξαιρετική φωνή. Αμφότερες έλεγαν ότι είχαν κληρονομήσει τη φωνή του Σέρβου πατέρα τους. Ε, όταν τραγουδούσανε, έλεγαν στην Ανακασιά: Τα αηδόνια του Αγίου Ονούφριου άρχισαν να κελαηδούνε. Η μητέρα μου τραγουδούσε εξαιρετικά. Την έχω σε μία κασέτα που ερμηνεύσαμε μαζί ορισμένα κομμάτια. Συγκινούμαι κάθε φορά που την ακούω».
Στη συνέχεια θυμήθηκε τα πρώτα βήματά της σε χορωδιακά σχήματα λέγοντας: «Η πρώτη χορωδία που γράφτηκα, ήταν η Μαντολινάτα του Βόλου. Από εκεί ξεκινήσαμε το 1971. Ήμουν σολίστ, μαζί με τον αδερφό μου Γιάννη Σιάρρα. Τραγουδούσαμε μαζί οπερέτες των Νίκου Χατζηαποστόλου και Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Είχαμε μαέστρο τον Δημήτρη τον Κούτνα, ο οποίος ήταν από το Πήλιο. Στη Μαντολινάτα μαθήματα δεν έκανα. Μουσική δεν ξέρω. Ούτε βυζαντινή, ούτε ευρωπαϊκή. Αυτοδίδακτοι ήμασταν. Ακούγαμε από τη μητέρα μας τα κομμάτια και με τον αδερφό μου τα βγάζαμε με μία πρόβα. Από εκεί και πέρα, μεταπήδησα στην Πολυφωνική Ορχήστρα του Δήμου Βόλου που διηύθυνε ο Γιάννης Καρκάλας. Σπουδαίος μαέστρος, σπούδασε διεύθυνση χορωδίας στη Μουσική Ακαδημία Santa Cecilia της Ρώμης. Υπήρξα μέλος της Πολυφωνικής πολλά χρόνια, πάνω από 40 για την ακρίβεια. Εκτός από μένα, συμμετείχαν ο αδερφός μου και η νύφη μου. Τώρα και η ανιψιά μου διδάσκει εκεί. Όλη η οικογένεια στην ουσία».
Η κ. Σιάρρα έκανε ιδιαίτερη μνεία στις συναυλίες που έδωσε ανά τον κόσμο με την Πολυφωνική Ορχήστρα: «Πράγματι, είναι μακρύς ο κατάλογος με τις χώρες που επισκεφτήκαμε στο παρελθόν. Ποιες να πρωτοθυμηθώ; Μου έρχονται στο μυαλό η Ιταλία, η Βουλγαρία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Γαλλία, η Αγγλία, η Ουαλία, η Αυστρία, η Ισπανία και άλλες πολλές. Μέχρι και στη Νέα Υόρκη πήγαμε. Δόξα τω Θεώ είδα τόσα πράγματα στη ζωή μου κι αυτό οφείλεται στον μαέστρο μας, τον Γιάννη Καρκάλα. Μας πήγαινε σε διάφορα φεστιβάλ σχεδόν όλο τον κόσμο γυρίσαμε».

ΣΙΑΡΡΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ I
Τη δεκαετία του ’80 δοκίμασε τις δυνάμεις της στα λαϊκά, με έναν τρόπο απρόσμενο και την ίδια να θυμάται: «Πράγματι, υπήρξε μία εποχή που βρέθηκα κοντά στους Μιλαναίους. Προέκυψε κάτι με την τραγουδίστρια που είχαν τότε και με φώναξαν να τραγουδήσω μαζί τους. Όταν βρέθηκα με τον Κάρολο και τον Νίκο, ερχόταν κόσμος να με ακούσει. Για το κοινό ήμουν μία σοπράνο που τραγουδούσε ρεμπέτικα. Ένα καλοκαίρι κάθισα μαζί τους. Πήγαιναν σε διάφορες εκδηλώσεις. Και ο Τάσος Μητρογώγος με ρώτησε κάποτε σε μία συνέντευξη στο κρατικό ραδιόφωνο. Με τα λαϊκά πώς άρχισες; Έτυχε, του είπα τότε, μία στιγμή που τραγούδησα ρεμπέτικο τραγούδι. Μου άρεσε, δεν μπορώ να πω, αλλά το καλό ρεμπέτικο, όχι τα τσιφτετέλια».
Έχοντας αποσυρθεί από την Πολυφωνική Ορχήστρα του Δήμου Βόλου, πλέον ψάλλει στην εκκλησία του Αγίου Ονούφριου, με την κ. Σιάρρα να εξιστορεί το πώς προέκυψε η ψαλτική: «Μου άρεσαν οι ψαλμωδίες από μικρή. Μαζί με τη μητέρα μου ψέλναμε κι εγώ και ο αδερφός μου. Εκείνος μαθήτευσε δίπλα στον συχωρεμένο τον Χατζημάρκο. Εκεί σπούδασε βυζαντινή μουσική. Εγώ από τη μητέρα μου έμαθα, η οποία πάντως δεν έψελνε Κυριακές και γιορτές. Όταν όμως είχε π.χ. το σαρανταλείτουργο ο εκάστοτε ιερέας έπαιρνε τη μητέρα μου. Ο Γιάννης ψάλλει μέχρι και σήμερα στο Βόλο. Σου μένει η ψαλτική. Δεν είμαι επαγγελματίας, αλλά μου αρέσει. Κάθε Κυριακή πάω. Είχα σχεδόν τέσσερα χρόνια να ψάλλω, λόγω μιας επέμβασης στο θυρεοειδή. Το 2007 χειρουργήθηκα και το 2009 πέθανε ο σύζυγός μου. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν έβγαινε από μέσα μου φωνή. Τότε σταμάτησα και από τα δύο. Τώρα, όμως, έχω λίγα χρόνια που επέστρεψα ως ιεροψάλτρια».

Αγάπη και για τα λουλούδια
Εκτός από το πάθος της 75χρονης Βολιώτισσας για τη μουσική, φτάνοντας στην αυλή του σπιτιού της στον Άγιο Ονούφριο, οι δεκάδες γλάστρες που έχει, δημιουργούν μία πανδαισία χρωμάτων και μαρτυρούν την έτερη μεγάλη αγάπη της, την περιποίηση των λουλουδιών της. «Βλέποντας την αυλή γεμάτη από λουλούδια αγαλλιάζει η ψυχή μου», σημείωσε χαρακτηριστικά, για να συμπληρώσει: «Η μητέρα μου αγαπούσε πολύ τα λουλούδια. Της έμοιασα και σ’ αυτό. Το πατρικό μας ήταν πίσω από το σπίτι που μένω τώρα. Έπεσε, όμως, με τον σεισμό του 1955. Ήταν ένα δίπατο αρχοντικό, αλλά αναγκαστικά το κατεδαφίσαμε, αφού υπέστη σοβαρές ζημιές από τον σεισμό. Είχαμε μεγάλο κήπο με πολλές γλάστρες, στις οποίες φυτεύαμε τριανταφυλλιές και γαρυφαλλιές. Μετά τον σεισμό, είχε έρθει ο στρατός και βοηθούσε. Ανοίξαμε γρήγορα θεμέλια και χτίσαμε το τωρινό σπίτι μας. Τότε με τον αδερφό μου ήμασταν μικρά. Είχα και τη μητέρα μου που ήταν άρρωστη, και είχαμε έννοια να γίνει γρήγορα το σπίτι, να μπούμε μέσα, γιατί θα μας έπιανε ο χειμώνας. Χτίστηκε σχεδόν πάνω στο σημείο, όπου η μητέρα μας πιο παλιά είχε έναν λαχανόκηπο».
Οι αλστρομέριες είναι το είδος λουλουδιών που κυριαρχεί στη μικρή αυλή της, δίχως να κρύβει την αδυναμία της γι’ αυτές: «Η αλστρομέρια μου αρέσει σαν λουλούδι. Τόσο για την ομορφιά της, όσο επειδή είναι ανθεκτική. Ανοίγει στα μέσα του Απρίλη και κρατάει μέχρι τον Αύγουστο περίπου. Πάντα με ανοιγμένα λουλούδια, αφού είναι ιδιαίτερα ανθοφόρο είδος. Έχω 18 είδη αλστρομέριας. Συνολικά πρέπει να υπάρχουν γύρω στα 60. Δίνω και πολλά. Φέτος μόνο χάρισα κοντά στα 25 γλαστράκια αλστρομέριας. Μου αρέσουν πολύ και τα τριαντάφυλλα, αλλά δεν έχω χώρο για να φυτέψω. Αν είχα κήπο θα έβαζα.
Τώρα πώς έτυχε και έφερα τις αλστρομέριες. Με τον άντρα μου εργαζόμασταν στο εξωτερικό κατά καιρούς. Σε Γερμανία και Αυστρία για την ακρίβεια. Για πρώτη φορά βγήκαμε έξω το 1990. Μία φορά πήγαμε οδικώς. Στο δρόμο κάναμε στάση, κάπου κοντά στα σύνορα Αυστρίας και Σλοβενίας. Σε ένα μοτέλ που σταματήσαμε για καφέ, πήγα και κοίταξα τα λουλούδια που βρίσκονταν και από τις δύο πλευρές του δρόμου. Έκοψα ένα από ένα παρτέρι. Το έβγαλα με τη ρίζα και το πήρα μαζί μου μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Χριστούγεννα κάναμε έξω, αλλά Πάσχα ήθελα να γυρίσουμε στο χωριό. Το πήρα μαζί μου με το αεροπλάνο. Στην αρχή δεν μου επέτρεψαν να το περάσω, αλλά είπα ένα ψεματάκι ότι δεν θα γύριζα ξανά πίσω και έφερα την πρώτη μου αλστρομέρια στην Ελλάδα. Βέβαια, τώρα έχουν πολλά χρόνια που διατίθενται κανονικά στο εμπόριο.
Έχω επίσης πολλές μολόχες και κρίνα. Αμαρυλλίδες για την ακρίβεια, αλλά και κάλλους. Σε άλλες γλάστρες έχω φυτέψει σερφίνιες, πετούνιες και μωβ λομπέλιες. Οι τελευταίες έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται για τόνωση του αναπνευστικού, αλλά σε υπερβολική ποσότητα είναι δηλητηριώδεις, όπως και οι ρίζες τους. Κάθε μέρα θέλω αρκετές ώρες για να περιποιούμαι τόσες γλάστρες. Περνάνε οι γείτονες και μου λένε: «Πάλι με τα λουλούδια ασχολείσαι;». Μόνη μου είμαι τώρα πια. Παιδιά δεν έχω, ο σύζυγός μου δεν ζει πια, οπότε μονοπωλούν το ενδιαφέρον μου. Όμως, είναι και κάτι ακόμη: Όλοι στον Αγιο Ονούφριο αγαπάμε τα λουλούδια. Εγώ θα αποτελούσα την εξαίρεση;».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το