Θ Plus

Τσουκατζίνια – Ανάβαση στην κορυφή του κινδύνου μα και της φαντασίας

του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Εδώ η ψυχή ατενίζει την ομορφιά και ξαναανακαλύπτει την καθαρότητα, καθώς ο χρόνος καταργείται κι αποκαλύπτεται η αιωνιότητα».
Mallarme

«Μπορείς να προχωρήσεις σταθερά – χωρίς ν’ απαρνηθείς τίποτα. – Αρκεί να πιστεύεις σ’ επιλογές – που συστηματικά προετοίμασες», γράφει ο ποιητής. Αμ, εδώ είναι το ζήτημα. Να προχωρείς σταθερά μεν και να πιστεύεις σ’ επιλογές. Αλλά να πιστεύεις σ’ επιλογές, που επιβεβαιώνονται, όχι συστηματικά, αλλά τυχαία. Με γνώμονα την αγάπη για το φυσικό, την αποδοχή του κινδύνου μα και του απροσδόκητου …
Συμφωνούμε στο πρώτο σκέλος, αλλά διαφωνούμε με το τελευταίο.
Κάπως έτσι μας αποκαλύφθηκε το σημερινό απρόοπτο στην Πίνδο – όπως μας αποκαλύπτεται συχνά – πυκνά και ολόκληρο το σώμα της Αλήθειας…
*
«Φορές φορές δε με χωράει – ακέρια η γης στην αγκαλιά της’ ψιθυρίζει ο Ηπειρώτης ποιητής Χρίστος Χριστοβασίλης.
Η Πίνδος – τόχουμε ξαναπεί – αποτελεί μιαν ακένωτη δεξαμενή βουνοκορφάδων, διαδοχικών κοιλάδων και αλλεπάλληλων διαμελισμών που θέλγουν κι εντυπωσιάζουν κάθε περαστικό ή ταξιδιώτη που διασχίζει το σώμα της και χάνεται μέσα στον μεθυστικό κυματισμό της βουνίσιας κραιπάλης. Ναι, μιας κραιπάλης μεθυστικής, εκστατικής, ενσώματης και ψυχοδυναμικής…
*
Ανάμεσα στις ψηλές κορφές της Πίνδου συγκαταλέγεται και μια εντελώς άγνωστη, μοναχική, απλησίαστη, δασωμένη, απόκρημνη και γι’ αυτό επιρρεπής στην άγρια ζωή.
Είναι η κορυφή ενός βουνού που το επίσημο όνομα, με το οποίο είναι καταχωρημένη στους γεωφυσικούς χάρτες, προφέρεται Τσούκα, αλλά οι ντόπιοι (από το χωριό Φλαμπουράρι) τη λένε χαϊδευτικά Τσουκατζίνια. Έχει τελικό υψόμετρο 1.827 μέτρα, αλλά η τελική ανάβαση και το βραχώδες τελείωμα της προκορυφής της, ξετρελαίνουν τους τυχερούς μετόχους της αθανασίας της αποζημιώνοντάς τους με ένα κάρο αισθητικούς κραδασμούς όταν πατούν την κορυφή της.
Η κορυφή της Τσουκατζίνια είναι περικυκλωμένη από βουνά, ποτάμια, ορεινές θάλασσες, υποταγμένες κοιλάδες και διαδοχικούς κυματισμούς τόσο των γήινων, όσο και των ουράνιων οριζόντων που όλο και αποκαλύπτουν τον πλούτο της ηπειρώτικης κάτοψης.
Πατώντας κορυφή στην Τσουκατζίνια έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι στον προθάλαμο του παραδείσου, ενώ νιώθεις ως θιασώτης του δρυμαίου πολιτισμού της Πίνδου.
Απέναντί σου η ομογάλακτη ρίζα της Τσούκα Ρόσσα, δίδυμη αδερφή της Τσουκατζίνια που λοξοκοιτάζει πότε τη λίμνη των Πηγών και πότε τη θορυβώδη σύρτη του Αώου.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
*

Η κορυφή της Τσουκατζίνια

Κινήσαμε να διασχίσουμε εγκάρσια την ορεινή κορμοστασιά της Πίνδου, από το χείλος της Λίμνης του Αώου μέχρι τη Βωβούσα. Το βουνό που δεσπόζει ανάμεσα στο πυκνοδομημένο σύστημα της Βάλια Κάλντα και στο μολοσσικό υπόβαθρο του ανατολικού Ζαγορίου, είναι η Τσούκα Ρόσσα, μια καταδασωμένη ορεινή καμπύλη, η οποία σφραγίζει τις ασβεστολιθικές και κρυσταλλικές πτυχώσεις της βόρειας Πίνδου. Υψόμετρο 1985 μέτρα.
Διασχίσαμε το ρέμα του Σουρίκα ίσαμε τη διασταύρωση για Γρεβενίτι – Φλαμπουράρι στρίβοντας δυτικά, προς την εσχατιά του Πινδώου οικοσυστήματος. Από το Φλαμπουράρι ανηφορίσαμε οδηγώντας μέχρι τον μεγάλο αυχένα που αγγίζει τα 1400 μέτρα. Στο χαρακτηριστικό σημείο της διαδρομής (διάσελο της Ξερόλουτσας) και πριν τον κατήφορο για τη Βωβούσα, ένας δασικός δρόμος κινείται δεξιά με κατεύθυνση την καρδιά της Τσούκα Ρόσσα. Απέναντι ακριβώς από τον δρόμο αυτό, στην αντίθετη δασωμένη πλαγιά, είναι χαραγμένο – δίχως να φαίνεται – ένα επισφαλές κι ανεπαίσθητο μονοπάτι.
Λέω επισφαλές γιατί δεν προοικονομεί τη συνέχειά του, αλλά κι ανεπαίσθητο, καθώς άλλοτε διακρίνεται καθαρά κι άλλοτε εξαφανίζεται.
Πρέπει να πάρουμε αυτό το μονοπάτι, που σύμφωνα με τον χάρτη θα μας πάει έως την κορφή των 1.827 μέτρων.
Είναι όμως αυτό το μονοπάτι; Ή είναι ένα τυχαίο γιδόστρατο που χάνεται στο δάσος; Η συνέχεια θα το δείξει.
Δοκιμάζω πρώτα μιαν εξερεύνηση του χώρου. Εκατό μέτρα παρακάτω βρίσκω παρκαρισμένο ένα ΤΟΥΟΤΑ με γερμανικές πινακίδες. Μπα; Τόμαθαν οι Γερμανοί το μονοπάτι και μεις δεν ξέρουμε από πού ξεκινάει;…
Γυρίζω πίσω. Ακολουθώ τον Μάνθο που έχει βρει τα χνάρια του ανεπαίσθητου μονοπατιού και με προσκαλεί να ανέβω. Πράγματι η αρχή καλύπτεται από όχτο αποτρεπτικό – δε φαίνεται να βγάζει κάπου – αλλά παραπέρα το μονοπάτι είναι ορατό. Προχωρούμε μέσα στο τραχύ δάσος που είναι ασυνήθιστα πυκνό κι αδιαπέραστο.
Μπερδευόμαστε στον βαθύ του λόγγο, ενώ συνάμα παίρνει κατεύθυνση αντίρροπη προς την κορυφή. Όμως συνεχίζουμε. Μπορεί άλλωστε να παρακάμπτει κάποια χαράδρα, μια ρεματιά ή τέλος πάτων κάποιο απότομο σκάμμα.
Όλο και πυκνώνει το δάσος. Οι οξιές παίρνουν τη θέση των μαυρόπευκων και το μονοπάτι γίνεται ευρύχωρο, αλλά με αποπροσανατολιστική ροπή. Ωστόσο συνεχίζουμε. Έτσι είναι άλλωστε η αληθινή γλώσσα της φύσης. Περίπου ιερογλυφική. Και θέλει αποκρυπτογράφηση.
Κάποια στιγμή το μονοπάτι αρχίζει κι ανηφορίζει, ενώ από ένα παράθυρο του δάσους φωτίζεται η κορυφογραμμή που δε μοιάζει να είναι μακριά. Όμως στη σχάση μιας βαθιάς χαράδρας χάνεται μέσα σε ξερόκλαδα. Το περπάτημα μολαταύτα γίνεται απολαυστικό κι αυτό είναι που μετράει. Ας μην πάει κορυφή.
Εκεί ακριβώς είναι που παίρνουμε απόφαση ν’ αλλάξουμε ρότα και να βγούμε στο μεϊντάνι ακολουθώντας την απότομη κόψη με ελεύθερη διείσδυση στο δάσος και όπου βγει.
Ακολουθούμε το δάσος των ενδείξεων (foret d’ indices) που μας αποκαλύπτει αργά – αργά το δάσος των συμβόλων (foret des symboles).
Πέφτουμε έτσι σε αίθριο με διάσπαρτα μανιτάρια, φτέρες και ξερούς θάμνους. Το προσπερνoύμε και μπαίνουμε σε δύσβατη πλατφόρμα πυκνής οξιάς. Τη διασχίζουμε χωρίς μονοπάτι, με αρκετά ολισθηρό κατάστρωμα.

Το Αυγό πάνω από τη Βοβούσα

Ύστερα ξαναβγαίνουμε σε ξέφωτο. Τα ξέφωτα αυτά έρχονται να ανανεώσουν την ελπίδα πως θα δούμε «άσπρη μέρα».
Βρίσκουμε αλλεπάλληλα εμπόδια, μερικές φορές αξεπέραστα. Αλλά σε κάθε στάση και σβάρνισμα του βλέμματος στο τμήμα που διασχίσαμε, η αισιοδοξία ότι θα τα καταφέρουμε, κερδίζει πόντους και υψόμετρο, καθώς η κορφή δεν μπορεί, λογικά, να είναι μακριά.
Τα πράγματα ωστόσο δε φαίνονται ρόδινα έστω κι αν ο ήλιος έγειρε και πριμοδοτούσε τον ορίζοντα με τριανταφυλλιές αποχρώσεις.
Μπροστά μας ορθώνεται ένας βράχος απροσπέλαστος που μοιάζει με κάστρο. Ψάχνουμε διέξοδο. Δεν το βρίσκουμε κι αναγκαζόμαστε να τον παλέψουμε στα ίσα. Καταπάνω του λοιπόν.
Τον καβατζάρουμε μέσα από σχισμές και ρήγματα. Πάνω από τον μεγαλοπρεπή βράχο, ορθώνεται δεύτερος βράχος – μυστήριο. Καινούργια διείσδυση. Κράτημα γερό και έλξη από τους βραχίονες, αλλά και σταθερό πάτημα στις εγκοπές των σχισμών.
Στον τρίτο όμως πανύψηλο βράχο τα πράγματα αλλάζουν. Δεν υπάρχει προσπέλαση. Ψάχνω για πλαϊνό πέρασμα. Υπάρχει, αλλά θέλει ψυχή να το παρακάμψεις. Παίζω τη ζωή μου, με την απόφαση να σταθεροποιηθώ, αλλά εγκλωβίζομαι σε χαοτικό κενό. Κάτω μου τριάντα σαράντα μέρα βάθος ορθοπλαγιά. Μα πούθε ξεφύτρωσε τέτοια ορθοπλαγιά;
Ο Μάνθος στο μεταξύ ξετρύπωσε μια στενή λυκοποριά ανάμεσα στον βράχο και κατάφερε να συρθεί έως την κορυφή του. Με βλέπει κρεμασμένο ανάμεσα σε ένα κρεμαστό πεύκο και σε ένα απόκρημνο χαράκι δίνοντάς μου συμβουλές πώς να το ξεπεράσω. Περνάνε μερικά λεπτά μέχρι να καταλήξω ποιο δρόμο ανέλκυσης από το σημείο που αιχμαλωτίστηκα, θα επιλέξω. Για να φτάσω στο ύψωμα όπου ήδη βρίσκεται ο Μάνθος – δηλαδή τρία ή τέσσερα μέτρα πάνωθέ μου – επιχειρώ ένα σύρσιμο στο χωμάτινο τερραίν και όχι την έλξη του σώματος από τα ενδιάμεσα βράχια και τούτο διότι φοβούμαι το ενδεχόμενο αποκόλλησης κάποιου βράχου ή πέτρας που μπορεί ν’ αποβεί μοιραίο και να με οδηγήσει μαθηματικά στον γκρεμό.
Εκείνο που με ενθαρρύνει είναι ο στίχος του Hoelderlin, «Wo aber Gefahr ist, wunsch die Rettende auch» (μα όπου υπάρχει κίνδυνος, εκεί και σωτηρία)…
Για δευτερόλεπτα ο νους μου πάει στα ατυχήματα που γίνονται στον Όλυμπο, όταν από ελάχιστη απροσεξία ή λάθος υπολογισμό του εδαφικού πλαφόν, έμπειροι ορειβάτες βρίσκονται στο κενό και στο χάος…
Μέτρησα δέκα ολόκληρα λεπτά για να καταφέρω, εκατοστό το εκατοστό, να συρθώ μπουσουλώντας ίσαμε τα πόδια του Μάνθου που στο τελευταίο μέτρο μου έτεινε το μπατόν για να με τραβήξει.
Από κει και μετά διασχίσαμε ένα υποφερτό ανώμαλο λιβάδι και βρεθήκαμε μπροστά στο επόμενο εμπόδιο των βραχωδών αυτών εξαρμάτων της προκορυφής.
Το περάσαμε ευτυχώς από πλάι με λιγότερους κινδύνους και περισσότερη σκέψη.
Σαν φτάσαμε στο τελευταίο βραχάκι και κάνοντας άλλη μια απόπειρα υπέρβασης, ξεκόλλησε ένα κομμάτι, αλλά δε μας στοίχισε, γιατί πίσω μας δεν υπήρχε γκρεμός.
Σκαπετάροντας και αυτό το δύσκολο πέρασμα φτάσαμε σε ένα επίπεδο και καθαρά αλπικό κορύφωμα, στην άκρη του οποίου έστιλβε το κολωνάκι της ΓΥΣ.
*

Το μονοπάτι της διαδρομής

Κοιταχτήκαμε, βγάλαμε όσες ανάσες ήταν φυλακισμένες από την αγωνία και το άχθος της κορυφής, αναστενάξαμε πανευτυχείς και επιδοθήκαμε να ατενίζουμε το πεδίο της ανάβασης, όπως το αποκάλυπτε το γράμμα και το πνεύμα του εγχειρήματος αυτής της ριψοκίνδυνης διαδρομής.
Αυτό που βλέπαμε, ξεπερνούσε οποιαδήποτε φαντασία. Τα μάτια μας μετατράπηκαν σε εξολκείς μιας εσωτερικής (ψυχικής) υπεραρμονίας.
Ένα βλέμμα ήταν αρκετό για ν’ αγκαλιάσει τη γης και να ξεδιπλώσει τις αμφίσημες προεκτάσεις της, να τη θωπεύσει με μαλακτικό τρόπο για να βγάλει όλους τους χυμούς της οραματικής αποκάλυψης.
Ο κόσμος ετούτος ήταν απλωμένος σ’ ένα τόξο απειρόκαλο, τεντωμένο σε μια πολύκλωνη αρμάδα βουνών, λόφων, κοιλάδων, βαθιών σχισμών, πτυχώσεων, βλοσυρών όγκων, αχανών κορυφογραμμών και κυματιστών οριζόντων που επεξεργάστηκε η τεκτονική δραστηριότητα στην επιφάνεια της γης.
Η ανακάλυψη του απέραντου χώρου τόσο αυτού που παρατηρούμε, όσο και του άλλου, της φαντασίας και του ασυνειδήτου, μας οδηγεί κατευθείαν στην αποκάλυψη της «πλατωνικής γεωμέτρησης».
Τα δάση, οι λόφοι της μολάσσας, ο οφιόλιθος, τα ξεφτίδια και τα θρύψαλα που δημιούργησαν οι σεισμοί αλλεπάλληλων κραδασμών του φλοιού της γης έφτιαξαν αυτό το επιφανειακό αραβούργημα που μονάχα οι πεισματάρηδες πεζοπόροι μπορούν να απολαύσουν από δω πάνω, με σοβαρό αντίτιμο την εξαργύρωση του κόπου και την αποδοχή του κινδύνου έως και τον πιθανό χαμό…
Γι’ αυτό και αυλαία! Οράματος, κινδύνου και ανάγκης…

27-9-2019

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το