Άρθρα

Το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα

Της Αθηνάς Κουτσοδόντη-Κωστίκα*

Η παρουσία των Ελληνίδων στη δημόσια ζωή της χώρας από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους τον 19ο αιώνα, υπήρξε δυνατή και σημαντική. Ένας μεγάλος αριθμός γυναικών συμμετείχαν ενεργά και με πολλούς τρόπους στον αγώνα για την Εθνική Ανεξαρτησία, αλλά δεν έμειναν στη μνήμη της ιστορίας. Ξεχάστηκαν από τους ιστορικούς. Γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα μόνο δύο ή τρεις αγωνίστριες, την Μπουμπουλίνα, τη Δέσποινα Τζαβέλα, τη Μαντώ Μαυρογένους…
Παρόλα αυτά, οι γυναίκες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ιστορίας, έρχονται στο προσκήνιο. Τις ανακαλύπτουμε.
Στα πρώτα βήματα του νεοελληνικού κράτους, ξέρουμε ότι συμμετείχαν μορφωμένες γυναίκες, όπως η Καλλιόπη Παπαλεξοπούλου, η Ευανθία Καΐρη, η Μαρία Υψηλάντη, οι οποίες ενάντια στη νοοτροπία της εποχής, «τα κορίτσια δεν χρειάζονται γράμματα», προσπαθούν να ανεβάσουν το επίπεδο των γυναικών με τη μόρφωση, ιδρύοντας σχολεία.
Παρόλες αυτές τις προσπάθειες το 90% του γυναικείου πληθυσμού παραμένει αναλφάβητο.
Παράλληλα άλλες γυναίκες με τους ίδιους στόχους, την εκπαίδευση, την ενημέρωση, την προώθηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες, εκδίδουν γυναικεία περιοδικά.
Το 1865 η Πηνελόπη Λαζαρίδου εκδίδει το «Θάλεια», το 1870 η Αιμιλία Κτενά-Λεοντιάδη εκδίδει το «Ευρυδίκη», η Σωτηρία Αλιμπέρτη συγκροτεί τον σύλλογο «Εργάνη Αθηνά» και το 1896 εκδίδει το περιοδικό «Πλειάς».

Την περίοδο από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι περίπου τα μέσα του 20ού, τη σφραγίζει η παρουσία και δράση της Καλλιρρόης Παρρέν-Σιγανού. Δασκάλα η ίδια, αλλά και συνειδητή φεμινίστρια, όπως η ίδια δηλώνει, εκδίδει το 1887 την «Εφημερίδα των Κυριών» για 30 χρόνια. Το 1890 δημιουργεί τη «Σχολή της Κυριακής απόρων γυναικών και κορασίδων του λαού».
Η Καλλιρρόη Παρρέν πολύ γρήγορα συνειδητοποιεί ότι για την αλλαγή της θέσης των γυναικών δεν αρκεί η προσωπική συμβολή κάποιων κυριών. Πιστεύει ότι απαιτείται μαζική δραστηριοποίηση για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων των γυναικών. Προσπαθεί να ενεργοποιήσει πολλές γυναίκες, διεκδικεί τα αιτήματά τους και προσπαθεί να αλλάξει τη νοοτροπία τους. Τα θέματα που δημοσιεύει στην «Εφημερίδα των Κυριών» είναι ακόμη επίκαιρα, π.χ. το άρθρο της για την κατάσταση των γυναικείων φυλακών στην Αθήνα. Το 1896 δημιουργεί την «Ένωση Ελληνίδων».
Το 1879 γίνονται οι πρώτες απόπειρες μαθητριών να εγγραφούν στο Πανεπιστήμιο. Απορρίπτονται. Το 1890 γίνεται δεκτή η πρώτη φοιτήτρια, Ιωάννα Στεφανόλι, στη Φιλοσοφική Σχολή. Το 1894 ανοίγει η Σχολή Καλών Τεχνών για τις γυναίκες, το 1896 αποφοιτούν με άριστα από την Ιατρική Σχολή οι αδερφές Αγγελική και Αλεξάνδρα Παναγιωτάκου. Ο αριθμός όμως των φοιτητριών κατά χρόνο και σχολή παραμένει μονοψήφιος μέχρι το 1919.

Το γύρισμα του αιώνα βρίσκει τις Ελληνίδες να αγωνίζονται για την κατοχύρωση των βασικών τους δικαιωμάτων. Η εργασία των γυναικών δεν ρυθμίζεται από κανέναν νόμο. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ψηφίζει το 1911 και το 1912 νόμους για τη γυναικεία απασχόληση, όμως ουσιαστικά αυτοί οι νόμοι δεν εφαρμόζονται. Οι ανισότητες παραμένουν, τα δικαιώματα δεν αναγνωρίζονται. Σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες όμως, δεν σταματούν να αγωνίζονται για ίσα και όμοια δικαιώματα πολιτικά, αστικά, οικονομικά για τον άντρα και τη γυναίκα.
Η δεκαετία ’20-’30 είναι η πιο δυναμική εποχή του Φεμινιστικού Κινήματος στην Ελλάδα. Αυτό που επιτακτικά ζητεί το φεμινιστικό κίνημα είναι η αναγνώριση του ρόλου των γυναικών στην κοινωνία. Η δυνατότητα να ζουν, να δουλεύουν να πολιτεύονται. Να τις αντιμετωπίζουν σαν ισότιμα μέλη της κοινωνίας με δικαιώματα και υποχρεώσεις. Συμμετέχουν στις συναντήσεις των διεθνών γυναικείων οργανώσεων και προσπαθούν να μεταφέρουν στον τόπο τους, τις εμπειρίες, απόψεις, ιδέες και κυρίως τις διεκδικήσεις των γυναικών των άλλων χωρών προσαρμόζοντάς τες στα ελληνικά δεδομένα. Βασική διεκδίκηση, στην οποία ρίχνουν το βάρος των ενεργειών τους, είναι η κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων.
Στο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας το 1927 αναγνωρίζεται η ισότητα των δύο φύλων ενώπιον του νόμου και ανοίγει ο δρόμος για την αναγνώριση διά νόμου των πολιτικών δικαιωμάτων στον γυναικείο πληθυσμό. Γεννιούνταν ελπίδες. Η νομοθετική ρύθμιση που θα ακολουθήσει το 1930, θα απογοητεύσει τις φεμινίστριες με τους όρους που θέτει:
Α. Να είναι πάνω από 30 χρόνων.
Β. Να γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση.
Γ. Περιορίζεται μόνο στο δικαίωμα του εκλέγειν όχι και του εκλέγεσθαι.

Το 1930, η Στατιστική Υπηρεσία είχε καταγράψει πάνω από το 65% των γυναικών ως αναλφάβητες.
Το ίδιο διάστημα λειτουργεί η «Επιτροπή Δεμερτζή» για τη σύνταξη του Οικογενειακού Δικαίου. Τόσο η σύνθεσή της, όσο και οι απόψεις που κυριαρχούν στα περισσότερα μέλη της, εγγυώνται τη σύνταξη ενός προοδευτικού και δημοκρατικού Οικογενειακού Δικαίου. Δυστυχώς η δικτατορία του Μεταξά διέλυσε την επιτροπή. Η πολιτική του δικτατορικού καθεστώτος για τη θέση των γυναικών ορίζεται ως «κουζίνα – παιδιά – εκκλησία».
Το 1940 ο πόλεμος αρχίζει για την Ελλάδα. Οργανώνεται η αντίσταση κατά των Γερμανών. Άνδρες και γυναίκες συμμετέχουν στην ένοπλη και μη δράση.
Όταν τελειώνει η κατοχή της Ελλάδος από τους Γερμανούς, το γυναικείο κίνημα ανασυγκροτείται. Οι σύλλογοι του Μεσοπολέμου δραστηριοποιούνται και παράλληλα δημιουργούνται και νέοι. Το 1946 ξεσπά ο εμφύλιος. Όλα είναι ξανά δύσκολα, επικίνδυνα, αρνητικά. Σταματάει κάθε δράση.
Το 1949 τυπικά τελειώνει ο εμφύλιος. Η κυβέρνηση προσπαθώντας να δώσει μια εικόνα δημοκρατικής λειτουργίας, κατοχυρώνει το δικαίωμα του «εκλέγειν και εκλέγεσθαι», στον γυναικείο πληθυσμό άνω του 21ου έτους, μόνο στις δημοτικές εκλογές, μόνον ως δημοτικοί σύμβουλοι. Έπρεπε να περάσουν τρία χρόνια για να ψηφιστεί το 1952 ο νόμος που κατοχύρωνε τα πλήρη πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων.
Όμως, το οικογενειακό δίκαιο παραμένει άκρως συντηρητικό. Στηρίζεται στην αρχή «Ο ανήρ είναι η κεφαλή της οικογενείας και αποφασίζει περί παντός. Η γυνή ασχολείται με τα του οίκου». Οι τράπεζες προσλαμβάνουν μόνο άνδρες. Τα πολιτικά κόμματα παραμένουν ανδροκρατούμενα και ανδροκεντρικά.
Στις επαναληπτικές εκλογές του 1953, θέτουν υποψηφιότητα πέντε γυναίκες. Είναι οι Ελένη Σκούρα, Βιργινία Ζάννα, Ελένη Βασιλείου, Σταυρούλα Κωστοπούλου και Μερόπη Μεταλλικού. Εκλέγεται η Ελένη Σκούρα και στις εθνικές βουλευτικές εκλογές του 1956 εκλέγονται η Λίνα Τσαλδάρη από την ΕΡΕ και η Βάσω Θανασέσκου από την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ). Η Λίνα Τσαλδάρη είναι η πρώτη γυναίκα υπουργός.

Τα χρόνια μετά τον εμφύλιο οι γυναικείες οργανώσεις δεν λειτουργούν. Η πολιτική αστάθεια δεν άφηνε περιθώρια.
Το 1955 δημιουργείται στη Θεσσαλονίκη ο Σύλλογος Επαγγελματιών και Επιχειρηματιών Γυναικών. Ακολουθεί αντίστοιχος στην Αθήνα. Το γυναικείο κίνημα επέστρεψε, δεν έχει όμως την τόλμη και τον ριζοσπαστισμό του Μεσοπολέμου. Η πολιτική αστάθεια δεν επιτρέπει ουσιαστικές αλλαγές ή έστω δυναμικές διεκδικήσεις. Τα προβλήματα των γυναικών και οι δυσκολίες είναι υπαρκτά σε πολλά επίπεδα.
Η στρατιωτική δικτατορία της 21ης Απριλίου του 1967 σταματάει κάθε δράση των γυναικείων οργανώσεων. Στα επτά χρόνια της παρουσίας της, πολλές γυναίκες φυλακίστηκαν, αλλά και πολλές συμμετείχαν σε αντιδικτατορικές οργανώσεις μέσα και έξω από την Ελλάδα.
Ενώ στην Ελλάδα «όλα τα σκίαζε η φοβέρα» του δικτατορικού καθεστώτος, στη δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ γεννιέται ένα νέο κίνημα γυναικών το «Νεοφεμινιστικό». Ριζοσπαστικό, τολμηρό, θαρραλέο, ανατρεπτικό, αμφισβητεί την παράδοση και διεκδικεί μαχητικά και έξυπνα ριζοσπαστικές αλλαγές. Τολμά και μιλάει για θέματα ταμπού π.χ. σεξουαλικότητα, οικογένεια, απελευθέρωση, αυτονομία.

Με τη Μεταπολίτευση του 1974, γυναίκες ενταγμένες στο ΠΑΣΟΚ δημιούργησαν την ΕΓΕ (Ένωση Γυναικών Ελλάδος) και οι του ΚΚΕ ίδρυσαν την ΟΓΕ (Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας). Πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι αυτοί οι σύλλογοι αδυνατούν να υιοθετήσουν τις νέες αντιλήψεις για την ισότητα και τα δικαιώματα. Ο νεοφεμινισμός έθιγε θέματα ταμπού και σόκαρε, δεν ήταν εύκολα αποδεκτός.
Αυτό που δεν μπόρεσαν να υιοθετήσουν οι γυναικείοι σύλλογοι και οργανώσεις, το αγκάλιασαν οι νέες γυναίκες κυρίως φοιτήτριες. Έστησαν τις ομάδες τους, τα στέκια τους και άρχισαν να μιλούν χωρίς προκαταλήψεις και ταμπού για το ιδιωτικό και δημόσιο, για την οικογένεια και τη σεξουαλικότητα, για τον έρωτα και τη ζωή τους. Το 1978 οργανώνουν την «κίνηση για την απελευθέρωση των γυναικών». Προσπαθούν και πιέζουν για την αντικατάσταση της νομοθεσίας της ανισότητας από μια σύγχρονη νομοθεσία που θα στηρίζεται στην ισότητα των φύλων.

Οι νέες φεμινίστριες της Μεταπολίτευσης οργανώνουν τη δράση τους σε πολλά επίπεδα: Εκδίδουν περιοδικά π.χ. «Σκούπα», «Δίνη», «Η πόλη των γυναικών», «Κατίνα» κ.ά. Δημιουργούν τηλέφωνα S.O.S. για γυναίκες με προβλήματα και τις στηρίζουν όσο μπορούν. Οργανώνουν άτυπες συναντήσεις, αλλά και συνέδρια. Διαβάζουν, γράφουν, ερευνούν, στήνουν θεατρικές παραστάσεις, βγαίνουν στις πλατείες και συνομιλούν με τον κόσμο.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. ανοίγει νέες θετικές προοπτικές για την ισότητα και τα δικαιώματα των γυναικών. Δυναμώνει και πυκνώνει η επαφή και η συνεργασία με φεμινίστριες άλλων κρατών-μελών.
Το πιο ουσιαστικό, επαναστατικό επίτευγμα του φεμινιστικού κινήματος, θα έλεγα ότι είναι το σπάσιμο των ταμπού γύρω από τη σεξουαλικότητα και τον θεσμό του γάμου με την παραδοσιακή μορφή. Κοινωνικά αποδεκτές βάναυσες συμπεριφορές, όπως η βία, η κακοποίηση, ο βιασμός, η ψυχολογική ισοπέδωση, η υποτίμηση, βγαίνουν στο φως της μέρας, κριτικάρονται αρνητικά, καταδικάζονται με αυστηρές ποινές.
Σήμερα, η κοινωνία ενθαρρύνει, απαιτεί τη γνωστοποίηση, την καταδίκη και την τιμωρία αυτών των βάναυσων συμπεριφορών που καταρρακώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Σήμερα η κοινωνία παροτρύνει τις κακοποιημένες γυναίκες να σπάσουν τη σιωπή τους, να τολμήσουν να μιλήσουν, να απευθυνθούν σε φορείς και δομές που έχουν τα μέσα και τον τρόπο να τις βοηθήσουν, να τις προστατέψουν, να τις δώσουν τα εφόδια και τη στήριξη να παλέψουν για μια νέα αρχή στη ζωή τους.
Εδώ, είναι δυνατή, ουσιαστική και αποτελεσματική η παρουσία και η εισφορά του Σοροπτιμισμού σε διεθνές, εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Η βραβευμένη Νιγηριανή συγγραφέας και ακτιβίστρια Τσιαμάντα Ενγκόζη Αντίτση, στο βιβλίο της «Ας είμαστε όλοι φεμινιστές», που πήρε τη διάκριση το 2014 ως ένα από τα δέκα καλύτερα έργα της χρονιάς, γράφει: «Ο Σοροπτιμισμός του 21ου αιώνα είναι η ισότητα και στα δύο φύλα, είναι ο ανθρωπισμός στην πράξη, κάθε στιγμή, και όχι στα λόγια».
Γι’ αυτήν την ισότητα παλεύουμε και δραστηριοποιούμαστε οι Σοροπτιμίστριες. Αυτήν την ισότητα επιδιώκουμε να αποκτήσουμε.

*Η Αθηνά Κουτσοδόντη-Κωστίκα είναι βοηθός διευθύντρια Προγράμματος του 1ου Σοροπτιμιστικού Ομίλου Βόλου

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το