Άρθρα

Τα F35, τα «δώρα» των ΗΠΑ και κάποιες σκέψεις

 

Του
Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου,
επίκουρου καθηγητή Ιστορίας των Οικονομικών Θεσμών,
του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Στο προηγούμενο άρθρο μας στη «ΘΕΣΣΑΛΙΑ» της 18ης/02/24 εξηγήσαμε από τεχνικής – επιχειρησιακής απόψεως τα μεγάλα πλεονεκτήματα και δυνατότητες που προκύπτουν από την ένταξη του αμερικανικής μαχητικού F35 στην Πολεμική μας Αεροπορία (ΠΑ), όταν θα αρχίσει να παραλαμβάνει το μαχητικό, από τις αρχές του 2030.
Είναι λοιπόν το F35 μια εξαιρετική επιλογή, η οποία θα αναβαθμίσει κατακόρυφα τις επιχειρησιακές δυνατότητες της ΠΑ.
Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου, εδώ θέλω μα αναφερθώ και σε μια πολύ σημαντική διάσταση του όλου θέματος, που αφορά το οικονομικό κόστος της αγοράς του. Έχει επιβεβαιωθεί από τον αμυντικό και μη ελληνικό τύπο, πως το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι για 40 F-35 ο ελληνικός προϋπολογισμός θα πρέπει να χρεωθεί με 8.6 δισ. δολάρια και μάλιστα χωρίς τα όπλα τους.
Καταρχάς, αυτό έρχεται σε πλήρη αναντιστοιχία με παλαιότερες δεσμεύσεις του τότε αντιπροέδρου της Lockheed Martin Aeronautics, υπεύθυνου για τις πρωτοβουλίες σε Αμερική, Αφρική, Ελλάδα και Ιταλία, Ντένη Πλέσσα, όπου στις 16 Νοεμβρίου του 2021 είχε διαβεβαιώσει την ελληνική πλευρά ότι: «Εάν η Ελλάδα αποφασίσει να προμηθευτεί το προηγμένο μαχητικό 5ης γενεάς F-35, η τιμή «fly away» κάθε μονάδας υπολογίζεται κάτω από τα 80 εκατ. δολάρια, περιλαμβανομένων συστήματος αυτοπροστασίας, επιπρόσθετων ατρακτιδίων κ.α.». (1)
Σε άμεση συνάφεια με αυτή τη δήλωση, σε παλαιότερη επίσημη τοποθέτησή της, το 2019, η Lockheed Martin, ανέφερε ότι το κόστος αγοράς για το 2020 ήταν 77,9 εκατομμύρια δολάρια για το F-35A, 101,3 εκατομμύρια δολάρια για το F-35B και 94,4 εκατομμύρια δολάρια για το F-35C.
Με βάση την τωρινή προσφορά της Lockheed Martin προς την Ελλάδα, σημαίνει ότι το F35 μας προσφέρεται από τις ΗΠΑ στην τιμή των 215 εκατομμυρίων δολαρίων για κάθε μαχητικό, χωρίς μάλιστα, το πακέτο όπλων, υποστήριξη, εκπαίδευση και ανταλλακτικά. Εξιδεικευμένοι κύκλοι περί των αμυντικών προμηθειών θεωρούν ότι αν αυτά τα κόστη προστεθούν θα εκτινάξουν το ανά μονάδα κόστος, ίσως και πάνω από 250 εκατομμύρια δολάρια.
Σε αντίθεση με την προσφορά προμήθειας των ΗΠΑ προς την Ελλάδα, βάσει έγκυρων πηγών του διεθνούς αμυντικού τύπου, οι ΗΠΑ προσέφεραν το ίδιο ακριβώς αεροσκάφος στην Φινλανδία (Δεκέμβριος 2021) με πολύ μικρότερο κόστος. Δηλαδή πρότειναν συμφωνία ύψους 9,4 δισ. δολαρίων για 64 μαχητικά F-35 Block 4 (το ίδιο ακριβώς Block με τα ελληνικά), συμπεριλαμβανομένου πλήρους πακέτου όπλων και υποστήριξης αλλά και δυνατοτήτων για συμπαραγωγή κάποιων τμημάτων στη Φινλανδία, κάτι που δεν ισχύει για την Ελλάδα. Ειδικότερα, η φινλανδική εταιρία Patria που ασχολείται με παραγωγή αμυντικού υλικού ανέλαβε ως αντισταθμιστικό βιομηχανικό έργο την συναρμολόγηση της ατράκτου και τμημάτων του κινητήρα του F-35.
Επίσης, τον Ιανουάριο του 2023 η κυβέρνηση του Καναδά ανακοίνωσε την προμήθεια από τις ΗΠΑ 88 F-35, έναντι 14 δισ. δολαρίων, ενώ τον Ιανουάριο του 2024 η Τσεχία συμφώνησε την προμήθεια από τις ΗΠΑ 24 F-35, έναντι 4,6 δισ. δολαρίων που θα περιλαμβάνει και πακέτο όπλων (έστω και μικρό) με 70 πυραύλους AIM-120C8, 50 πυραύλους AIM-9X, 86 βόμβες SDB-II, 12 βόμβες JDAM GBU-31, αλλά επιπλέον, όλες τις σχετικές υπηρεσίες, ανταλλακτικά, υποστήριξη κ.λπ. Όλα αυτά έναντι 4,6 δισ. δολαρίων.
Με βάση των ανωτέρω, τα φινλανδικά F-35 στοιχίζουν ανά μονάδα 146,87 εκατ. μαζί με τα όπλα και τα ανταλλακτικά τους, τα τσεχικά 191,7 εκατ. μαζί τα όπλα και τα ανταλλακτικά τους, τα καναδικά 159 εκατ. (προφανώς χωρίς τα όπλα τους) ενώ τα ελληνικά θα στοιχίσουν περίπου (ή και άνω των 250 εκατ.) για κάθε αεροσκάφος, μαζί με τα όπλα τους, υποστήριξη κ.λπ.!
Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι αυτή η μεγάλη οικονομική διαφορά οφείλεται στο ότι η Ελλάδα δεν φρόντισε να μπει νωρίς στο πρόγραμμα παραγωγής του F35, και συνεπώς οι γραμμές παραγωγής της Lockheed Martin, τώρα είναι «φορτωμένες» με τρέχουσες παραγγελίες εν εξελίξει, επομένως, οποιαδήποτε νέα παραγγελία προϋποθέτει αυξημένο κόστος για μια χώρα (εν προκειμένω, την Ελλάδα). Όμως ένα τέτοιο επιχείρημα δικαιολογεί μόνο εν μέρει αυτή τη μεγάλη οικονομική απόκλιση.
Επειδή τα τελευταία 4 χρόνια έχουν γίνει πολύ σωστές επιλογές ως προς τα εξοπλιστικά, και επειδή ακόμη (από όσο μας είναι γνωστό) δεν έχουν υπογραφεί οι τελικές συμβάσεις προμήθειας του F35, καλούμε την κυβέρνηση να επαναδιαπραγματευθεί, με επιμονή, το κόστος αγοράς του F35, με σκοπό να επιτύχει χαμηλότερες τιμές, όπως η Φινλανδία, ο Καναδάς και η Τσεχία, αλλά και να εξασφαλίσει κάποια αντισταθμιστικά ωφελήματα για την ελληνική αμυντική βιομηχανία, κατά το παράδειγμα της Φινλανδίας και άλλων χωρών, μέσω της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), επειδή η τελευταία διαθέτει τεχνική υποδομή (ή τουλάχιστον, τον βιομηχανικό εξοπλισμό) για την κατασκευή συγκεκριμένων, έστω, απαρτίων. Νομίζουμε πως αυτό είναι εφικτό και ρεαλιστικό.
Είναι μάλιστα και μια κατάλληλη συγκυρία καθώς πρόσφατα στην ΕΑΒ ορίστηκε νέο διοικητικό συμβούλιο με απόφαση του υπουργού Εθνικής Άμυνας Ν. Δένδια, ο οποίος, μεταξύ άλλων, δήλωσε: «Η υπάρχουσα κατάσταση στην ΕΑΒ δεν είναι παραδεκτή. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο καλείται να εξυγιάνει τα οικονομικά της, να ανατάξει την επιχείρηση, να εφαρμόσει ένα σύγχρονο μοντέλο λειτουργίας, με σεβασμό πάντοτε στα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων».
To βέλτιστο θα ήταν οι αλλαγές σε επίπεδο διοίκησης να συνδυασθούν με συμφωνίες για παραγωγή υποκατασκευαστικού έργου. Με τα Rafale δεν μπορούσε να συμβεί λόγω του «κατεπείγοντος» της προμήθειας για την κάλυψη των αναγκών της ΠΑ. Με τα F35, που θα παραληφθούν περίπου το 2030, άρα η κατασκευή τους θα γίνει προοδευτικά, μέσα από συγκεκριμένα στάδια παραγωγής, ποιος είναι ο δυνητικός ανασταλτικός παράγων μη εμπλοκής της ΕΑΒ;
Επιστρέφοντας στο θέμα του κόστους του F35, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εθνική μας άμυνα απαιτεί θυσίες (εν προκειμένω, οικονομικές). Σε αυτό είμαστε αδιαπραγμάτευτοι, και το έχουμε πολλάκις υποστηρίξει από αυτό το φιλόξενο βήμα κατά το παρελθόν. Όμως από την άλλη, το να επιβαρυνθεί ο Έλληνας φορολογούμενος με 8.6 δις την επόμενη πενταετία είναι ένα δυσθεώρητο δημοσιονομικό κόστος, δεδομένων των μεγάλων δυσκολιών που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, και βέβαια, και οι Έλληνες φορολογούμενοι και η ελληνική κοινωνία γενικότερα.
Για να «χρυσώσουν το χάπι» οι ΗΠΑ, μαζί με την αγορά των F35 προσφέρουν ως «δώρο» και τα εξής μεταχειρισμένα οπλικά συστήματα στην Ελλάδα: 4 φρεγάτες LCS (κλάση Freedom – αυτές που απέσυραν πρόσφατα από το δικό τους πολεμικό), 2 μεταφορικά αεροσκάφη C-130Η, και 60 τεθωρακισμένα μεταφοράς προσωπικού τύπου M2 Bradley.
Σε σχέση με τις LCS η πρόταση των ΗΠΑ αξίζει μόνο υπό την προϋπόθεση ότι μιλάμε για παραχώρηση πολύ συγκεκριμένων πλοίων. Ειδικότερα, όπως ακούγεται, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) ζήτησε τις φρεγάτες επιπέδου, Flight Ι, LCS-13 Wichita και LCS-15 Billings και τις επιπέδου Flight II, LCS-17 Indianapolis και LCS-19 St. Louis που στην παρούσα φάση υπηρετούν κανονικά με το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό. Παλαιότερα σκάφη της κλάσης που αποσύρθηκαν λόγω μεγάλων τεχνικών προβλημάτων που παρουσίασαν, όπως και υψηλού λειτουργικού κόστους χρήσης, δεν θα πρέπει να συζητηθούν καν ως επιλογές. (3)
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, θα αντιπροτείναμε στις ΗΠΑ να κρατήσουν τα «δώρα» τους για άλλους, και να μας προσφέρουν (μέσω της Lockheed Martin) μια καλύτερη και πιο δίκαιη οικονομικά πρόταση αγοράς για τα F35.
Με μαθηματικούς υπολογισμούς μας, αν οι ΗΠΑ μας προσέφεραν τα 40 F35 στην αθροιστική τιμή αγοράς που τα προσέφεραν στην Φινλανδία, το κόστος θα έπρεπε να μας έρθει συνολικά σε περίπου 5,84 δισ. αντί των 8.6 δισ. δολαρίων που θα κληθούμε να πληρώσουμε. Συνεπώς, από που προκύπτει η διαφορά των 2,76 δισ.;
Μήπως τελικά οι ΗΠΑ μάς χρεώνουν τελικά αθόρυβα ένα άτυπο «καπέλο» για τις φρεγάτες LCS και τα άλλα μεταχειρισμένα καλούδια που μας προσφέρουν μέσω απόσυρσης από τον στόλο τους;
Αν είναι έτσι, τότε τα «δώρα» των ΗΠΑ, δεν είναι πραγματικά δώρα, αλλά, έμμεσες αγορές της Ελλάδος «από το παράθυρο». Αν δεν είναι έτσι, τότε συμβαίνει κάτι άλλο.
Σε κάθε περίπτωση, οι LCS κλάσης Freedom μάς είχαν απασχολήσει ξανά πριν δυο χρόνια, αλλά ευτυχώς επικράτησε η λογική και η γνώμη του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ), και επιλέξαμε τις ικανότατες Belharra, κάτι για το οποίο είχαμε υπερθεματίσει και εμείς όλο εκείνο το διάστημα, από αυτό εδώ το φιλόξενο βήμα.
Οι LCS Freedom δεν μπορούν, ούτε ως αστείο, να συγκριθούν με τις Belharra ή τις FREMM, ή τις μελλοντικές φρεγάτες Constellation για το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό (φαίνεται πως ήδη προέκυψε και ενδιαφέρον και από το ελληνικό για τις τελευταίες) που είναι ξεκάθαρα φρεγάτες αεράμυνας περιοχής, απαραίτητες στο ΠΝ ώστε η Ελλάδα να μπορεί να προβάλει ισχύ με σκοπό να διασφαλίσει τα εθνικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο (στην βάση των διεθνών συνθηκών), ενώ οι LCS Freedom, με τον πενιχρό αντιαεροπορικό εξοπλισμό τους και την συγκεκριμένη τους διαμόρφωση, μπορούν να λογίζονται ουσιαστικά μόνο ως πλοία παράκτιας άμυνας.
Ως κόστος flyaway λογίζεται το κόστος που αφορά την παραγωγή της βασικής «πλατφόρμας» ενός αεροσκάφους (κύτος, πλαίσιο κ.λπ.). Εξαιρούνται τα μη ανακτήσιμα κόστη (sunk costs) όπως κόστη για έρευνα και η ανάπτυξη, καθώς και συμπληρωματικές δαπάνες όπως ο εξοπλισμός υποστήριξης, το κόστος του οπλικού φορτίου, καθώς και οι μελλοντικές δαπάνες, όπως ανταλλακτικά και συντήρηση.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το