Άρθρα

Παράδεισος για τα θαλάσσια θηλαστικά ο Παγασητικός κόλπος

 

Της
Έλενας Ακριτοπούλου*

Ο Παγασητικός κόλπος αποτελεί ένα πλούσιο οικολογικά ευαίσθητο οικοσύστημα με συνεχόμενη ανανέωση των υδατών του καθώς χαρακτηρίζεται από πληθώρα θαλάσσιων βιοκοινοτήτων και θαλάσσιας βιοποικιλότητας. Από το 2021, η Μονάδα Βιοπαρακολούθησης Θαλάσσιων Θηλαστικών του Τμήματος Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με έδρα το Βόλο, δραστηριοποιείται στον Παγασητικό Κόλπο με ερευνητικές πλόες συλλογής δεδομένων των ειδών θαλασσίων θηλαστικών της περιοχής, ταυτοποιόντας τα είδη, τα μονοπάτια τους, τις απειλές και τις συνήθειες τους με οπτικές, ακουστικές και μοριακες/γενετικές μεθόδους ενώ, είναι ενεργό μέλος του Εθνικού Δικτύου Εκβρασμών (ΚΥΑ ΥΠΕΝ/ΔΔΦΠΒ/55417/1958/2023 (ΦΕΚ 3376/Β/19-05-2023)) με μοριακές αναλύσεις βιολογικών δειγμάτων κ.α.. Ταυτοχρόνως, συνεργάζεται με φορείς και κοινό για τους στόχους αυτούς αφού μέχρι τότε δεν υπήρξε καμία επίσημη επιστημονική πληροφορία για τα ζώα αυτά που χρησιμοποιούν τον Παγασητικό Κόλπο καθημερινώς, ούτε για τα είδη ούτε για τα μονοπάτια τους. Είναι η πρώτη και μοναδική ακαδημαϊκή μονάδα αποκλειστικά αφιερωμένη στην ακαδημαϊκή έρευνα των θαλάσσιων θηλαστικών στη Ελλάδα.
Επισήμως, τα νερά του κόλπου αποτελούν ενδιαίτημα για τέσσερα είδη από τα, συνολικά, 9 είδη θαλασσίων θηλαστικών που χρησιμοποιούν τα Ελληνικά νερά μόνιμα . Στα είδη αυτά συμπεριλαμβάνονται, η Μεσογειακή φώκια (Monachus monachus) που είναι το μοναδικό πτερυγιόποδο που απαντάται στην Ελλάδα χαρακτηρισμένο σε όλα τα νερά της Μεσογείου ως Κρισίμως Κινδυνεύον (CR) με τον υποπληθυσμό της χώρα μας να έχει χαρακτηριστεί ως Κινδυνεύον (EN) δίνοντας ανοδικές τάσεις. Στην χώρα μας, οι φώκιες είναι γνωστό ότι τρώνε περισσότερα από 70 είδη θηραμάτων που περιλαμβάνουν, 50% κεφαλόποδα, 48% ψάρια, 1,5% μη κεφαλόποδα μαλάκια, 0,4% καρκινοειδή. Το κοινό χταπόδι (~34%) και τα οστεώδη ψάρια από την οικογένεια Sparidae (~28%) φαίνεται να είναι στις συχνότερες διατροφικές προτιμήσεις του είδους.
Ταυτοχρόνως τα είδη κητωδών που εντοπίζονται στον Παγασητικό κόλπο είναι το ρινοδέλφινο (Tursiops truncatus) που αποτελεί ένα από τα βασικότερα είδη κητωδών που δρουν ως βιοδείκτες οικολογικής κατάστασης των θαλασσίων οικοσυστημάτων ενώ, ο πληθυσμός του είδους σύμφωνα με την IUCN Red List, έχει χαρακτηριστεί ως «Τρωτό» (VU). Είναι από τα βασικότερα είδη που εντοπίζονται στην Ελλάδα ενώ, σε ορισμένες περιοχές, συμπεριλαμβανομένου και του Παγασητικού κόλπου, έχουν παρατηρηθεί μικτές συσσωματώσεις με κοινά δελφίνια (Delphinus delphis) και ζωνοδέλφινα (Stenella coeruleoalba). Τα θηράματα του ρινοδέλφινου, περιλαμβάνουν βενθοπελαγικά είδη όπως ο ευρωπαϊκός μερλούκιος, το μουγγρί, το μπαρμπούνι, τη κουτσομούρα, η κοινή σουπιά, το κοινό χταπόδι και μια ποικιλία από άλλα οστεώδη ψάρια και μαλάκια.
Επίσης στον κόλπο κολυμπάει το ζωνοδέλφινο (Stenella coeruleoalba), όπου στη Μεσόγειο έχει χαρακτηριστεί ως «Τρωτό» (VU) και είναι από τα πιο κοινά είδη δελφινιού που απαντάται στη χώρα μας ενώ, εντοπίζεται σε περιοχές με μεγάλο βάθος σχετικά κοντά στην ακτή. Στη Μεσόγειο, συνδέονται με εξαιρετικά παραγωγικά, ωκεάνια νερά πέρα από την υφαλοκρηπίδα ενώ, η διατροφή του αποτελείται από μια μεγάλη ποικιλία μικρών, μεσουδάτινων και πελαγικών ή βενθοπελαγικών οργανισμών, ιδιαίτερα το φαναρόψαρο, το μπακαλιάρο και το καλαμάρι.
Τέλος, το κοινό δελφίνι (Delphinus delphis), εντοπίζεται εξίσου συχνά στον Παγασητικό κόλπο, είναι πολύ εύκολο να το αναγνωρίσει κάποιος αφού, χαρακτηρίζεται από ένα ανοιχτό κίτρινο χρώμα σε σχήμα κλεψύδρας στα πλευρά του. Το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Κινδυνέυον (EN) από την IUCN Red List καθώς επίσης, στην Ελλάδα εντοπίζεται σε ολόκληρο το θαλάσσιο χώρο. Τα θηράματα του αποτελούν συνήθως ψάρια όπως ο γαύρος, η παπαλίνα, η σαρδέλα, το σκουμπρί, η φρίσσα η ζαργάνα, και ενίοτε το καλαμάρι και η γαρίδα.
Τα παραπάνω, υποδεικνύουν την υψηλή οικολογική αξία και ποιότητα των θαλάσσιων βιοκοινότητων του Παγασητικού κόλπου αφού η θαλάσσια βιοποικιλότητα της περιοχής είναι πλούσια και υποστηρίζει πολλά θαλάσσια είδη από τα κατώτερα προς τα ανώτερα στρώματα της τροφικής αλυσίδας ενώ, ταυτόχρονα στηρίζει την έντονη αλιευτική δραστηριότητα με είδη που είναι εμπορικά αλιεύματα-στόχοι. Κατ΄ επέκταση τα θαλάσσια οικοσυστήματα του κόλπου υποστηρίζουν και την κοινωνικο-οικονομική ευημερία της περιοχής αλλά και της χώρας συμβάλλοντας στην αλιευτική οικονομία της Ελλάδας.
Τα θαλάσσια θηλαστικά γενικότερα είναι πολύ επιλεκτικά στον τρόπο επιλογής των ενδιαιτημάτων τους αφού, θα πρέπει να πληρούνται μια σωρεία από ωκεανογραφικά, γεωλογικά, βιολογικά και φυσικοχημικά χαρακτηριστικά σε μια περιοχή. Ο συνδυασμός κάποιων από αυτά τα χαρακτηριστικά πραγματοποιούνται στον Παγασητικό κόλπο κάνοντας την περιοχή παράδεισο για τα θαλάσσια θηλαστικά που είτε χρησιμοποιούν τα νερά του για να τραφούν είτε, για να κοινωνικοποιηθούν. Τέτοια χαρακτηριστικά είναι η ημίκλειστη φύση του και το συγκριτικά ρηχό βάθος του κόλπου, η συνεχόμενη εισροή και ανταλλαγή υδάτων μέσω του καναλιού του Τρικερίου καθώς και η παρουσία μόνιμου δίπολου δινών που εκφράζεται μέσω ενός αντικυκλώνα στα ανατολικά και ενός κυκλώνα στα κεντροδυτικά τμήματα της λεκάνης.
Όλα τα παραπάνω είναι ζωτικής σημασίας για λειτουργία του θαλάσσιου οικοσυστήματος διότι καθορίζεται η ποιοτητα, η ποσοτητα και η αναλογία των θρεπτικών που εισέρχονται στον κόλπο ενώ, συμβάλλουν στη μεταφορά οργανικών υλικών στο βένθος του κόλπου, αναστέλλοντας την ανοδική κίνηση των θρεπτικών ουσιών και του διαλυμένου οργανικού άνθρακα ενώ, ταυτόχρονα, μέσω της ανάδυσης των υδάτινων μαζών μεταφέρονται θρεπτικά συστατικά στα ανώτερα θαλάσσια στρώματα. Με τη σειρά τους, τα θαλάσσια θηλαστικά θα ακολουθήσουν τα θηράματα τους που ακολουθούν τις «διαδρομές» των θρεπτικών μέσα στον κόλπο, δημιουργώντας έτσι τα δικά τους μονοπάτια καθώς και τις περιοχές συγκέντρωσης τους μέσα στον Παγασητικό κόλπο.
Τα θαλάσσια θηλαστικά, αποτελούν σημαντικότατους βιοδείκτες οικολογικής κατάστασης του υδάτινου περιβάλλοντος που σημαίνει ότι όσο περισσότερα τα είδη και οι συγκεντρώσεις των θαλασσίων θηλαστικών σε μια θαλάσσια περιοχή τόσο καλύτερη η κατάσταση των οικοσυστημάτων της στο σύνολο. Συνεπώς, ο Παγασητικός κόλπος προς το παρόν βρίσκεται σε οικολογική ισορροπία και οι ανθρωπογενής δραστηριότητες «ισοφαρίζονται». Είναι πολύ σημαντικό αυτές οι δραστηριότητες όμως να παραμείνουν στα ίδια επίπεδα ή ακόμα καλύτερα περιοριστούν με βιώσιμες πρακτικές εντός του κόλπου.
Όταν υπάρχουν τέτοιες περιβαλλοντικές ενδείξεις σημαίνει ότι και τα αλιευτικά είδη θα είναι σε ανάλογη κατάσταση. Συνεπώς περιοχές που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αλιεία, όπως ο Παγασητικός κόλπος, είναι σε υψηλότερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο σε σχέση με άλλες περιοχές καθώς επίσης δημιουργείται χώρος για θαλάσσια περιβαλλοντική εκπαίδευση, νέες ευκαιρίες του «επιχειρείν» καθώς και βιώσιμη ανάπτυξη της περιοχής μέσω αλιευτικού τουρισμού, ή άλλων εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Όλα τα παραπάνω, ενισχύουν την θέσπιση συνεχόμενου ανοιχτού διάλογου με την ακαδημαϊκή κοινότητα, την πολιτική ζωή του τόπου και την ενεργή συμμετοχή του ίδιου του κοινού.
Παρόλα αυτά, στην περιοχή του κόλπου υπάρχει πληθώρα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων που επηρεάζουν πολλές φορές αρνητικά τα θαλάσσια θηλαστικά όπως η έντονη ναυσιπλοΐα που επικαλύπτει τα μονοπάτια των ζώων αυτών και αυξάνει τον κίνδυνο θανατηφόρας σύγκρουσης. Επίσης, η θαλάσσια ακουστική ρύπανση που προκαλείται από την ναυσιπλοΐα, την βιομηχανία, την αλιεία, την παράκτια ανάπτυξη κλπ, αλλάζει σε μεγάλο βαθμό τις συνήθειες τους και τις συμπεριφορές τους, όπως για παράδειγμα την μετατόπιση τους από τα μεταναστευτικά μονοπάτια και οικότοπους τους, με μεγάλες επιπτώσεις στην δυναμική των πληθυσμών τους.
Επίσης τα παράγωγα των γεωργικών απορρίψεων (πχ λιπάσματα πλούσια σε άζωτο φωσφορικά άλατα και θείο) προκαλεί χημική ρύπανση που υποβαθμίζει την ποιότητα των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, επηρεάζοντας την υγεία των θαλάσσιων θηλαστικών και των θηραμάτων τους είτε με εισροή νέων ασθενειών ανάμεσα στους πληθυσμούς τους είτε, με την αναζωπύρωση των ήδη υπάρχοντών ασθενειών που βρίσκονται σε καταστολή.
Η χημική ρύπανση συνδυαστικά με την έντονη αστικοποίηση της παράκτιας ζώνης και την πιθανή υπεραλίευση στον κόλπο, συμβάλλει στην μελλοντική αλλοίωση και τροποποίηση των ενδιαιτημάτων τους που αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει είτε σε μετατόπιση των ζώων σε άλλες παρακείμενες περιοχές είτε σε ΤΟΠΙΚΗ εξαφάνιση κάποιων ειδών τους από την περιοχή.

LNG
Ταυτόχρονα, αναφορικά με την δραστηριότητα του LNG (Υγροποιημένο Φυσικό Αέριο) που απασχολεί εδώ και καιρό την κοινωνία του Παγασητικού κόλπου και με γνώμονα ότι οι ανάγκες σε εθνικό επίπεδο σε φυσικό αέριο υπερκαλύπτονται από τη Ρεβυθούσα , η αύξηση της κίνησης των πλοίων μέσα στον κόλπο και η πιθανή, κατά λάθος, διαρροή ψυκτικών υγρών στη θάλασσα μέσω των LNG δραστηριοτήτων πιθανώς να συμβάλλει σημαντικά στην υποβάθμιση των οικοσυστημάτων του Παγασητικού κόλπου μέσω της χημικής ρύπανσης. Σαν αποτέλεσμα η πιθανή επιδείνωση της υγείας των θαλασσίων θηλαστικών θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα για αυτά όπως προβλήματα γονιμότητας, σοβαρές παθολογικές καταστάσεις ή ακόμα και σε θάνατο.

Η πλαστική ρύπανση
‘Όσο αφορά την πλαστική ρύπανση εντός του κόλπου, ευτυχώς, δεν είναι σε μεγάλα ποσοστά. Η πλαστική ρύπανση αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τα θαλάσσια θηλαστικά διότι πολλές φορές μπερδεύουν πλαστικά αντικείμενα (πχ σακούλες, ποτήρια, δοχεία κλπ) με θηράματα και τα καταπίνουν με σοβαρές συνέπειες. Τα αποτέλεσματα συνήθως περιλαμβάνουν απόφραξη, κυρίως, του γαστρεντερικού συστήματος, θάνατο προκαλούμενο είτε, από ασιτία είτε από αποδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος τους ρίχνοντας την ομοιόσταση των ζώων και κάνοντας τα έρμαια σε πληθώρα ασθενειών που αναπτύσσονται λόγω ασιτίας ή εσωτερικών τραυματισμών είτε από ασφυξία. Συνήθως τα ζώα αυτά υποφέρουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα συνοδευόμενα από ανείπωτους πόνους μέχρι να καταλήξουν.
Συμπληρωματικά, τα μικροπλαστικά (θραύσματα πλαστικών μικρότερα από 5 mm), διασπώνται στο θαλασσινό νερό και απελευθερώνουν έμμονους οργανικούς ρύπους (ΡΟΡ) όπως οι phthalates και τα PCBs. Αυτά είναι χημικές ενώσεις που χρησιμοποιούνται στην διαδικασία δημιουργίας πλαστικού και εντοπίζονται σε μια σωρεία προϊόντων (σπρέι μαλλιών, σαπούνια, λιπαντικά, κ.α.). Οι χημικές ενώσεις αυτές με το που θα εισέλθουν στο σύστημα των θαλάσσιων θηλαστικών αποκτούν τοξικές ιδιότητες και προκαλούν τεράστια προβλήματα υγείας και ασθένειες που λόγω βιοσυσσώρευσης, οι συγκεντρώσεις τους στα ζώα είναι πολύ μεγάλες.
Τέλος, η αφαίρεση βιοποικιλότητας ειδών – στόχων που αποτελούν θηράματα για τα θαλάσσια θηλαστικά καθώς και η πιθανότητα για την κατά λάθος παγίδευση κάποιου θαλάσσιου θηλαστικού σε αλιευτικό εργαλείο μέσω της παρεμπίπτουσας αλιείας (By Catch) επηρεάζει τα θαλάσσια θηλαστικά που χρησιμοποιούν μια θαλάσσια περιοχή. Δυστυχώς, τα ζώα παγιδεύονται στην προσπάθεια τους να κυνηγήσουν ή απλά κατά την διάρκεια διέλευσης τους εγκλωβίζονται κατά λάθος στα δίχτυα, τραυματίζονται σοβαρά και συχνά πεθαίνουν από ασφυξία.
Τα θετικά είναι ότι στον κόλπο επικρατεί μια ισορροπία όπως φαίνεται μεταξύ ανθρωπογενών επιπτώσεων και διατήρησης της οικολογίας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων καθώς και ότι έχει συσπειρωθεί ο αλιευτικός κόσμος, το κοινό και οι Λιμενικές Αρχές του Παγασητικού κόλπου και συνεργάζονται με το πανεπιστήμιο για το κοινό καλό, την διατήρηση και προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων του κόλπου καθώς επίσης και στην προσπάθεια αναγνώρισης νέων ευκαιριών ανάπτυξης καθώς και διάνθισης των ήδη υπαρχόντων ευκαιριών της τοπικής κοινωνίας.

Η Έλενα Ακριτοπούλου είναι Συνεργάτης Λέκτορας, Υποψήφια Διδάκτωρ στη Μοριακή Οικολογία των Θαλάσσιων Θηλαστικών. Μονάδα Βιοπαρακολούθησης Θαλάσσιων Θηλαστικών Τμήμα Γεωπονίας, Ιχθυολογίας και Υδάτινου Περιβάλλοντος Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το