Πολιτισμός

Νίκος Παπαδόπουλος: Ο καθένας είναι πολλά περισσότερα από αυτά που επαγγέλλεται

Ο Νίκος Παπαδόπουλος γεννήθηκε το 1974 στον Βόλο, όπου και κατοικεί. Σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 2000 ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου. Ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία, εκθέτοντας έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στη Θεσσαλονίκη και τον Βόλο. Διετέλεσε μουσικός παραγωγός σε ραδιοφωνικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης και του Βόλου, ενώ από το 2001 υπήρξε ραδιοφωνικός παραγωγός στη Δημοτική Ραδιοφωνία του Βόλου όπου παρέμεινε μέχρι και το 2010. Είναι πατέρας δύο παιδιών, τα οποία και τον παρότρυναν να προχωρήσει για πρώτη φορά στην έκδοση κάποιων διηγημάτων του.

Συνέντευξη ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

«Το πέρασμα», η συλλογή διηγημάτων σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΗΒΗ». Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του βιβλίου;
Το βιβλίο αποτελείται από 34 αυτοτελή διηγήματα, που άνετα διαβάζονται ξέχωρα το ένα με το άλλο, αλλά συνάμα συνδέονται μεταξύ τους μ’ ένα αχνό νοηματικό νήμα ή μια σκυτάλη, την οποία κάθε διήγημα παραδίδει στο επόμενο. Μια ανθρώπινη μορφή, ένα βιβλίο, μια φράση, ένα έπιπλο, ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα βότσαλο, μια μουσική, ένας άνεμος, ένας βράχος, μία σοφίτα μοιάζουν με αναντικατάστατες ψηφίδες ενός πολύχρωμου μωσαϊκού, που σφύζει από ζωή. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο. Ένα κείμενο, μια σκέψη, ένα γεγονός, μια λέξη μπορεί να έχουν πολλές αναγνώσεις, πολλές οπτικές γωνίες πρόσληψης και αντίληψης. Γι’ αυτή την πρισματική διάχυση νοημάτων επιστρατεύεται ο συμβολισμός. Σε κάθε διήγημα είναι διάσπαρτοι συμβολισμοί – κλειδιά που ξεκλειδώνουν εκείνες τις πόρτες οι οποίες οδηγούν σε μία βαθύτερη κατανόηση της γραφής και στην ανασκαφή κρυμμένων από την επιφανειακή ανάγνωση νοημάτων. Ο λόγος για το εφήμερο, το εδώ και το τώρα, την ονειροπόληση, τη φαντασία, τη μοναξιά, την προσμονή, τον ανθρώπινο μόχθο, τη βύθιση στα βάθη της ψυχής, την τυχαιότητα και τη νομοτέλεια, τον μαραθώνιο της ζωής, τη ζωή την ίδια. Μα το ίδιο δεν συμβαίνει και με την ίδια τη ζωή; Ένα γεγονός τις περισσότερες φορές το αντιλαμβανόμαστε επιδερμικά μα υπάρχει αίτιο, τούτο συνδέεται με προηγούμενες πράξεις ή παραλείψεις μας κι επηρεάζει αναπόδραστα το μέλλον, ασχέτως εάν εμείς τις περισσότερες φορές δεν το αντιλαμβανόμαστε ή αποφεύγουμε να το αντιληφθούμε. Υπάρχουν βαθύτεροι λόγοι που εξηγούν το γιατί, το πότε, το πώς πράττουμε κάτι. Στο βιβλίο οι λόγοι αυτοί ξεδιπλώνονται μέσω πολλαπλών και πολυεπίπεδων συμβολισμών. Τούτο καθιστά την ανάγνωση λίγο πιο εξερευνητική κι εσωτερική, καθώς στην προσπάθειά του να λύσει τον γρίφο ενός συμβολισμού, ο αναγνώστης προβληματίζεται και αναθεωρεί την αρχική αίσθηση. Το βιβλίο, όπως άλλωστε και η ζωή, δεν δίνει έτοιμες λύσεις. Ερμηνεύοντας τους συμβολισμούς ο κάθε αναγνώστης είναι ελεύθερος να δώσει τη δική του ερμηνεία ή εξήγηση στις απορίες, τα ερωτηματικά, τα διλήμματα ή τα παράδοξα που αφήνει κάθε μικρή ιστορία να αιωρούνται προς το τέλος της. Με απόλυτα φυσικό τρόπο συνεχίζει ο ίδιος πια τη διήγηση, ερμηνεύοντας το κείμενο και τους συμβολισμούς του μέσ’ από το δικό του πρίσμα αντίληψης, στο οποίο και θ’ αναζητήσει τις δικές του απαντήσεις. Και αν μη τι άλλο, μέσω αυτής της διαδικασίας θ’ ανακαλύψει πολλά για τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι όπως μου έχουν μεταφέρει τουλάχιστον όλοι όσοι διάβασαν μέχρι στιγμής το βιβλίο.

Από τα πρώτα κείμενα ο αναγνώστης διαπιστώνει πως τα κείμενα συνομιλούν, συνδέονται μεταξύ τους. Θέλετε να μας εξηγήσετε;
Η ζωή απαρτίζεται από στιγμές τις οποίες αναπόδραστα τις εκλαμβάνουμε μεμονωμένα και αυτοτελώς. Η παιδική ηλικία λ.χ., τα μαθητικά χρόνια, ο πρώτος έρωτας, οι σπουδές, η στρατιωτική θητεία, η οικογένεια, μία απώλεια κ.λπ. Όλες τούτες οι στιγμές δεν μοιάζουν παρά με μικρά διηγήματα, πλην όμως αποτελούν η καθεμία μέρος της μιας και μοναδικής ζωής που βιώνει κανείς. Του ενός και μόνου «περάσματος» που διανύει. Το ίδιο συμβαίνει και στο βιβλίο. Παρότι αρχικά τα 34 διηγήματα μοιάζουν αυτοτελή και ασύνδετα, στην πορεία ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πως αυτά συνδέονται μεταξύ τους, όπως συνδέεται η κάθε στιγμή που βιώνουμε με τις προηγούμενες και τις επόμενες. Κι έτσι στο τέλος καταλαβαίνει πως δεν διάβασε 34, αλλά ένα και μόνο διήγημα.

Πώς και πότε θεωρείτε ότι η προσωπική μνήμη αποκτά λογοτεχνικό ενδιαφέρον;
Η προσωπική μνήμη αποκτά ενδιαφέρον για τον συγγραφέα όταν μετουσιώνεται σε συναίσθημα και νιώθει την ανάγκη να το εκφράσει. Το εάν το ενδιαφέρον αυτό έχει κάποια λογοτεχνική αξία, μπορεί να το κρίνει μόνο ο αναγνώστης.

Πώς συνδυάζετε τη συγγραφή με το επάγγελμα του δικηγόρου;
Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να θέσει κανείς στον κάθε άνθρωπο που συνδυάζει πολλά και ίσως άσχετα μεταξύ τους ενδιαφέροντα. Το ένα δεν αναιρεί ούτε προϋποθέτει το άλλο. Ο καθένας είναι πολύ περισσότερα από αυτά που επαγγέλλεται. Σε κάποια διηγήματα ο αναγνώστης θα συναντήσει τον δικηγόρο και δι’ αυτού το ζητούμενο της δικαιοσύνης, πέρα από τα αυστηρά πλαίσια μιας νομοθετημένης ή δικαστηριακής πρακτικής. Αναφέρομαι στην αυτοκριτική στην οποία οφείλει να υποβάλει ο καθένας τον εαυτό του και στην κάθαρση που χαρίζει η αυτογνωσία. Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, είναι τελικά λυτρωτικό ν’ απαγγέλλουμε οι ίδιοι κατηγορίες κατά του εαυτού μας, να καταθέτουμε με ειλικρίνεια υπέρ και κατά αυτού, να απολογούμαστε οι ίδιοι για τις πράξεις μας και στο τέλος οι ίδιοι ν’ ανακοινώνουμε την ετυμηγορία και να αποδεχόμαστε θαρραλέα την όποια ποινή. Μόνον έτσι πιστεύω πως μπορεί κάποτε η ανθρωπότητα να κερδίσει τη δίκη, που όσο ζούμε συνεχίζεται. Αυτό το νόημα είχε και η παρουσίαση του βιβλίου εν είδει ποινικής δίκης στο Δικαστικό Μέγαρο του Βόλου. Θαρρώ πως όσοι παρευρέθησαν το κατάλαβαν ή καλύτερα το ένιωσαν.

Ποια ήταν η αφορμή να ξεκινήσετε να γράφετε;
Δεν υπήρξε ποτέ κάποια αφορμή, αλλά μια διαρκής ανάγκη. Γράφω από παιδί. Κάποια διηγήματα στο βιβλίο έχουν γραφεί πριν είκοσι και πλέον χρόνια. Απλά επέλεξα (κατόπιν ισχυρής παρότρυνσης φίλων) να προχωρήσω στην έκδοση κάποιων από τα περίπου 450 διηγήματα που έχω σε χειρόγραφα.

Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς;
Πολλοί, απλά επίτρεψέ μου ν’ αναφέρω αυτούς τους οποίους ξαναδιαβάζω, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες, ο Αλμπέρ Καμύ και από ποιητές σχεδόν μονίμως μου κρατά συντροφιά η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη.

Ήταν η περίοδος της πανδημίας για εσάς γόνιμη αναγνωστικά και συγγραφικά;
Γράφω και διαβάζω διαρκώς, οπότε η περίοδος αυτή δεν άλλαξε κάτι. Εκμεταλλεύτηκα την περίοδο της καραντίνας για ν’ αφιερώσω περισσότερο χρόνο στα παιδιά μου, ώστε να μην νιώσουν έντονα την ψυχολογική πίεση που συνεπάγεται ένας εγκλεισμός, έστω και αναγκαίος.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την ειλικρίνεια απέναντι στους άλλους και στον εαυτό μας.

Ασχολείστε με τη συγγραφή ή έκδοση κάποιου νέου βιβλίου;
Είναι σχεδόν έτοιμο το επόμενο, αλλά θα περιμένω να σταθεί καλά στα πόδια του το πρώτο, το οποίο κρίνοντας από την προτίμηση που του δείχνει το αναγνωστικό κοινό είναι σχεδόν βέβαιο ότι σ’ έναν ή δύο μήνες θα επανεκδοθεί.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το