Άρθρα

«Μικρασία χαίρε» 100 χρόνια μετά – Συν-ομιλία των λαών της Μικράς Ασίας μέσα από τα λογοτεχνικά κείμενα

 

Της
Αρετής Τζανετοπούλου,
διευθύντριας Μουσικού Σχολείου Βόλου,
δρ Φιλολογίας

Η Ιστορία διδάσκει, αλλά δυστυχώς εμείς ποτέ δεν διδασκόμαστε. «Η Ιστορία είναι το ιδανικό όχημα ενδο- και ετερο- κατανόησης. Ένας σύντροφος απαράμιλλος στο μικρό, μα και τόσο μεγάλο, ταξίδι ζωής του καθενός μας», και «Είναι μία πηγή συνεχούς στοχασμού και αναστοχασμού – του εαυτού μου, της κοινωνίας, ολόκληρου του κόσμου» λέει η ιστορικός, καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ, Μαρία Ευθυμίου. Τα γεγονότα βέβαια με την εισβολή στην Ουκρανία αποδεικνύουν περίτρανα ακόμη μια φορά ότι δυστυχώς δεν διδασκόμαστε από την Ιστορία και ότι τα συμφέροντα, πολιτικά και οικονομικά, είναι πάνω από το δικαίωμα του ανθρώπου στην ειρήνη και πάνω από το δικαίωμα του ανθρώπου να ζήσει. Για μια φορά ακόμη οι ξυπόλητες ψυχές των ανθρώπων θα βαδίσουν στα αποκαΐδια της «Πράγας», της «Κύπρου», της «Μικρασίας». Και εμείς που θέλουμε να διδάξουμε στα παιδιά την ειρήνη, τη βαθιά πεποίθηση ότι οι άνθρωποι κάνουν τα ίδια όνειρα, έχουν τους ίδιους καημούς, δακρύζουν με την ίδια συγκίνηση, πονάνε με τον ίδιο πόνο καταφεύγουμε στη λογοτεχνία γιατί ίσως μόνο η λογοτεχνία τα λέει όλα, ενώ η ιστορία συνήθως …ό,τι της αρέσει, ό,τι την «βολεύει» ή ό,τι κρίνει σημαντικότερο.
100 χρόνια μετά από την καταστροφή της Σμύρνης ας δούμε τη λογοτεχνία που με κοινό τόπο τη μνήμη, την ιστορία, τη βιωμένη εμπειρία, τα φορτία της συναισθηματικής έντασης, του αφηγηματικού χρόνου κατά τη διάρκεια της ειρηνικής συνύπαρξης Ελλήνων και Τούρκων αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτά που ενώνουν τους λαούς είναι περισσότερα από αυτά που τους χωρίζουν. Καθώς η ιστορία γίνεται το κύτταρο της λογοτεχνίας, οι συγγραφείς, κατασκευαστές της μυθοπλασίας, των ηρώων και της αφήγησης, αποτυπώνουν σύμφωνα με τη δική τους κοσμοθεωρία και εμπειρία την εικόνα των Μικρασιατών και επικοινωνούν με το δικό τους προσωπικό τρόπο με τον αναγνώστη κάνοντάς τον συμμέτοχο και συνδηλωτή της αφήγησής τους, μιας αφήγησης με μηνύματα ειρήνης και ανθρωπιάς. Έτσι στα «Ματωμένα Χώματα» η Διδώ Σωτηρίου και στου «Χατζηφράγκου» ο Κοσμάς Πολίτης παρουσιάζουν με ιδιαίτερη ευαισθησία την πολυπολιτισμικότητα της Μικράς Ασίας, της Σμύρνης όπου στον «παρδαλό» της κόσμο όλοι είχαν τη συνταιριαστή τους θέση τους και τον ρόλο τους όπως η Εβραία σιόρα Φιόρα του Κ. Πολίτη που το Πάσχα έφτιαχνε και μοίραζε τσουρέκια και κόκκινα αβγά όπως και οι Τούρκοι της Σωτηρίου ήταν «μουσαφιραίοι» στα ελληνικά σπίτια και το ίδιο οι Έλληνες στα «Τουρκοχώρια». Για τη Λωξάνδρα ο Τούρκος ήταν κάτι φοβιστικό, αλλά δεν είχε καμιά σχέση με τον δικό της Αλή και Μεμέτ, τους ανθρώπους του σπιτιού της, τους ανθρώπους της δικής της ζωής όπως και η μορφή του Ισμαήλ του Τ. Αθανασιάδη που λυγίζει με ευλάβεια μπροστά στην εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ενώ μέσα από μια αυτοτελή ιστορία του ιδίου στα «Παιδιά της Νιόβης» με πρωταγωνιστή έναν Μικρασιάτη που καταδιώκεται από τους Τούρκους, αναδεικνύεται η εικόνα μιας Τουρκάλας που εστιάζεται στη «ζέστα» της ανθρωπιάς καταρρίπτοντας τα σύνορα τα εθνικιστικά, τα θρησκευτικά και τα πολιτικά. Η αφήγηση περιγράφει την Άλλη ως υπερεθνική μάνα που πονάει τα παιδιά του κόσμου και όχι ως αλλόθρησκη και εχθρό. Είναι αυτή που αποφασίζει να μην καταδώσει τον Χριστιανό έστω κι αν αυτή η πράξη θα έσωζε τον ίδιο της τον γιο που κι αυτός είχε λιποτακτήσει από τον τουρκικό στρατό. Η λογοτεχνική αυτή εικόνα αποτελεί μια καταγγελτική γραφή της Λογοτεχνίας ενάντια στον πόλεμο. Και η αφορμή όλων αυτών είναι η ανάγκη να πούμε κάτι ο ένας στον άλλον, να πούμε κάτι στα παιδιά, να θυμηθούμε τη Μικρασία και να καταγγείλουμε κάθε μορφή βίας. Απλά επιλογή είναι η Λογοτεχνία γιατί «η φρίκη δεν κουβεντιάζεται» και «στάζει ο μνησιπήμων πόνος».
Κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.
Γιώργου Σεφέρη, «Ο τελευταίος σταθμός»
*
Ένας παρδαλός κόσμος ανακατευόταν κι ερχόταν σε κάθε λογής συναλλαγές με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ρωμιοί εμπορευόμενοι και χωριάτες με μαύρες βράκες και χρωματιστά τουζλούκια στις γάμπες. Αρμένηδες με φέσια, φοβισμένοι από τους διωγμούς μα καπάτσοι. Εβραίοι με άσπρες κελεμπίες, που συναγωνίζονταν στην πονηριά με τους Λεβαντίνους. Ιταλιάνοι ξεπεσμένοι και Γερμανοί που αναζητούσαν ζωτικό χώρο.
Τα Ματωμένα Χώματα – Διδώ Σωτηρίου
Αγαθοί Τούρκοι χωρικοί που πουλούσαν καθισμένοι σταυροπόδι στα μπεζεστένια, με τον απαραίτητα ναργιλέ πλάι τους.
Στη μεγάλη σκόλη της Σκηνοπηγίας, η σιόρα Φιόρα μοίραζε στη γειτονιά γλυκά και φρούτα, κ’ οι χριστιανές νοικοκυρές της στέλνανε το Πάσχα τσουρέκια και κόκκινα αυγά.
Κοσμάς Πολίτης – Στου Χατζηφράγκου
*
Τούρκους δεν είχαμε στο χωριό – κι ας ήτανε τα τούρκικα η γλώσσα που μιλούσαμε. Άσβηστη καντήλα έκαιγε στην καρδιά η αγάπη για την πατρίδα μας την Ελλάδα. Οι Τούρκοι απ’ τα γύρω χωριά, το Κιρετσλί, το Χαβουτσλί, το Μπαλατζίκ, μας τιμούσανε και μας θαυμάζανε. Έκοβε λέει το μυαλό μας κι ήμασταν εργατικοί. […] Μέρα δεν περνούσε που να μην κατεβούνε στην αγορά μας Τούρκοι χωριάτες. […] Μερικοί μέναν μουσαφιραίοι σε φιλικά σπίτια. Τρώγανε ψωμί μαζί μας και κοιμόντανε στα στρώματά μας. […] Το ίδιο κάνανε και οι δικοί μας όταν πήγαιναν κατά τα Τουρκοχώρια…
Τα Ματωμένα Χώματα – Διδώ Σωτηρίου
*
Οι Τούρκοι βέβαια ήτανε σκυλιά, αλλά οι Τούρκοι για τη Λωξάντρα ήταν μια έννοια πολύ μπερδεμένη. Οι Τούρκοι ήτανε μια μάστιγα για την ανθρωπότητα, μια θεομηνία. Σα να λέμε: χολέρα, σεισμός, κεραυνός. Τι σχέση, όμως, είχανε τα πράματα με τον Αλή ή με τον αυγουλά της το Μουσταφά, που όταν έβγαζε στο νύχι του καλαγκάθι της γύρευε αγίασμα απ’ το Μπαλουκλί;
-[…] η Λωξάντρα φοβότανε και το μπεχτσή. Και τον φοβότανε μόνο τη νύχτα. Λύνουνταν ο αφαλός της απ’ τον τρόμο όσο το άκουγε να περπατά ολομόναχος μέσα στα σκοτεινά σοκάκια και να χτυπά με τη σαμπανίκα του τις ώρες πάνω στο καλντιρίμι. Όμως, το πρωί όταν τον έβλεπε κακομοιριασμένο, ξαγρυπνισμένο, να κουβαλά πάνω στην πλάτη του μια ξύλινη σκάλα και να περπατά από φανάρι σε φανάρι για να σβήσει τις λάμπες του δρόμου, τότες τον λυπότανε και έτρεχε να του ψήσει καφέ.
-Αλή, μπρε Αλή. Να! Κακό – χρόνο νάχεις! Έλα μωρέ να πιεις έναν καφέ, αδικιωρισμένε.
Μπρε Μεμέτ, ένα πράμα θέλω να με πεις: ήσουνα προχτές στους δρόμους στη σφαή ήσουνα ή δεν ήσουνα; Άμα τη αλήθεια θέλω να με πεις.
-Βαλλάχ! Μπιλλάχ! Ο Μεμέτ δεν ήτανε.
-Αμέ κ’ εγώ είπα, δα! Και αρχίζει να κλαίει. Γιατί φρενιάσανε; Τι τους έφταιξε ο κακομοίρης ο Μουσιού Αρντίν και πιάσαν και τον σφάξαν; Όχι πες με, τι τους έφταιξε;
-Βαχ! Βαχ! Βαχ! Είπε ο Μεμέτ.
Μαρία Ιορδανίδου – Λωξάνδρα
*
-Ρεϊζ εφέντη, σ’ όλα αυτά, φταίνε τα σύνορα και οι θρησκείες. Άνθρωποι είμαστε όλοι μας. Ένας είναι ο Θεός, αδιάφορο ποιος είναι ο προφήτης του. Κι άμα το θένε οι μεγάλοι, τα ταιριάζουνε.
Κοσμάς Πολίτης – Στου Χατζηφράγκου
Πρώτη φορά του ο Δημητρός νιώθει τέτοια συγκίνηση. Ακούς εκεί, μια αλλόθρησκη, ένας εχτρός και να σου φερθεί σα μάνα…
-Βρε καλά δεν περνούσαμε τόσον καιρό; Τι τον θέλανε τον πόλεμο; Μας ρώτησαν εμάς αν μας αρέσει να πολεμήσουμε; Άι σιχτίρ, να μην μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θές. Γιατί θαρρείς εγώ λιποτάχτησα; Δεν μπορούσα να σκοτώσω. Ο Δημητρός δεν ήξερε τι να πει. Κανείς δεν μιλάει. Η ψυχή φουσκώνει. Τα μάτια βουρκώνουν. Η καρδιά λιώνει…
Όλοι έχομε τα ντέρτια μας… Να, εγώ δεν ξέρω σε ποιον προφήτη να προσευχηθώ -στον Μωάμεθ ή στον Χριστό; Μέσα στο σόι μας έχουν πιστέψει και στους δυο. Και στους δυο προσεύχομαι κάθε μέρα και τους παρακαλώ να ’χουν τον μπέη μου γερό. Δεν τον αγαπούν στο κονάκι γιατί έχει πολλές φιλίες με τους χριστιανούς…
Τελείωνε πια ο Νοέμβρης, μα δεν έλεγε πια να βρέξει. […] Μέσα στην αθόρυβη ώρα, απ’ το μέρος του μπεζεστενιού ακούστηκαν οι ψαλμωδίες μιας λιτανείας. Ανέβαινε με επικεφαλής το εικόνισμα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. […] Ξαφνικά, καθώς η πομπή έστριβε απ’ το καφενείο του Μιχάλαγα για το σταθμό, απ’ την αντίθετη μεριά, φάνηκε πάνω στο γαϊδουράκι του, με την κατσίκα του πλάι, ο μεβλεβής Ισμαήλ. Στ’ αντίκρυσμά της ο ερημίτης λύγισε με ευλάβεια το ξερακιανό κορμί του μέσα στον πράσινο χιτώνα, κατεβάζοντας τα αλλήθωρα μάτια του. […] Οι δύο θρησκείες αντιπέρασαν χωρίς εχθρότητα.
Tάσος Αθανασιάδης

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το