Πολιτισμός

Κωνσταντία Σωτηρίου: Με απασχολεί το τραύμα στην Κύπρο και πώς το διαχειριζόμαστε

Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε στη Λευκωσία και εργάζεται ως λειτουργός τύπου στο Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το μυθιστόρημά της «Η Αϊσέ πάει διακοπές» βραβεύτηκε με το Athens Prize for Literature και ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και Ελλάδας. Το μυθιστόρημά της «Φωνές από Χώμα» ήταν στη βραχεία λίστα των κρατικών βραβείων Κύπρου και Ελλάδας.
Το μυθιστόρημά της «Πικρία Χώρα» βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου στην κατηγορία Διήγημα/Νουβέλα.
Αναδείχθηκε νικήτρια του Λογοτεχνικού Βραβείου της Κοινοπολιτείας 2019 της περιφέρειας Ευρώπης και Καναδά, αλλά και παγκόσμια νικήτρια του διαγωνισμού για το διήγημά της «Έθιμα θανάτου» που αποτελεί μέρος της «Πικρίας χώρας». Η «Πικρία Χώρα» ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2021. Έχει γράψει θεατρικά έργα για ανεξάρτητες σκηνές και τον θεατρικό Οργανισμό Κύπρου. Το μυθιστόρημά της «Brandy Sour» κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Πατάκη.

Συνέντευξη
ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Brandy sour, το βιβλίο σας, ένα μυθιστόρημα σε είκοσι δύο δωμάτια, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Το βιβλίο αναφέρεται στο εμβληματικό ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, το οποίο οικοδομήθηκε τη δεκαετία του 1950 στο κέντρο της Λευκωσίας και βρέθηκε στο κέντρο των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων, από τότε που χτίστηκε μέχρι και σήμερα. Εκεί μαζευόταν η μπουρζουαζία της εποχής, πίνοντας το θρυλικό κοκτέιλ Brandy Sour που έγινε το σήμα κατατεθέν του ξενοδοχείου, εκεί γίνονταν οι κοσμικοί γάμοι και όλες οι σπουδαίες πολιτιστικές εκδηλώσεις της εποχής. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, βρέθηκε στο κέντρο όλων των μεγάλων πολιτικών εξελίξεων: Στα σαλόνια του συγχρωτίζονταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες, κοσμικοί και πολεμικοί ανταποκριτές που κάλυπταν τους πόλεμους της Μέσης Ανατολής, εκεί έγινε το δείπνο για την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, αλλά και μια από τις φονικότερες μάχες στην τουρκική εισβολή του 1974. Στα σαλόνια του αργότερα έγιναν οι πρώτες διακοινοτικές συνομιλίες για επίλυση του Κυπριακού και στους κήπους του οι ανταλλαγές Ελληνοκύπριων και Τουρκοκυπρίων αιχμαλώτων. Πλέον τώρα είναι το σπίτι της ειρηνευτικής δύναμης των Ηνωμένων Εθνών και είναι σχεδόν υπό κατάρρευση, αφημένο στη μοίρα του. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν πως το ξενοδοχείο αποτελεί μια αντανάκλαση της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας μου, μια μικρογραφία των γεγονότων και θέλησα μέσω αυτού να μιλήσω ξανά για την ιστορία του τόπου, αυτού που θέλαμε να είχε υπάρξει, αλλά απέτυχε στο τέλος να υπάρχει. Μέσα από το βιβλίο αναφέρομαι στις ζωές 22 ανθρώπων που πέρασαν από το ξενοδοχείο μέσα από την ιστορική διαδρομή του κτηρίου και στον τρόπο που το μεγάλο αυτό οίκημα επηρέασε τις ζωές και τον κόσμο τους. Αναφέρομαι σε γνωστούς ανθρώπους που φιλοξενήθηκαν στο Λήδρα Πάλας, όπως τον Γιούρι Γκακάριν, την πριγκίπισσα Μαργαρίτα ή την Αλίκη Βουγιουκλάκη, αλλά και σε λιγότερο γνωστούς, όπως οι καθαρίστριες, οι θυρωροί και τα γκαρσόνια του ξενοδοχείου, που βίωσαν αλλιώτικα το κτήριο.

Γιατί επιλέξατε το Λήδρα Παλάς, το εμβληματικό ξενοδοχείο με τα 22 δωμάτια για τις αντίστοιχες ιστορίες σας;
Η αφορμή για να γράψω αυτό το μυθιστόρημα ήρθε από την Αγγλία. Ενώ έγγραφα ένα άλλο βιβλίο, πιστέψτε με η Κύπρος παρουσιάζει πολλές άλλες παθογένειες, πέραν του Κυπριακού προβλήματος, μου έγινε ανάθεση να γράψω ένα διήγημα για την αγγλική ανθολογία «All walls collapse: Stories of Separation» που έγινε σε συνεργασία του Pen England και του Comma Press. Πρόκειται για μια ανθολογία όπου 12 συγγραφείς από 12 χώρες κληθήκαμε να γράψουμε ο καθένας στη γλώσσα του για τα τείχη που χωρίζουν την πατρίδα μας. Εμένα μου ζήτησαν να γράψω για την Πράσινη Γραμμή. Σκέφτηκα λοιπόν ότι το ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας είναι στο μυαλό μου το σύμβολο του διαχωρισμού στην Κύπρο και αποφάσισα να γράψω για αυτό. Όλα όσα είναι το ξενοδοχείο φώναζαν μέσα μου διαχωρισμός, άλλωστε το Λήδρα Πάλας, έχει δώσει το όνομά του στο πιο γνωστό οδόφραγμα του τόπου μου, και έτσι αποφάσισα να μιλήσω για όλα όσα έγιναν και εξακολουθούν να γίνονται με φόντο το μεγάλο αυτό ξενοδοχείο και τους ανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους που πέρασαν από τα δωμάτιά του. Όταν ολοκλήρωσα το διήγημα για την ανθολογία, ένιωθα πως είχα ακόμα πολλά να πω και το διήγημα εξελίχτηκε τελικά σε μυθιστόρημα που εξελίσσεται σε 22 δωμάτια, με 22 ιστορίες ανθρώπων και 22 ποτά σπονδές στον πόνο του τόπου μου.

Έχετε γεννηθεί αμέσως μετά τη διχοτόμηση της πατρίδας σας, της Κύπρου. Είναι το βιβλίο σας ένα μέσο διατήρησης της ιστορικής μνήμης;
Δεν ξεκινώ να γράφω ένα βιβλίο έχοντας ως στόχο τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ωστόσο, αναπόφευκτα, όταν γράφεις ένα βιβλίο που «πατά» σε ιστορικά δεδομένα και γεγονότα, θέματα όπως αυτό της μνήμης έρχονται στην επιφάνεια. Θα έλεγα ωστόσο πως πολύ περισσότερο με απασχολεί το τραύμα στην Κύπρο και πώς το διαχειριζόμαστε και για μένα το Λήδρα Πάλας είναι το μεγάλο σπίτι του κυπριακού τραύματος.
Στα βιβλία μου, ωστόσο, αναφέρομαι περισσότερο στους ανθρώπους του τόπου και πώς το τραύμα του πολέμου επηρέασε τη ζωή και τις ψυχές του και πώς αυτό αποτέλεσε τη μεγάλη ρήξη με όλα νομίζαμε μέχρι να γίνει ο πόλεμος δεδομένα. Αν με απασχολεί η ιστορική μνήμη, με απασχολεί περισσότερο ως μνήμη για αυτά που χάθηκαν, και όχι ως η θεσμοθετημένη μνήμη που μπορεί να αποτελεί και το επίσημο εθνικό αφήγημα στην Κύπρο, το οποίο και υποχρεούνται κάποιος να ακολουθήσει.

Το βιβλίο έχει ήδη λάβει θερμή υποδοχή από αναγνώστες και κριτικούς. Ποια είναι τα δικά σας συναισθήματα λίγους μήνες μετά την έκδοσή του;
Νιώθω μεγάλη χαρά για την ανταπόκριση που είχε το βιβλίο και για το γεγονός ότι λίγους μήνες μετά την έκδοσή του προχώρησε κιόλας σε δεύτερη έκδοση. Μεγαλύτερη χαρά νομίζω μου δίνουν μηνύματα που λαμβάνω από αναγνώστες, ειδικότερα από κάποιους που έζησαν το μεγάλο ξενοδοχείο στις δόξες του και θέλουν να μοιραστούν κάποια ανάμνηση μαζί μου. Μερικές φορές δεν νιώθουμε οι συγγραφείς τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στη ζωή κάποιος που έζησε τα ιστορικά γεγονότα που περιγράφουμε στα βιβλία μας και με γεμίζει ακόμα και με αγωνία μερικές φορές η ανάγκη να μην τους αδικήσω να τιμήσω τις αναμνήσεις τους.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν συγγραφέα;
Να μη μένει στην ευκολία του και στην πεπατημένη. Να δοκιμάζεται σε νέα ήδη γραφής, σε νέες θεματικές, να γράφει ίσως αυτά τα οποία δεν θα ανέμεναν από αυτόν οι άλλοι να γράφει. Αυτό δεν σημαίνει πως θα προδώσει το στιλ του ή τον τρόπο γραφής που τον χαρακτηρίζει. Σημαίνει πως μεγαλώνει και ωριμάζει. Αυτή είναι άλλωστε η χαρά του γραψίματος, να εξελισσόμαστε και να γινόμαστε καλύτεροι.

Ήταν για εσάς η περίοδος της πανδημίας γόνιμη, αναγνωστικά και συγγραφικά;
Ήταν τελικά πολύ γόνιμη αν και δεν το είχα αντιληφθεί όταν συνέβαινε. Ένιωθα περισσότερο ανήσυχη και περιορισμένη. Διάβασα, ωστόσο, πάρα πολλά βιβλία, ξεκουράστηκα και έβαλα σε τάξη τα συγγραφικά μου αρχεία, αλλά και τις σκέψεις μου. Περισσότερο απ’ όλα νομίζω με βοήθησε η απομόνωση να αποκλείσω ήχους και παρεμβολές που δεν κάνουν καλό στο γράψιμο. Και από όλο αυτό γεννήθηκε τελικά το Brandy Sour, άρα ναι, τελικά ήταν ωραία και γόνιμη περίοδος και μου άφησε καλή κληρονομιά.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Θα σας αναφέρω δύο. Το πρώτο είναι το «Άκου το λιοντάρι» της Σώτης Τριανταφύλλου. Είναι απίστευτος ο τρόπος που η συγγραφέας δίνει τον αφηγηματικό λόγο σε κάθε ήρωα στο βιβλίο με τόσο πειστικό τρόπο, η λογοτεχνική της μαεστρία και η συγγραφική της τεχνική. Είναι ένα βιβλίο σεμινάριο δημιουργικής γραφής από μόνο του. Το ζήλεψα. Το δεύτερο, που ομολογώ πως το ξαναδιάβασα, αλλά είναι ένα από τα βιβλία στα οποία επανέρχομαι συνέχεια, είναι το «Ταξιδεύοντας σε ξένη γη» του Ντέιβιντ Παρκ, ενός πολύ σημαντικού Ιρλανδού συγγραφέα, που περιγράφει με απλότητα και ευφυΐα το ταξίδι ενός πατέρα προς τον γιο του. Λατρεύω τους Ιρλανδούς συγγραφείς, νομίζω πως μοιάζουν πολύ με τους Κύπριους, μας στοιχειώνει το πολιτικό πρόβλημα και οι περιβόητες «φασαρίες» που διαπερνούν συνεχώς την γραφή μας.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Δεν ξέρω αν μπορεί να θεωρηθεί αξία και ίσως ακουστώ και λίγο μπανάλ, αλλά θεωρώ πως για μένα είναι η μητρότητα. Δυσκολεύτηκα πολύ να γίνω μητέρα και για μένα τα παιδιά μου θα είναι πάντα το πιο σπουδαίο μου επίτευγμα.

Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;
Πριν το Brandy Sour έγραφα ένα άλλο βιβλίο, που έχει μεν ως φόντο πάλι την Κύπρο, αλλά δεν έχει σχέση με το Κυπριακό πρόβλημα, έχει να κάνει με την ξενοφοβία και τις γυναικοκτονίες. Επανέρχομαι λοιπόν αργά και σταθερά σε αυτά που έγραφα πριν, συνεχίζω την έρευνα και επιστρέφω σιγά σιγά στην αναγκαία εσωστρέφεια που νιώθω να την έχω μεγάλη ανάγκη για να μπορέσω να γράψω.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το