Τοπικά

Γενναίο τρίμηνο «ψαλίδι» στον ΕΦΚ-Προτάσεις καθηγητών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Για απορρόφηση από τις ίδιες τις επιχειρήσεις ενός μέρους των ανατιμήσεων που έρχονται σε μια σειρά προϊόντων, με συμπίεση του ποσοστού κέρδους τους, όπου αυτό είναι δυνατόν, προτείνει, προκειμένου να γλιτώσουμε το τσουνάμι των αυξήσεων, ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, δρ. Στέφανος Παπαδάμου. Από την πλευρά του ο καθηγητής του ίδιου Τμήματος Μιχάλης Ζουμπουλάκης προτείνει μια προσωρινή, για ένα τρίμηνο, γενναία μείωση της τάξης του 30%-35% στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα προϊόντα πετρελαίου που θα έχει θετική επίδραση στο κόστος πολλών αγαθών.

Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Παπαδάμου αναφορικά με το κατά πόσο θα επηρεαστεί και γιατί η πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, επισήμανε πως, δυστυχώς, όπως όλες οι οικονομίες στη σύγχρονη οικονομία είναι άμεσα συνδεδεμένες μέσω των παγκόσμιων αγορών, οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν θα επηρεαστεί.
Τόνισε ότι το κόστος δανεισμού χωρών και επιχειρήσεων θα ανέβει, δυστυχώς, λόγω υψηλότερου κινδύνου και αβεβαιότητας, δυσχεραίνοντας την ανάκαμψη.
Μάλιστα αν ληφθεί υπόψη και μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες ίσως τα πράγματα δυσκολέψουν. «Αν και πιστεύω ότι οι κεντρικές τράπεζες θα καθυστερήσουν λίγο την άνοδο των επιτοκίων και θα προχωρήσουν βαθμιαία σε αυτή βλέποντας τους κραδασμούς των αγορών. Δηλαδή θα αρχίσουν μια σειρά ανόδου, αλλά θα διαρκέσει περισσότερο χρόνο αυτή η κίνηση» υπογράμμισε.

Δεν θα πιάσουμε τον στόχο
Ο καθηγητής Οικονομικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μιχάλης Ζουμπουλάκης εξέφρασε την άποψη ότι ο στόχος για ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 4,9% φέτος δεν θα επιτευχθεί λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Εκτιμά, ωστόσο, ότι αν ο πόλεμος κρατήσει λίγες μόνον εβδομάδες, οι επιπτώσεις θα είναι σχετικά μικρές.
Τόνισε παράλληλα πως οι ελληνορωσικές οικονομικές σχέσεις δεν είναι τόσο σημαντικές, αφού εξάγουμε προϊόντα αξίας μόνον €86 εκ. και πέρσι δεχτήκαμε μόλις 590 χιλιάδες Ρώσους τουρίστες. Επιπλέον, το εμπόριό μας είναι ελλειμματικό με τη Ρωσία, αφού εισάγουμε φυσικό αέριο και προϊόντα πετρελαίου συνολικής αξίας €1,6 δισ.
«Πιο ανησυχητικό είναι οι γενικότερες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία, της οποίας η ανάπτυξη θα «φρενάρει» συμπαρασύροντας και την ελληνική οικονομία. Μικρότερη ανάπτυξη στην ΕΕ, σημαίνει λιγότερο εισόδημα για τους Ευρωπαίους, άρα μικρότερες δυνατότητες ελληνικών εξαγωγών, λιγότερα ταξίδια από τους Ευρωπαίους και βεβαίως ακριβότερες εισαγωγές. Αν όμως ο πόλεμος παραταθεί ή αν η Ουκρανία συνθηκολογήσει άνευ όρων και οδηγήσει τους Ρώσους σε σκέψεις για περαιτέρω σχέδια επέκτασης νότια ή δυτικά, ειλικρινά κανείς δεν ξέρει το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων. Όπως με την πανδημία, έτσι και με τον πόλεμο, η οικονομία έρχεται σε δεύτερη μοίρα» τόνισε.

Άγνωστο πού θα οδηγηθούν οι τιμές
Αναφορικά με το αν θα διογκωθεί περαιτέρω η ακρίβεια και σε τι επίπεδα αναμένεται να φτάσει, ο κ. Παπαδάμου σημείωσε πως «υπάρχει ένας πληθωρισμός που είναι πληθωρισμός προσφοράς και όχι ζήτησης, οπότε θα πρέπει οι ασκούντες την οικονομική πολιτική να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στον τρόπο αντιμετώπισής του. Ήδη λόγω της πανδημίας και της μείωσης της παραγωγής είχαμε μια αύξηση στο κόστος παραγωγής και στις πρώτες ύλες, ενώ ακολούθησε μια ενεργειακή κρίση με την άνοδο των τιμών του πετρελαίου και την επιδείνωσή της από τον πόλεμο στην Ουκρανία» σημείωσε.
Η τάση είναι ανοδική των εμπορευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αβεβαιότητα σε παγκόσμιο επίπεδο, δυστυχώς, χειροτερεύει τα πράγματα. Τόνισε ότι θα πρέπει να λυθούν άμεσα τα θέματα του πολέμου, αλλιώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγηθούν οι τιμές διαφόρων εμπορευμάτων όπως για παράδειγμα του χρυσού.

Αδύνατο να προβλεφθεί
Σύμφωνα με τον κ. Ζουμπουλάκη, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή του Ιανουαρίου, σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, ανέβηκε για πρώτη φορά μετά το 2000 στο 6,2%, κυρίως λόγω του κόστους ενέργειας και του κόστους μεταφορών. Ωστόσο, η μέτρηση αυτή είναι αποτέλεσμα της σύγκρισης με τον Ιανουάριο του 2021 που είχε αρνητικό πρόσημο. Αντιθέτως σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, δηλαδή τον Δεκέμβριο του 2021, οι τιμές μειώθηκαν κατά 0,3%.
«Όπως ανέφερα πιο πάνω, είναι αδύνατο να προβλέψεις την πορεία ενός φαινομένου όσο αυτό εξελίσσεται. Παρά τις εκτιμήσεις για πληθωρισμό πάνω από 8%, πρέπει να περιμένουμε λίγες εβδομάδες. Εξάλλου, αυτή η κρίση δεν αφορά καθόλου την προσφορά πετρελαίου, όπως το 1973 και η πρόσφατη άνωθεν ανακοπή της ανόδου των διεθνών τιμών το αποδεικνύει» εκτιμά ο καθηγητής.

Σε νέες επενδύσεις ενέργειας
Ερωτηθείς ο καθηγητής με γνωστικό αντικείμενο την Τραπεζική και Νομισματική Οικονομική σχετικά με το τι μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για την άμβλυνση στην αύξηση των τιμών, είπε πως οι επιχειρήσεις, δυστυχώς, θα πρέπει και αυτές να απορροφήσουν ένα μέρος του κόστους με μια μείωση του περιθωρίου κέρδους, όπου αυτό είναι εφικτό, δεδομένου ότι όλοι οι κλάδοι δεν λειτουργούν με ίδιο περιθώριο κέρδους. Και όχι να μεταφέρουν οποιοδήποτε αυξημένο κόστος παραγωγής πλήρως στον καταναλωτή. Τάχθηκε κατά των οριζόντιων μέτρων για τις επιχειρήσεις και πρόσθεσε πως η παρουσία μας στην ΕΕ για άλλη μια φορά θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε ακόμα μια κρίση, όπως έγινε και σε προηγούμενες περιπτώσεις.
Εξήγησε ότι θα πρέπει να υπάρξουν μέτρα άμβλυνσης του ενεργειακού κόστους συνολικά και όχι μόνο στο πλαίσιο μιας χώρας. Επίσης θα πρέπει επί την ευκαιρία να παρθούν μέτρα τόνωσης της εγχώριας παραγωγής με φορολογικά κίνητρα σε νέες ελληνικές παραγωγικές επιχειρήσεις για τη μείωση της έκθεσής μας στις διεθνείς πιέσεις.
«Η ελληνική οικονομία, όπως και η ευρωπαϊκή, θα πρέπει να ανοιχτεί σε νέες αγορές και επενδύσεις ενέργειας. Πάντα οι αλλαγές δημιουργούν νέες ευκαιρίες, θα πρέπει να υπάρξει διακριτική υποστήριξη επιχειρήσεων που συμβάλλουν στον παραγωγικό ιστό της χώρας».

Προσωρινή μείωση του ΕΦΚ
Ο πρώην αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μ. Ζουμπουλάκης προτείνει, πέραν των μέτρων ενίσχυσης των ασθενέστερων με επιδόματα θέρμανσης ή επιδοτήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου, πως επιβάλλεται η προσωρινή έστω μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα προϊόντα πετρελαίου. Υπογραμμίζει πως μια γενναία μείωση κατά 30-35% για 3 μήνες θα επιφέρει απώλειες εσόδων έως και 1,5 δισ. με βάση τα σημερινά επίπεδα κατανάλωσης.
«Όπως ξέρουμε, όμως, λόγω μικρής ελαστικότητας της ζήτησης αυτών των προϊόντων, η μείωση θα είναι μικρότερη και οι θετικές επιδράσεις στο κόστος όλων των αγαθών πολύ μεγαλύτερη. Ούτως ή άλλως, σύμφωνα με το Greek Energy Market Report 2021, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε βενζίνη, πετρέλαιο, φυσικό αέριο και ρεύμα αποδίδουν στα κρατικά ταμεία έσοδα που ανέρχονται στο 2,9% του ΑΕΠ. Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη, με εξαίρεση τη Σλοβενία, όταν ο ΜΟ στην ΕΕ είναι μόλις 1,9%» αναφέρει ο κ. Ζουμπουλάκης.

Περιορισμός στις σπατάλες
Δεν θεωρεί πιθανό το ενδεχόμενο εν μέσω κρίσης να κληθεί η Ελλάδα να εφαρμόσει πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης ο κ. Παπαδάμου. Παρόλα αυτά, όπως υποστηρίζει, θα πρέπει να περιοριστούν κάποιες σπατάλες στον δημόσιο τομέα, χωρίς να υπολογιστεί το οποιοδήποτε πολιτικό κόστος.

Μετά το 2023 η επιστροφή στα πλεονάσματα
Στο ίδιο μήκος κύματος με τον κ. Παπαδάμου και ο πρώην πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών Μιχάλης Ζουμπουλάκης. Όπως σημειώνει, οι βασικοί δημοσιονομικοί στόχοι που έχουν οριστεί στον προϋπολογισμό του 2022 σίγουρα δεν θα επιτευχθούν. Επειδή, όμως, αυτό δεν θα είναι αποτέλεσμα λαθών της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, αλλά του γενικότερου προβλήματος της ουκρανικής κρίσης, εκτιμά ως ελάχιστα πιθανό να σκεφτεί κάποιος να υποχρεώσει τους Έλληνες να πάρουν μέτρα ανάλογα της περιόδου των μνημονίων. Αντίθετα όπως λέει είναι πολύ πιο πιθανό, η επιστροφή στην απαίτηση για δημοσιονομικά πλεονάσματα μετά το 2023, ένεκα του τρίτου μνημονίου, να ανασταλεί περαιτέρω για κάποια χρόνια. «Αυτό που φοβάμαι είναι η υπαναχώρηση της κυβέρνησης για περισσότερες φορολογικές ελαφρύνσεις στον ΕΝΦΙΑ, την εισφορά αλληλεγγύης και τον ΦΠΑ.
Με δεδομένο ότι το υπουργείο Οικονομικών θεωρεί ως μέγιστη προτεραιότητα τη δημοσιονομική προσαρμογή (δηλ. τη μείωση ελλείμματος και χρέους), η εξίσωση γίνεται ιδιαιτέρως δυσεπίλυτη. Ας ελπίσουμε ότι η κρίση στην Ουκρανία θα τελειώσει γρήγορα και για τους Ουκρανούς και για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους.
Όταν φωνάζουμε «είμαστε όλοι Ουκρανοί», από οικονομικής απόψεως κυριολεκτούμε: Μπορεί αυτοί να ζουν δραματικά το παρόν περισσότερο, όλοι, όμως, στην Ευρώπη θα υποφέρουμε» τονίζει χαρακτηριστικά ο καθηγητής.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το