Πολιτισμός

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – Ιχνηλατώντας τα αθηναϊκά του διηγήματα

«Άλλως, οι άνθρωποι εις τας Αθήνας είναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ώστε διά να ερωτήσης κανένα τίποτε, πρέπει να του πληρώσης τα χασομέρια του»

Της
Σοφίας Κανταράκη,
φιλολόγου, ιστορικού,
[email protected]

Από τα εκατόν εβδομήντα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα 47 αφορούν στο αστικό τοπίο της αθηναϊκής πρωτεύουσας. Η Αθήνα δεν περνά αδιάφορα στο λογισμό, αλλά και στο θυμικό του Παπαδιαμάντη. Προσφέρει και αυτή, αν και σε μικρότερο βαθμό, τα λογοτεχνικά της κοιτάσματα. Έχει αφήσει τα μεταλλαγμένα αποτυπώματά της στην ψυχή του. Αποτυπώματα μιας ηθικής παρακμής, καθώς η πρωτεύουσα βιώνει την κοσμογονία της επερχόμενης αστικής μετάλλαξης με το πρόσχημα του εκσυγχρονισμού και της πολιτισμικής αναμόχλευσης.
Με την αθηναϊκή διηγηματογραφία ασχολήθηκε από το 1891, αν και είχε γνωρίσει την πρωτεύουσα από το 1869. Ο ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας Τέλλος Άγρας στήριξε αρχικά τον διαχωρισμό των Αθηναϊκών διηγημάτων από τα Σκιαθίτικα, βασιζόμενος στο τεχνικό επίπεδο της γραφής του πεζογράφου, καθώς διαφοροποιείται λόγω της μεταβολής του αφηγηματικού χώρου σε Σκιάθο και Αθήνα. Το αστικό τοπίο της Αθήνας φαίνεται να τυγχάνει διαφορετικής αντιμετώπισης από τη γραφίδα του Παπαδιαμάντη σε σχέση με αυτό της γενέτειράς του, αν και οι πρωταγωνιστές δεν διαφοροποιούνται κοινωνικά. Παραμένουν άνθρωποι του κοινωνικού στίβου και της βιοπάλης, πένητες και κακοπαθούντες. Περιθωριακές φιγούρες της φτωχολογιάς.
Η γραφή του πεζογράφου στα Αθηναϊκά διηγήματα καταδύεται με σύνθετες λέξεις, πλούσια επίθετα, εκτενείς προτάσεις, εμπεριστατωμένη σκέψη, και πάνω από όλα με την ιδιαίτερη γλώσσα των τριών αναβαθμών, σε διαγνώσεις της καθημερινής αστικής άπνοιας και στα εσωτερικά της τοπία. Παλινδρομεί ανάμεσα στο απτό και το ονειρώδες που δεν το μεγαλοποιεί μήτε το νοσταλγεί. Συνοδοιπορεί με τις δικές τους έννοιες, προσδοκίες, αλλά και τις ασταμάτητες απογοητεύσεις, οι οποίες θυμίζουν βασανιστικά το γήινο πεπερασμένο. Απλοί και ταπεινοί άνθρωποι είχαν γνωριστεί και συναναστραφεί μαζί του συνδεόμενοι με μια θερμή φιλία, αρκετοί από αυτούς ήταν και ενορίτες στο εκκλησάκι του Προφήτη Ελισαίου στο Μοναστηράκι, όπου ο Παπαδιαμάντης έψελνε. Σχεδόν όλοι αυτοί οι εύθρυπτοι πρωταγωνιστές του με την ταπεινή βιωτή τους στο άστυ, ανεξάρτητα από την κατάσταση στην οποία ανήκουν, καλούνται να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την καθημερινή πραγματικότητα, αλλά και να βυθιστούν στις ανάγκες του εαυτού τους και των γύρω τους, σε όσα τους κάνουν ξεχωριστούς, στις σχέσεις τους με τους ανθρώπους που αγαπούν, στον δεσμό τους με τον περίγυρο, στην αόρατη κλωστή που τους δένει πισθάγκωνα με το παρελθόν. Δοκιμάζονται, κρίνονται και κατακρίνονται, αποτυγχάνουν, ονειρεύονται ξανά, όχι τη δόξα ή την επιτυχία, αλλά την ευκαιρία να είναι ο εαυτός τους, πιστοί σε αυτό που πρεσβεύουν. Όσα κοινωνικά γεγονότα και να τους απειλήσουν, όσες κρίσιμες στιγμές κι αν χρειαστεί να αντιμετωπίσουν, αυτοί θα συνεχίσουν να ονειρεύονται ότι θα μπορέσουν να μείνουν αγνοί, ανόθευτοι, υπακούοντας στις ανάγκες της εσωτερικής τους πραγματικότητας. Άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, της δικής μας διπλανής πόρτας, η οποία, ίσως, να μην άνοιξε ποτέ να τους υποδεχθεί και να τους αισθανθεί συμπονώντας και συμπάσχοντας με τους καημούς που επιμελώς κρύβουν.
Από την άλλη υπάρχει ένας ζωηρός οπτικοποιημένος διάλογος με το συναισθηματικά αποφλοιωμένο τοπίο του κλεινού άστεως, ο οποίος ρέει αδιάκοπα μέσω των πρωταγωνιστών, μεταφέροντάς μας με ευστοχία τα τεκταινόμενα, αλλά και μια συνειδητά έκδηλη παρουσίαση του πάσχοντος πολιτιστικού και ανθρωπιστικού περιβάλλοντος. Είναι γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης δεν πορεύεται ερήμην της κοινωνίας που ζει, στέκεται, όμως, αμέτοχος κριτικής για τα πάθη των συμπασχόντων πλασμάτων. Δεν κατακρίνει και δεν υποβαθμίζει κανέναν. Έτσι, τα Αθηναϊκά του διηγήματα λειτουργούν ως πηγή και μαρτυρία για την κυνική και πολλές φορές απρόσωπη πραγματικότητα της Αθήνας, της οποίας και ο ίδιος είναι αφανής συλλειτουργός και συμμέτοχος των καταστάσεων, έστω και αν έχει κατηγορηθεί κατά καιρούς για ελλειπτικότητα στην πλοκή και την αφήγηση των διηγημάτων του.
Σε μια διεισδυτικότερη ανάγνωση του συνόλου της αθηναϊκής του διηγηματογραφίας αποκαλύπτονται φανερές, αλλά και υπόρρητες αναφορές εξοστρακισμού και εγκατάλειψης της χριστιανικής πίστης, της αγνής αφοσίωσης στον Θεό, ενώ από την άλλη οι πρωταγωνιστές φαίνεται ότι αποζητούν μία παρήγορη οπτασία λύτρωσης από τη φθορά της αστικής καθημερινότητας, τη νοσηρή συμβατικότητα και τις καχεκτικές κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός που αποδεικνύει περίτρανα τη συγγένεια του παπαδιαμαντικού κόσμου με τους τρέχοντες κοινωνικούς προβληματισμούς. Ο πεζογράφος μέσω του αφηγητή του προβληματίζεται εμφανώς, αντιλαμβανόμενος ότι η επικρατούσα τάση εκκοσμίκευσης, σε όλους τους τομείς, επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα από την επιταγές της πίστης του.
Στο άρθρο του «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις» είναι πασιφανής αυτή η θλιβερή και νοσηρή κατάσταση της πόλης των Αθηνών, η οποία συμπορεύεται και ταυτίζεται με το παράπονο για τη ματαιοδοξία των κατοίκων της: «Άλλως, οι άνθρωποι εις τας Αθήνας είναι τώρα τόσον πολυάσχολοι, ώστε διά να ερωτήσης κανένα τίποτε, πρέπει να του πληρώσης τα χασομέρια του» (5.270.6-8). Άνθρωποι που δεν έχουν γευτεί την ανταποδοτική μαγεία και τα θεία δώρα της φύσης της υπαίθρου, δεν έχουν βιώσει τη συνεκτικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στην ολότητά της, με τα καλά και τα άσχημά της, και καταλήγουν όμηροι της κολοβωμένης μικροαστικής παθητικότητας, καταλήγουν καταδικασμένοι να κυνηγούν μάταια το όνειρο μιας κοινωνικής καταξίωσης και επαγγελματικής ανέλιξης, με τίμημα το αίσθημα της ψυχικής απομόνωσης από την αέναη προσπάθεια εξασφάλισης της επιτυχίας. Άλλωστε οι στοχασμοί και οι κοινωνικοί προβληματισμοί του διατυπώνονται και σε μια εποχή ιδεολογικών μεταβολών και κρίσεων, αστικοποίησης, αλλά και κρίσης εθνικής ταυτότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας κατακλυσμός διαβρωτικών ιδεών μέσα στον οποίο η μάζα της πολύβουης Αθήνας ταλανίζεται στην αφέλειά της, υποκύπτοντας όλο και περισσότερο σε έναν πολιτιστικό μαρασμό και μια αντίστοιχη ηθική κατάπτωση. Ο ίδιος, όμως, αντιστέκεται λογοτεχνικά ως ηθικό παράδειγμα με την εθιστική του πένα. Είναι ο λογοτέχνης που αντιμετώπισε ειρωνικά ακόμη και τον αντιεβραϊσμό· στο αφήγημα «Ο αντίκτυπος του νου» ρωτά: «Μήπως οι Εβραίοι δεν είνε άνθρωποι; Ιδού ο άνθρωπος αυτός κλαίει…» (4.380.3-4).
Στο προαναφερθέν άρθρο η αναφορά της άχρωμης παρουσίας και της μονοτονίας των σπιτιών και η επακόλουθη αποξένωση των πάντων, καταδεικνύει το μέγεθος της ανθρώπινης αποτελμάτωσης. Η έκδηλη τάση των κατοίκων της πόλης για ευμάρεια και πλουτισμό, αλλά και οι ηθικοί παραλογισμοί τους, σε συνάρτηση με την απεμπόληση κάθε τι πατροπαράδοτου, αποσυντονίζουν τις δικές του συντεταγμένες, οι οποίες σημειωτέον απέχουν παρασάγγας από την παρούσα αστική πραγματικότητα. Για αυτόν η Αθήνα και τα παραλειπόμενά της είναι ένας τόπος καταδίκης, ένας Γολγοθάς, ένας αβάσταχτος εξαναγκασμός του νου και της ψυχής να υποκύψει στις σειρήνες του επερχόμενου εξευρωπαϊσμού, όπου, αλίμονο, είχε ζήσει «υπέρ το ήμισυ της ζωής του», όπως αναφέρει στο διήγημα «Τραγούδια του Θεού» 4.392.25.
Η πολύβουη Αθήνα με τις πυκνοκατοικημένες της συνοικίες δεν σηματοδοτεί επ’ ουδενί κέντρο ομαδικότητας και ανθρώπινης αλληλεγγύης, το αντίθετο μάλιστα. Για τον πεζογράφο αποτελεί το συνώνυμο της αποξένωσης και της παλινδρόμησης στη μοναξιά: ««ώρα εκείνη της μεγάλης συρροής εις τα κέντρα, της μεγάλης ερημίας εις τ’ απόκεντρα» («Οι παραπονεμένες», 3.195.20-21).
Βιάζονται οι άνθρωποι φοβισμένοι να κλειστούν στο καβούκι – κελί της ψυχικής αποσάθρωσης κι απομόνωσης, αποστεώνοντας παράλληλα το μικροαστικό τους όνειρο για απόδραση και ψυχικό εναγκαλισμό. Δεν διστάζει να γράψει: «Και τι κόσμος είναι αυτός, στην Αθήνα!… Κρίμα στ’ όνομα που έχει! Στην Πόλη, που είναι Τούρκος, και πάλι σε πονούν και σε βοηθούν καλύτερα. Εκεί σε πονούν και σε συμπονούν οι Τούρκοι… κ’ εδώ ξεπονούν οι Χριστιανοί και σε γδύνουν…» («Οι Κουκλοπαντρειές», 3.570.25-29).
Ο Παπαδιαμάντης αν και ήταν άνθρωπος με βαθιά πίστη, γαλουχημένος μέσα σε ένα συντηρητικό και θρησκευτικό περιβάλλον, υποστήριξε τον πολιτικό γάμο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Για παράδειγμα αν μία γυναίκα συζούσε με έναν άντρα χωρίς να είναι παντρεμένοι, πράγμα σχεδόν εγκληματικό για εκείνη την εποχή, τουλάχιστον το κράτος έπρεπε να τους δίνει την ευκαιρία να παντρευτούν, αφού η εκκλησία και η κοινή γνώμη το απέρριπτε και ήταν κατακριτέο. Πάντα μπροστά από την εποχή του, o Παπαδιαμάντης θα προτείνει ήδη από το 1896 την κοινωνική τακτοποίηση με την ψήφιση του πολιτικού γάμου. Δηλαδή περίπου 100 χρόνια πριν την τελική καθιέρωσή του από την ελληνική πολιτεία τολμά και προβλέπει τον πολιτικό γάμο. Όσο για την εκκλησιαστική αποκατάσταση, οι ελπίδες του Σκιαθίτη πεζογράφου «σ’ Αυτόν που ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων»» («Χωρίς στεφάνι», 3.137.7-8) φαίνεται να βρίσκονται στην ουσία της θυσιαστικής αγάπης του Εσταυρωμένου και της θεολογίας της Εκκλησίας Του. Αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη η ευρύτητα του πνεύματος και του ηθικού κριτηρίου του Παπαδιαμάντη, ο οποίος κατανοεί την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση της γυναικείας ύπαρξης. Κατανοεί την κοινωνική αδικία. Δεν είναι φωτογράφος, αλλά ψυχογράφος. Δεν μένει σε όσα ακούει και βλέπει, στο περίγραμμα, προχωρεί σε όσα διαισθάνεται, έτσι δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δημιουργεί ανθρώπους δικούς μας. Ανθρώπους που υποφέρουν μαρτυρικά τον Γολγοθά τους και στέκονται στο ύψος που εκείνος τους θέλει. Ως κοινωνικός επιστήμων στηλιτεύει και καταδικάζει την επιθετικότητα που εισπράττει μια γυναίκα, αλλά και την αναγκαστική αποξένωσή της ως δήθεν μίασμα της κοινωνίας, εάν δεν ήταν παντρεμένη και απλώς συζούσε. Μέμφεται στο έπακρο αυτή την υποκριτική ηθικολογία των δήθεν και των εμπερίστατων της πόλης που δεν σταματούν ποτέ να αποτελούν την απόδειξη της ηθικής της αποτελμάτωσης. Φθορά, αδιαφορία και καθημερινή επανάληψη της ψυχικής οδύνης και καταπόνησης, αποτελούν τις προσλαμβάνουσες της δικής του οπτικής. Παρόλα αυτά, τα διηγήματα «Μία Ψυχή», «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης» και τα «Τραγούδια του Θεού», τα οποία έχουν χαρακτηριστεί ως τα ποιητικότερα παπαδιαμαντικά διηγήματα, εμφυσούν περιέργως μια έντονη μεταφυσική πνοή, υποβάλλοντας στον αναγνώστη την αίσθηση ενός διαφορετικού χρόνου.
Η παπαδιαμαντική περιγραφή της υπάρχουσας και θλιβερής αυτής αθλιότητας της αθηναϊκής αυλής, σαν να μην άλλαξε κάτι με το σήμερα, καταδεικνύει περίτρανα την αποστροφή του για την «κεντρικήν γαστέρα την «ώτα ουκ έχουσαν»» (Η Φόνισσα, 3.420.20). Ο ίδιος μαεστρικά, όπως συνήθιζε, με έναν διάχυτο και παράλληλα ανεπιτήδευτο ανθρωπισμό, απλώς ανασταίνει κι αποτυπώνει σε λογοτεχνική απόδοση με την πένα του – έναντι γλισχράς αμοιβής – όσα βίωνε το διάστημα που διέμενε εκεί.
«Ας οπισθοχωρήσωμεν, ή μάλλον ας σταματήσωμεν εδώ. Σαρκικοί, υλόφρονες και νωθροί άνθρωποι, δεν δύνανται ν’ ανέλθωσιν εις τον ιερόν βράχον της Ακροπόλεως» («Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις», 5.272.26-28).

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το