Τοπικά

Ζωντανεύουν μνήμες ξεριζωμού 86χρονης από τη Νέα Ιωνία “Θ”

Σ10 Φ1 (1)

Την ώρα που χιλιάδες πρόσφυγες καταφτάνουν στην Ελλάδα προκειμένου να προχωρήσουν προς την υπόλοιπη Ευρώπη και το μεταναστευτικό πρόβλημα οξύνεται, στο νου έρχεται η εποχή που τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Την εποχή δηλαδή που Έλληνες πρόσφυγες έβρισκαν καταφύγιο στην Ελλάδα, στα νησιά και μετά δημιούργησαν τη δική τους πόλη, στη Νέα Ιωνία. Έρχεται στο νου η εποχή, που πριν προλάβουν να αποκτήσουν μια κάμαρη για να γλιτώσουν από τον τύφο, ξέσπασε ο πόλεμος του ’40.

Σμύρνη, Μυτιλήνη, Πειραιάς, Βόλος.

Ο σημερινός Έλληνας ξέχασε πόσες φορές βρέθηκε ο ίδιος πρόσφυγας, κυνηγημένος, εξορισμένος ή απλά ξενιτεμένος από τη φτώχεια και την ανέχεια. Ξέχασε τα ιδεώδη για τα οποία τόσες φορές πάλεψε. Ξέχασε την κατοχή. Κατάντησε αυτός, ο τόσο φιλόξενος, ένας «ξενοδόχος» που δεν θέλει προβλήματα στην πόρτα του… Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά θα δει ότι πίσω από αυτή την περίεργη στάση κρύβεται ανασφάλεια και φόβος. Αυτά προκαλούν όχι μόνο την αδιαφορία προς τους πρόσφυγες, αλλά και μίσος.
Τα λόγια ξεστομίζονται από την Κατίνα Νιτσάκου, 86 χρόνων σήμερα. Ζει στο προσφυγικό που απέκτησε η οικογένειά της στην οδό Μακεδονίας στη Νέα Ιωνία. Ο ξεριζωμός από τα Λιγδά της Μικράς Ασίας έχει αποτυπωθεί στο μυαλό της από τα λόγια της μάνας της, που δεν ξέχασε καμία λεπτομέρεια μέχρι τα τελευταία της. Δεν ξέχασε το σφαγιασμό του πατέρα της από τους Τσέτες. «Πρόσφυγες ήμασταν και πρόσφυγας πάντα θα αισθάνομαι γιατί έτσι είναι η ζωή. Χθες εμείς, σήμερα άλλοι. Η μητέρα μου και η δική της μάνα, πέρασαν δύσκολα, άσχημα, όταν έφτασαν τρία χρόνια μετά τον ξεριζωμό στη Νέα Ιωνία. Κανείς δεν τους ήθελε. Μίσος και φόβος. Όταν γεννηθήκαμε μας έλεγε συνέχεια πως θα γυρίσουμε πίσω στην πατρίδα. Λάδωσαν την κλειδαριά πριν φύγουνε για να μη σκουριάσει και δεν μπορούν να μπουν μέσα όταν γυρίσουν… Μετά ήρθε η Κατοχή και όλα ξεχάστηκαν. Εννιά χρόνων ήμουν στην Κατοχή. Και όποιος ήθελε να φύγει δεν είχε πού να πάει. Όλος ο κόσμος είχε πόλεμο. Τα λόγια της μάνας μου δεν θα τα ξεχάσω ποτέ γιατί και να ήθελα δεν μπορώ. Βλέπουμε τηλεόραση, να θαλασσοπνίγονται άνθρωποι και να χάνουν τα παιδιά τους και είναι σαν να την έχω απέναντί μου και να εξιστορεί όσα η ίδια έζησε. Τους παίρνανε τα παιδιά και τα πετούσαν στη θάλασσα για να μην τα ταΐζουν στα καράβια. Όσα ζήσανε μετά το ταξίδι τυχερά ήτανε.
Η προσφυγιά είναι πάντα ίδια, ο τόπος αλλάζει.
Άμα έσωζαν τους πρόσφυγες και τους δίνανε ότι χρειάζονται, άμα τους εξασφάλιζαν το τέλος του πολέμου θα μπορούσαν και να είχαν ξεπλύνει τα αμαρτήματά τους για τις σφαγές του κόσμου στη Μικρασιατική Καταστροφή. Θα ήταν η συγχώρεσή τους από το Θεό. Η συμφορά τόσων χιλιάδων ανθρώπων έπρεπε να γίνει η εξιλέωση για όλους».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το