Τοπικά

«Τρόμος γραμμένος σε μονόκλωνο RNA» – Διήγημα του Απ. Παντσά για τον Covid – 19

Παρουσιάστηκε την Κυριακή στο Ξενία Βόλου, στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου «Ημέρες Πνευμονολογίας 2020», η έκδοση με τίτλο «Γράφοντας ή απεικονίζοντας τις στιγμές του Covid – 19» που προωθήθηκε στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας – Τμήμα Ιατρικής.
Την επιμέλεια του eBook είχε ο Ι. Χ. Λαμπρόπουλος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Θεσσαλίας τμήματος Ιατρικής, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων, MSc Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας τμήματος Ιατρικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, MSc Τραπεζικής & Χρηματοοικονομικής, BSc Λογιστικής. Την Καλλιτεχνική επιμέλεια είχε η Χ. Π. Κυμπρικτσή, Φοιτήτρια 4ου Έτους Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη.
Στην έκδοση συμμετέχει με διήγημά του και ο γιατρός Απόστολος Παντσάς:

Τρόμος γραμμένος σε μονόκλωνο RNA
Ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα. Η σκοτεινή κορνίζα του παραθύρου , μαρτυρούσε ότι η μέρα αργούσε ακόμη. Πέρασαν αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να ξυπνήσει ο νους του και να πάρει το πάνω χέρι ο λογισμός του. Ανασηκώθηκε στους αγκώνες του και κοίταξε τους κόκκινους, αριθμούς του ψηφιακού ρολογιού. Τρείς και σαράντα οκτώ. Βαθιά νύχτα ακόμη. Ένιωσε τον ιδρώτα να νοτίζει το κορμί του. Έφταιγε άραγε η, πρώιμη αφύσικη για την εποχή, ζέστη, η μήπως το βαρύ πάπλωμα η ίσως ίσως η φόρτιση των ημερών που του έφερε τελικά αυτόν τον περίεργο ιδρώτα και τον έλουσε ολόκληρο; Έβγαλε τα πόδια του από τα σκεπάσματα και δροσίστηκε, ένιωσε καλύτερα. Ανακάθισε στο κρεβάτι. Η γυναίκα του γερμένη στο πλάι ταξίδευε ήσυχα πάνω σε ράγες μακάριου ύπνου αφήνοντας κάθε τόσο σφυριχτές θορυβώδεις εκπνοές που σπάγανε την ηρεμία του δωματίου χωρίς όμως να γίνονται ροχαλητό. Ο ιδρώτας πήρε να στεγνώνει πάνω του κι αυτός έστρεψε το βλέμμα του στη στιλπνή μαύρη επιφάνεια της πλάσμα τηλεόρασης που ορθώνονταν απέναντι του.

Αναλογίστηκε πόσο άλλαξε η ζωή τους τις τελευταίες μέρες. Εκεί που , μέσα στην καλή χαρά , λογαριάζανε, σχεδιάζανε , υπολογίζανε προέκυψε αυτή η ιστορία με το κορωνοιο και ήρθαν όλα τα πάνω κάτω. Λες και κάποια υπέρτατη δύναμη, για τιμωρία, τους τράβηξε το αυτί και τους φόρεσε εκείνον τον αναπάντεχο στενό κορσέ από συνήθειες και απαγορεύσεις. Ξαφνικά η καθημερινότητα τους γέμισε από μη και από πρέπει. Ξαφνικά έγιναν η «ευπαθής ομάδα» της κοινωνίας, ένα κάτι σαν τα λαμπόγυαλα που αν τα ζορίσεις λιγάκι θα σου σπάσουν , θα γίνουν χίλια κομμάτια και θα σου μείνουν στα χέρια. Ήταν κι αυτοί οι καθηγητάδες , οι από καθέδρας, με το κύρος του παντογνώστη εκεί , μέσα από το μαύρο πλάσμα , που όλοι την ώρα μιλούσαν για τους «άνω των 67» , «άνω των 70», για τους υπερήλικες και πως πρέπει όλοι να φροντίσουν να τους προστατέψουν, να μην τους μολύνουν, μην τους μείνουν, μην τους τρέχουν στις εντατικές. Ο Αντώνης βέβαια είχε πατήσει τα 73 αλλά δεν είναι ότι το είχε συνειδητοποιήσει και πολύ, δεν ήταν δα ότι αισθάνονταν 73 ! Τα χρόνια μπορεί να περνούσαν αλλά δεν τα ένιωθε να τον βαραίνουν.

Ιδιαίτερα προβλήματα υγείας δεν είχε , εκτός από λίγη χοληστερίνη και λίγο ζαχαράκι που είχαν εμφανιστεί τα τελευταία πέντε χρόνια, από την καλοζωία , όπως έλεγε ο παθολόγος του. Τίποτα το σπουδαίο δηλαδή . Έπρεπε απλώς να χάσει μερικά κιλά πράγμα που το ανέβαλε είναι αλήθεια από χρόνο σε χρόνο. Έπαιρνε όμως τα φάρμακά του με συνέπεια και άρα όλα καλά και άγια. Τα καλά και τα άγια όμως τέλειωσαν όταν ξεμπάρκαρε στην Ευρώπη αυτός ο ιός από την Κίνα και η ζωή όλων μπήκε σε μια άλλη τροχιά. Πρώτα τα σχολεία , μετά τα μαγαζιά, μετά όλοι μέσα , μετά τα κρούσματα , οι θάνατοι, οι διασωληνωμένοι, η καθημερινή λιτανεία του φόβου να παίζει στα κανάλια από το πρωί ως το βράδυ. Ένα σκληρό γκρίζο πέπλο απλώθηκε πάνω απ όλους. Οι μέρες και οι νύχτες μουντές και σκούρες λες και ήταν καμωμένες από γραφίτη. Ολοένα και καινούργια μέτρα, άλλες συμβουλές, εντολές, επιταγές , απαγορεύσεις. Κάθε μέρα στις έξη να περιμένουμε την συντέλεια του κόσμου και αυτή να μην έρχεται αλλά να γίνεται νέος φόβος, καινούργιες σκέψεις, νέες υποθέσεις, άλλες ελπίδες. Όλα έμοιαζαν να πορεύονται πάνω σε κινούμενη άμμο. Οι βεβαιότητες του χτες σήμερα γινόντουσαν ερωτηματικά και οι ανησυχίες του σήμερα τραγικές επιβεβαιώσεις της επαύριον. Τα παιδιά τους έπαψαν να έρχονται « για να μην μας κολλήσουν». Τα εγγόνια σταματήσαμε να τα βλέπουμε γιατί «μεταδίδουν εύκολα στις ευπαθείς ομάδες τον ιό έστω και αν αυτά δεν νοσούν» . Τα πρόσωπα , τα άτομα έπαψαν να είναι ανθρώπινες οντότητες και γίνανε μόνον φωνές στην άκρη ενός ψυχρού σύρματος, ψηφιακά δεδομένα φωτός στη ροή μιας «κρύας» οπτικής ίνας. Τα ονομαστικά φιλιά στο τηλέφωνο αντικατέστησαν το θερμό, υγρό άγγιγμα, την γνήσια έκφραση αγάπης και επικοινωνίας. Ο ήχος και η χροιά της φωνής , οι έννοιες και τα λόγια πήραν τη θέση της επαφής , της ματιάς , της ανθρώπινης ζεστασιάς. Ο κόσμος ξαφνικά κι απότομα στένεψε .

Η αλήθεια είναι ότι και πριν την πανδημία όχι ότι κάνανε και καμιά τρελή ζωή. Καμιά εκκλησία που και που , κανένα μνημόσυνο καμιά γιορτή και σπάνια κανένα ταβερνάκι το Σαββατόβραδο . Ο ίδιος εδώ και δυο-τρία χρόνια που βγήκε στη σύνταξη σχεδόν όλη μέρα σπίτι ήταν. Άκουγε ραδιόφωνο το πρωί , έβγαινε για κανένα ψώνιο το μεσημέρι , τηλεόραση το βράδυ. Μερικές φορές πήγαινε στο παλιό λιμάνι να πάρει κανένα φτηνό ψάρι από τους ψαράδες και απολάμβανε την πρωινή του βόλτα στην παραλία. Δεν ήταν του καφενείου αλλά παρ όλα αυτά του έπεσε βαρύ το κλείσιμό τους τώρα με τον κορωνοιο ! Πόνεσε πολύ από το κλείσιμο των εμπορικών καταστημάτων. Μέχρι προ τριετίας είχε ένα μαγαζάκι με ψιλικά στην Ερμού που το πούλησε όταν αποφάσισαν ότι ήταν ή ώρα μετά από 45 χρόνια ΤΕΒΕ να βγει στη σύνταξη. Βλέπεις τα παιδιά πήραν το δικό τους δρόμο και διάδοχη κατάσταση δεν υπήρχε . Ο ένας έγινε δικηγόρος και η άλλη δασκάλα. Καλά παιδιά και τα δύο. Δεν τον κούρασαν καθόλου. Βρήκαν δουλειά , έκαναν οικογένεια , ήταν κοντά τους. Κανένα παράπονο. Τον πόνεσε πολύ όταν άκουσε ότι θα κλείνανε και τα μαγαζιά μέχρι νεωτέρας. Τον πόνεσε πολύ όταν τα παιδιά και τα εγγόνια έπαψαν να διαβαίνουν την πόρτα του σπιτιού τους. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ. Ως φαίνεται ο κόσμος είναι έτοιμος να γυρίσει ανάποδα και αυτοί , ως «υπερήλικες» ήταν κάπου εκεί στην κόψη, έτοιμοι να τους πάρει από κάτω. Δεν εξηγείται αλλιώς. Η Ζηνοβία πάλι , η γυναίκα του, που παλιότερα μπορεί να περνούσαν και μέρες χωρίς να βγαίνει από το σπίτι τώρα ήταν στην τσίτα και σε μόνιμο εκνευρισμό, γιατί λέει της έφταιγε το πολύ το μέσα!. Το μαρτύριο της «επιστροφής από τον μολυσμένο έξω κόσμο» ήταν αδυσώπητο.

Ο Αντώνης που είχε αναλάβει «εξωτερικών υποθέσεων» μόλις έφτανε στη εξώπορτα έπρεπε να μείνει με το σώβρακο , να απολυμάνει χέρια πρόσωπο, να κρεμάσει τα ρούχα στη βεράντα , όπου θα έμενα για 24 τουλάχιστον ώρες, και μετά να εισέλθει στα ενδότερα. Ευτυχώς που , εκεί που μένανε, στον πέμπτο όροφο τα άλλα δυό διαμερίσματα ήταν κλειστά και έτσι είχε την άνεση αυτών των γυμνικών επιδείξεων. Σιγά σιγά ο Αντώνης αραίωσε το έξω , όχι από φόβο αλλά από βαριεστιμάρα. Όλα εκεί έξω έμοιαζαν μουντά , κι ανούσια. Ερημιά και σκουντούφλα παντού. Μιζέρια και γκρίνια , να την κόβεις με το μαχαίρι , ολούθε. Οι μάσκες και τα γάντια δεν κρύβανε πια μόνο τα πρόσωπα και τα χέρια. Έκρυβαν το χαμόγελο, την επαφή, την επικοινωνία. Έκρυβαν το ίδιο το πρόσωπο της ζωής τους. Ο άλλος κατέβαζε τη μάσκα και σούλεγε «ο Μήτσος είμαι δεν με γνώρισες». Πού να σε γνωρίσω ρε Μήτσο, μήπως αναγνωρίζεσαι; Άσε εκείνη τη γελοιότητα με τους χαιρετισμούς με τον αγκώνα. Άστο καλύτερα! Τι αγκώνες και κουραφέξαλα! Αν δεν πιάσεις τη παλάμη πως θα διαβάσεις το βλέμμα του άλλου, πως θα μετρήσεις τα γράδα της ψυχής του. Άστο καλύτερα! Ένα κούνημα της κεφαλής μετράει περισσότερο. Καλύτερα μέσα λοιπόν. Ούτε να στεναχωριέσαι για το τι θα δεις στο έβγα , ούτε τι θα ζήσεις στο έμπα. Δεν έχεις λόγο να ξεβρακώνεσαι στην εξώπορτα και κάθε φορά να νιώθεις σαν να επιστρέφεις στο Σογιούζ από βόλτα στο διάστημα!

Ο Αντώνης μέσα στο σκοτάδι κοίταζε την σιωπηρή οθόνη της τηλεόρασης . Το μυαλό του φωτίστηκε . Εντάξει ευπαθής ομάδα! Εντάξει υπερήλικας, αλλά δεν ήταν και βλάκας! Δεν ήταν ούτε οι ξαφνικές ζέστες , ούτε το βαρύ πάπλωμα που τον ξύπνησε κάθιδρο στη μέση της νύχτας. Ήταν η προσμονή! Ήταν η εξάρτηση , η σύνδεση που είχε πλέον εγκατασταθεί ανάμεσα σε εκείνον και στο σύμπαν της τηλεόρασης και της εικόνας. Σάμπως το πραγματικό Σύμπαν ξαφνικά να είχε μαζέψει, να είχε συρρικνωθεί. Λες και το είχανε κόψει σε φέτες και το σερβίρανε κάθε μέρα και από λίγο, τσιγκούνικα. Σάμπως η μόνη του πηγή πλέον να ήταν η οθόνη της τηλεόρασης. Λες και όλα εκπορεύονταν από αυτήν , σαν ν άρχιζαν και τελείωναν σε αυτήν. Τα δελτία των ειδήσεων αιφνιδίως έγιναν ένας στενός διάδρομος , ο μόνος που μπορούσε να τους οδηγήσει στη ζωή , που τους έβγαζε στην επιβίωση και τον κόσμο. Τον Αντώνης τον ξύπνησε μέσα στη νύχτα το στερητικό του σύνδρομο! Αμέσως μετά το ξύπνημα και την διαπίστωση του ιδρώτα , κατάλαβε ότι στο υποσυνείδητο του η σβησμένη συσκευή «έπαιζε» ακόμη γιατί αυτόν. Στο εκράν της τοποθετούσε νοερά τον Τσίοδρα, τον Χαρδαλιά, και όλους εκείνους τους καθηγητάδες που τους έπαιρναν σβάρνα τα κανάλια και ανάμεσα σε βεβαιότητες , πιθανότητες και υποθέσεις σου κάνανε το κεφάλι καζάνι, και τις περισσότερες φορές με τα «ήξεις αφήξεις» , τις μελέτες και τα πρωτόκολλα σε μπέρδευαν χειρότερα . Έβλεπε την βουβή οθόνη και ήξερε ότι άθελά του περίμενε την ενημέρωση στις έξη , τις ειδήσεις των οκτώ. Είχε μετατραπεί σε ένα τηλε-εξαρτημένο ον . Περιμένοντας τα «καλά νέα» , τη μέρα της νίκης , τη μέρα της απελευθέρωσης και της λύτρωσης ολοένα και πιο πολύ δένονταν με την ανατριχίλα από εκείνες τις εικόνες με τα στρατιωτικά καμιόνια στο Bergamo που μοίραζαν τα φέρετρα στα γειτονικά αποτεφρωτήρια. Ολοένα και πιο πολύ συμμετείχε στο πένθος για τους νεκρούς της μέρας στην Ισπανίας, την Αμερική , τη Βραζιλία. Η κάθε λεπτομέρεια από την όποια γωνιά της γης ηχούσε βαρύγδουπη και σημαντική : Πότε τα εμβόλια, πότε οι θεραπείες και τα φάρμακα Άκουγε την ήρεμη φωνή του Τσιόδρα να ξορκίζει το κακό με τους δικούς μας αριθμούς και προσπαθούσε να μαντέψει τι ήθελε να πει στη πραγματικότητα για το δικό τους , το ατομικό μέλλον, ο ψάλτης καθηγητής με το baby face.

Ο ιός τους έπαιζε ένα άσχημο παιχνίδι. Δεν ήταν ότι τους είχε στερήσει παιδιά και εγγόνια, δεν ήταν που είχαν χάσει την αυτοπεποίθηση τους ως άτομα πλέον «υψηλού ρίσκου» τους είχε κάνει να γίνουν έρμαια μιας καταιγιστικής, μονοθεματικής ενημέρωσης. Μιας ενημέρωσης που δεν σήκωνε αντίλογο που ήταν ίδιος και απαράλλαχτος παντού και σε έδενε, χωρίς να το καταλάβεις, πισθάγκωνα στο άρμα του φόβου και της μοιρολατρίας. Μέσα στη νύχτα ο Αντώνης προσπαθούσε να διακρίνει που μπορούσε να τελειώνει η πρόληψη και που ν αρχίζει η υπερβολή. Σίγουρα δεν είχε τις ειδικές γνώσεις για να το κάνει. Σίγουρα δεν ήθελε και δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τις καλές προθέσεις εκείνων που όλη μέρα σκαρφίζονται μέτρα, καινούργια μέτρα, για να θωρακίσουν την κοινωνία, να μπλοκάρουν την πανδημία, να κρατήσουν απ έξω, μακριά το θανατικό . Όχι αυτό δεν μπορεί να το κάνει. Ξέρει ότι μόνον με την υπερβολή και τη μεθοδικότητα μπορείς να πιάσεις έναν μίνιμουμ στόχο. Όμως από την άλλη ένας οργανισμός , που δεν είναι καν οργανισμός , απειροελάχιστα μικρός , χωρίς νου και βούληση, χωρίς προσωπικότητα , προθέσεις και θέλω μπορεί να σου τα κάνει μαντάρα και να δρομολογήσει τα πάνδεινα ; Μια οντότητα αμελητέα , μια σταλιά, όπως λένε μερικά νανόμετρα , χιλιοστά του χιλιοστού δηλαδή ; Να κολλήσει πάνω μας , να μπει μέσα μας και με το ένα και μοναδικό του κλωνάρι RNA να φέρει τον κακό χαμό; Μπορεί να κάνει κόλαση την θαυμαστή ζωή μας από τη μια στιγμή στην άλλη; Αυτήν που εμείς έχουμε περί πολλού, που νομίζουμε ότι αυτή είναι και άλλη δεν είναι. Αυτή για την οποία παλεύουμε και αγωνιζόμαστε, πληγώνουμε και πληγωνόμαστε, πολεμάμε , χάνουμε και νικάμε , αγχωνόμαστε η ικανοποιούμαστε; Και μείς άδικα χανόμαστε μέσα στις φουρτούνες που στο ατομικό μας ποτήρι του προσωπικού μας σύμπαντος ξεσπούνε πολλές φορές χωρίς λόγο και αιτία ώσπου να έρθουν εκείνες οι ανατριχιαστικές εικόνες από τους μαζικούς τάφους στη Νέα Υόρκη , τις εντατικές της Ιταλίας , τις φαβέλες της Βραζιλίας ; Κι αμέσως μετά, καπάκι, έρχεται η θλίψη της ματαιοπονίας και η πίκρα της ματαιοδοξίας για να μας στήσουν στα τέσσερα μέτρα.; Αυτός το απειροελάχιστο «παράσιτο» των ανθρώπινων κυττάρων , ένας λαθραίος επιβάτης και το λειψό κλωνάρι του ξεφτίλισε το Panzer της Κινέζικής βιομηχανίας, ανίκητης εδώ και κάποιες δεκαετίες, με το ΑΕΠ της να καταγράφει συντριβή πρώτη φορά μετά το 1976! Έτριψε τα μούτρα στο περήφανο σύστημα κοινωνικών και υγειονομικών παροχών της Ευρώπης, και βάρεσε πένθιμα τις καμπάνες των γηροκομείων της. Κοψοχόλιασε την Downing street 10 , το ίδιο το Buckingham και μαράζωσε τους φλεγματικούς Βρετανούς. Έτριξε τα δόντια στην Ρώσικη αρκούδα και έκανε κουρέλι το American dream. Βρικολάκιασε τις Μεξικάνικες και Νότιο-Αμερικάνικες φαβέλες.

Άθελά του, μέσα στο σκοτάδι, ο Αντώνης έμεινε χωρίς ανάσα αναλογιζόμενος το παγκόσμιο σκηνικό. Άθελά του ένιωθε να πνίγεται σε ερωτήματα αναπάντητα. Μετρούσε νοερά τα λάθη της ζωής του, τα λάθη της ζωής των άλλων , τις χαμένες στιγμές και τις στραβές σκέψεις με φόντο πάντα το τσουλούφι του Τσιόδρα και τα μούσια του Χαρδαλιά. Σιγά σιγά τα κύματα της νύστας νίκησαν το συφερτό των ερωτηματικών και τα κύματα της αυτοκριτικής για να έρθει ο ύπνος κυρίαρχος και αναστατωμένος να τον σύρει στο ασφοδελό του λιβάδι . Το ροχαλητό του , επηρεασμένο ίσως από τις υπαρξιακές του ανησυχίες , έγινε τόσο δυνατό και βιμπράτο που έβγαλε τη Ζηνοβία από τον ύπνο της . Αυτή άφησε ένα βαθύ αναστεναγμό μαζί με το «αμάν πια» και τον γύρισε στο πλάι. Το σκοτάδι έξω από το παράθυρο τύλιγε ακόμη τα πάντα. Η μέρα αργούσε να φανεί.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το