Άρθρα

Το μέλλον της μάθησης και της εκπαίδευσης

Του Αλέξανδρου Καπανιάρη*

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες διεξάγεται σε ολόκληρο τον κόσμο μια πολυεπίπεδη και εκτενής συζήτηση, που εκτείνεται από τον επιστημονικό κόσμο, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς έως και στους/στις μαθητές/τρεις, με θέμα το μέλλον της μάθησης και της εκπαίδευσης. Οι προβληματισμοί εστιάζονται στο κατά πόσο το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα είναι πράγματι λειτουργικό ή αν πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο εκπαίδευσης. Στην περίπτωση των αλλαγών ποιος θα είναι ο ρόλος των σχολείων στο μέλλον και σε ποια κατεύθυνση θα γίνουν αυτές οι αλλαγές; Επιπρόσθετα, ποιος είναι ο ρόλος των εκπαιδευτικών και των στελεχών της διοίκησης των εκπαιδευτικών μονάδων;
Σήμερα το σχολείο έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έχει φτιαχτεί με κανόνες που θυμίζουν κάθετη παραγωγική μονάδα με όλα στημένα προς μια κατεύθυνση. Υπάρχουν κοινά μαθήματα, ίδια διάρκεια μαθημάτων, συγκεκριμένα διαλλείματα, κοινά βιβλία και ίδιο πρόγραμμα σπουδών.
Ωστόσο σήμερα με τη χρήση της τεχνολογίας, το νέο σχολείο και η νέα διαδικασία μάθησης ίσως πρέπει και μπορεί να είναι αρκετά διαφορετική. Οι σημερινοί μαθητές/τριες εκτός του ότι είναι πλήρως εξοικειωμένοι με την τεχνολογία ως ψηφιακή γενιά (digital natives) έρχονται αντιμέτωποι και συνδιαλέγονται μέσα από ψηφιακές εφαρμογές με έννοιες όπως η δημιουργικότητα, η επικοινωνία, η διαμοίραση και η συνεργασία. Οι νέες γενιές είναι πολύ διαφορετικές σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, δηλαδή πριν το 2000.
Έτσι γεννούνται ερωτήματα και προβληματισμοί για το πού βρίσκεται πλέον η γνώση. Σίγουρα η γνώση βρίσκεται παντού, και στην τάξη και στο σχολείο, το οποίο οφείλει να ενδυναμώσει συνολικά τη μάθηση, αποφεύγοντας να ακολουθεί μια γραμμική πορεία εκπαίδευσης. Επιπρόσθετα, το ίδιο το αντικείμενο της μάθησης θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια διαρκής διαδικασία.

Ίσως οι γενιές που έχουν αποφοιτήσει από κλασικές εκπαιδευτικές δομές όπου πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν το δασκαλοκεντρικό μοντέλο, τα χειραπτικά – παραδοσιακά μέσα διδασκαλίας, το μοναδικό έντυπο βιβλίο και ο μαυροπίνακας να περιμένουν ασυναίσθητα τα παιδιά τους να έχουν την ίδια εκπαίδευση με τη δική τους. Ας μεταφερθούμε λοιπόν από το μοναδικό έντυπο βιβλίο ως υλικό αναφοράς, στην καθημερινή διδακτική πρακτική και στο σήμερα, με τα ψηφιακά εμπλουτισμένα βιβλία, το πολλαπλό βιβλίο που έρχεται ή τις βάσεις δεδομένων από όπου θα μπορούν να αντλήσουν ασύρματα (wi-fi) μέσω ειδικής υπολογιστικής ταμπλέτας (tablet) ή έξυπνου τηλεφώνου (smart telephone) τα νέα διαδραστικά βιβλία με βίντεομαθήματα και προσομοιώσεις. Το ζητούμενο πια δεν είναι η (στείρα) γνώση αλλά η ανακάλυψη. Οι μαθητές/τριες καλούνται να βρουν μόνοι/ες τους τις απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα και να διαμορφώσουν το δικό τους μέλλον.

Ποιο είναι όμως το νέο όραμα για το μέλλον της εκπαίδευσης, δηλαδή το όραμα της νέας μάθησης;
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι με τις ταχύτατες αλλαγές που συντελούνται στην κοινωνία, στον πολιτισμό και στην τεχνολογία, με πρόσφατο τον ψηφιακό μετασχηματισμό που έχουμε υποστεί στην περίοδο της πανδημίας (covid-19), αμφισβητούνται η καταλληλότητα, καθώς και η επάρκεια των παραδοσιακών εκπαιδευτικών θεσμών και πρακτικών. Πώς θα σχεδιάσουμε νέα περιβάλλοντα μάθησης τα οποία θα είναι ελκυστικά, αποτελεσματικά και κατάλληλα τόσο για το σήμερα όσο και για το άμεσο μέλλον; Πώς θα καλύψουμε ισότιμα τις ανάγκες και τη διαφορετικότητα των μαθητών/τριών;

Ένας πρώτος βασικός πυλώνας της νέας μάθησης θα πρέπει να είναι η διαφορετικότητα, η οποία υπό την ευρύτερη και πιο σφαιρική της έννοια, αποτελεί βασικό γνώρισμα των σύγχρονων κοινωνιών. Αυτή η διαφορετικότητα θα πρέπει να μας απασχολήσει και να είναι στον πυρήνα της σκέψης μας στον σχεδιασμό αλλαγών στην εκπαίδευση. Η ομοιόμορφη σχολική εκπαίδευση αποτελεί παρελθόν ως μέσο κοινωνικού ελέγχου ή ως στρατηγική των ελάχιστων που συνέχιζαν σπουδές στην ανώτερη εκπαίδευση. Οι μαθητές και μαθήτριες των σημερινών κοινωνιών έχουν διαφορές στις γνώσεις, στις εμπειρίες και στα ενδιαφέροντά τους.
Ο δεύτερος πυλώνας της νέας μάθησης θα πρέπει να αφορά στην υποχρεωτικότητα της εκπαίδευσης να καλλιεργεί τη βαθιά γνώση. Η τεχνολογία αποτελεί ένα εργαλείο και αυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε. Η ταχύτητα δεν πρέπει να μας οδηγεί στο να διολισθαίνουμε σε μια επιφανειακή γνώση για χάρη της πολλαπλής και μερικές φορές χαοτικής πληροφορίας που πολλαπλασιάζεται με εκθετικούς ρυθμούς. Συνεπώς υπόβαθρο της νέας μάθησης είναι η επιστημολογία, δηλαδή η φιλοσοφία της προέλευσης, της φύσης και της έκτασης της ανθρώπινης γνώσης.
Μια τρίτη συνιστώσα του σχεδιασμού της νέας μάθησης, θα πρέπει να είναι η συστηματική επικέντρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο σχεδιασμό μαθησιακών εμπειριών και στην παρακολούθηση της μαθησιακής διαδικασίας.
Η τέταρτη σχεδιαστική αρχή της νέας μάθησης θα πρέπει να αφορά τις γνώσεις, τις δεξιότητες και τις νέες εμπειρίες που επιβάλλουν οι τεχνολογικές αλλαγές και η νέα κουλτούρα και οικονομία της σύγχρονης εποχής.
Σίγουρα σήμερα η εκπαίδευση δεν καλείται μόνο να συμβάλει στην αλλαγή δεξιοτήτων και γνώσεων, αλλά να πρωταγωνιστήσει και να δώσει λύσεις σε προβλήματα όπως η ανισότητα, η φτώχεια και η προκατάληψη. Σήμερα έχουμε ανάγκη για μια εκπαίδευση που θα συμβάλει στην κοινωνική δικαιοσύνη και συνοχή, στην αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού, στην προώθηση επιστημονικών ανακαλύψεων, στην παραγωγή οικονομικού πλούτου, αλλά και στην ολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση του ατόμου.
Πόσο όμως όλα τα παραπάνω θα πραγματοποιηθούν όταν υπάρχει κρίση χρηματοδότησης και πώς θα ξεφύγουμε από υποσχέσεις και ρητορικές πολιτικών που τελικά αποκαλύπτουν πόσο βαρύ είναι το φορτίο των προσδοκιών που έχει επωμιστεί η σύγχρονη εκπαίδευση;

5+1 άρθρα για το μέλλον της μάθησης και της εκπαίδευσης
Τα επόμενα πέντε άρθρα θα αφορούν προβληματισμούς για το μέλλον της μάθησης και της εκπαίδευσης με βάση ένα βιβλίο το οποίο θα αποτελεί τη βάση προβληματισμού και βασική πηγή για κάθε άρθρο. Η βασική ιδέα για αυτή τη νέα σειρά άρθρων προήλθε από τον βίαιο ψηφιακό μετασχηματισμό που επήλθε και στην εκπαίδευση λόγω της πανδημίας (covid-19) κάνοντας επίκαιρη μια συζήτηση για το που οδηγείται σήμερα η μάθηση και η εκπαίδευση. Έτσι κατά την περίοδο της πανδημίας που βιώσουμε τον τελευταίο χρόνο αναπτύχθηκαν ερωτήματα και προβληματισμοί για τον χώρο διδασκαλίας, σε ψηφιακά φόρουμ και σε ψηφιακές ομάδες στο facebook. Κάποιοι εκπαιδευτικοί βρέθηκαν στα πρόθυρα της κατάρρευσης, κάποιοι άλλοι ανέπτυξαν ισχυρές αντιστάσεις, ένα είδος ψηφιακής ανθεκτικότητας ή έγιναν «υπερχρήστες» (super users). Το σημερινό εισαγωγικό άρθρο πραγματοποιήθηκε με βάση το βιβλίο «Νέα Μάθηση, Βασικές Αρχές για την Επιστήμη της Εκπαίδευσης» της Mairy Kalantzis και Bill Cope σε μετάφραση και εισαγωγή της Ευγενία Αρβανίτη από τις εκδόσεις Κριτική.

Βιβλιογραφία:
Kalantzis, M., Cope. B. (2013). Νέα Μάθηση, Βασικές Αρχές για την Επιστήμη της Εκπαίδευσης, επιμέλεια-εισαγωγή Ε. Αρβανίτη. Αθήνα: Κριτική, σ. 37,38,49.
*Ο δρ Αλέξανδρος Γ. Καπανιάρης είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής του Τμήματος Ιστορίας & Εθνολογίας του Δ.Π.Θ. και συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου Πληροφορικής Θεσσαλίας

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το