Άρθρα

Εθνική άμυνα και εθνικά χρέη

Των Νίκου Κ. Κυριαζή και Εμμανουήλ Μάριου Οικονόμου*

Το βιβλίο των καθηγητών του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Μιχάλη Ζουμπουλάκη και Χρήστου Κόλλια με τον ίδιο τίτλο (Gutenberg 2021) πραγματεύεται ένα πολύ σημαντικό θέμα για την Ελλάδα και όχι μόνο, τη σχέση των αμυντικών δαπανών και του δημοσίου χρέους. Το βασικό ερώτημα που θέτουν, είναι αν οι αμυντικές δαπάνες ευθύνονται, και αν ναι, σε ποιο βαθμό, για την αύξηση του δημοσίου χρέους και τις επακόλουθες χρεοκοπίες του ελληνικού κράτους.
Όπως έγραψε ήδη ο Λόρδος Βύρων στον Δον Ζουάν, «Κάθε δάνειο δεν είναι απλώς ένα κερδοσκοπικό χτύπημα, αλλά εδραιώνει ένα έθνος ή ανατρέπει έναν θρόνο». Ξεκινώντας με μια ιστορική αναδρομή, οι συγγραφείς δείχνουν πως από τη σύσταση του ελληνικού έθνους οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν ένα σημαντικό μερίδιο του εθνικού εισοδήματος, που έφτανε το 30% του προϋπολογισμού σε περιόδους ειρήνης και 50% σε περιόδους πολέμου, φτάνοντας π.χ. στο 51,1 % των ετησίων δαπανών του προϋπολογισμού και 15,7% του ΑΕΠ στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Στην πιο πρόσφατη εποχή, μετά το 1950 παρατηρείται συνεχής μείωση των αμυντικών δαπανών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ με μέσο ετήσιο όρο το 4,1% του ΑΕΠ στην περίοδο 1949-2018, (σε σχέση με το 2,6% της ΕΕ15) για να καταλήξει στο 2,4% του ΑΕΠ το 2018.
Οι συγγραφείς παρουσιάζουν μια σύντομη ανασκόπηση της ελληνικής οικονομικής ιστορίας, των δανείων και των τεσσάρων επισήμων πτωχεύσεων, 1827, 1843,1893, και 1932 και την ελεγχόμενη πτώχευση-διάσωση του 2010. Καταλήγουν πως ενώ το ελληνικό ΑΕΠ διπλασιάστηκε τα 35 χρόνια μέχρι την κρίση του 2010, στην ίδια περίοδο το δημόσιο χρέος εξαπλασιάστηκε!

Αναλύουν μετά τις στρατιωτικές δαπάνες ανά περίοδο σε σύγκριση και με άλλες χώρες, όπως τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, σε σύγκριση και με το δημόσιο χρέος.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον συμπέρασμα που προκύπτει από τις οικονομικές μετρήσεις είναι ότι η διαχρονική συσσώρευση και διόγκωση του δημοσίου χρέους συσχετίζεται (στη μεταπολεμική περίοδο) περισσότερο με τις αυξήσεις στις κατηγορίες των δημοσίων (πολιτικών) δαπανών, παρά με τις αμυντικές δαπάνες.
Βεβαίως, υπογραμμίζουν πως αυτό δεν σημαίνει πως οι αμυντικές δαπάνες δεν συνιστούν δημοσιονομική επιβάρυνση και μάλιστα μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των Ευρωπαίων εταίρων, που δεν αντιμετωπίζουν ένα ασταθές περιβάλλον λόγω της τουρκικής επιθετικότητας. Όμως, οι στρατιωτικές δαπάνες «είναι το κόστος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου που αναγκαστικά καταβάλλουμε ετησίως δεδομένων των υφισταμένων προκλήσεων και απειλών».

Πολύ πρωτότυπη είναι η ανάλυση κόστους-οφέλους από τις στρατιωτικές δαπάνες. Το 2017, σε δολάρια ΗΠΑ, οι στρατιωτικές δαπάνες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ήταν στην Ελλάδα 38.602, 42.669 για την Κύπρο, 793.887 για το Ισραήλ (οι υψηλότερες παγκόσμια) 23.214 για την Τουρκία, 62.008 για τις ΗΠΑ, 89.733 για τη Γαλλία, 124.164 για τη Γερμανία, και 193.724 για τη Μεγάλη Βρετανία. Αυτό σημαίνει, πως ενώ η Ελλάδα το 2017 δαπανούσε μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ της για αμυντικές δαπάνες (2,5% έναντι 1,2% της Γερμανίας, 2,2% της Τουρκίας, 4,7 % του Ισραήλ, 2,3% της Γαλλίας και 3,1% των ΗΠΑ) δαπανούσε λιγότερο από τις περισσότερες σχετικά με την έκτασή της. Το ΑΕΠ της Ελλάδας ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ήταν 1.517.380 δολάρια, οπότε τα 38.602 δολάρια είναι το «ασφάλιστρο» που πληρώνει η χώρα για να προστατεύει τον παραγόμενο πλούτο.
Συσχετίζοντας όμως τις στρατιωτικές δαπάνες με την εδαφική επέκταση της χώρας καταλήγουν σε πολύ σημαντικά συμπεράσματα: Τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν 57.097 τετραγωνικά χιλιόμετρα, με κόστος ανά προστιθέμενο τετραγωνικό χιλιόμετρο 10.560 δραχμές, ενώ το ΑΕΠ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο των νέων εδαφών ήταν 10.272 δραχμές. Δηλαδή, το κόστος της επένδυσης (οι στρατιωτικές δαπάνες) ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο που απελευθερώθηκε και προστέθηκε στην εθνική επικράτεια, αποσβέσθηκε σε ένα και μόνο έτος, μια απόδοση 100%!
Οι συγγραφείς αναλύουν και συναφή θέματα, όπως τα οφέλη από τις στρατιωτικές δαπάνες (εκμάθηση δεξιοτεχνιών, νέες τεχνολογίες που βοηθούν στην ανάπτυξη κ.λπ.) φτάνει να εφαρμόζονται σωστά, όπως κάνουν άλλες χώρες, π.χ. το Ισραήλ. Για να γίνει αυτό χρειάζεται μακροχρόνιος προγραμματισμός και σχεδιασμός, που «όχι μόνο στον τομέα της άμυνας, παραμένει ακόμα είδος εν ανεπαρκεία στην Ελλάδα».

* Ο Νίκος Κ. Κυριαζής είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Ο Εμμανουήλ Μάριος Οικονόμου είναι διδάκτορας και διδάσκων του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το