Θ Plus

Tο λυκόφως των σιδηροδρομικών σταθμών

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Σταθμός Καρυάς! Ένας σταθμός στην καρδιά της Φθιώτιδας. Ένας σταθμός βαθιά μες στις μονιές των λύκων. Ένας σταθμός στο απυρόβλητο των ανθρώπινων βλεμμάτων. Μεροληπτικός σταθμός, θέλω να πω, δίχως την αμεροληψία των αναμνήσεων.
Κλεισμένος ολούθε φαντάζει εξωτικός κι απόμακρος, δίχως να βλέπει τα τρένα να περνούν και δίχως ν’ ακούει τριγμούς και σφυρίγματα τροχών και ν’ αντιχαιρετά ταχείες κι εμπορικά βαγόνια.
Νάχει χάσει κλειδούχο και σταθμάρχη, νάχει απομείνει έρμαιος στη σκοτοδίνη του παραδείσου. Ναι, στη λαμπρή σκοτοδίνη ενός απλησίαστου παραδείσου…
*
Χρόνια προσπαθούσα να εντοπίσω το ακριβές στίγμα της σιδηροδρομικής Στάσης που έφερε το όνομα της Καρυάς, στα ορεινά του Νομού Φθιώτιδας.
Παρότι ήμουν εφοδιασμένος με κείνον τον ακριβέστατο χάρτη της «Ανάβασης» που είχε στη μια του όψη την Όθρη και στην άλλη τα παρακλάδια της Φθιώτιδας, ήταν σχεδόν αδύνατο να μπορέσω να βρω τρόπο να τον προσεγγίσω.
Στο τελευταίο μου ταξίδι με το Intersity για την Αθήνα, και πριν να εγκαταλειφθεί η παλιά γραμμή και αλλάξουν ρότα οι συρμοί, κινούμενοι πια σε χαμηλότερους υψομετρικούς δείκτες, μέσα από σύγχρονες κοιλαδογέφυρες και τούνελ, ζήτησα εισιτήριο της τελευταίας θέσης στο τελευταίο βαγόνι, ώστε να έχω μια καθολική εποπτεία του τοπίου που διασχίζει το τρένο. Έστω και μέσα από το θολό τζάμι του τελευταίου βαγονιού.
Έτσι είδα και φωτογράφισα – εν κινήσει – τον σταθμό της Καρυάς, στα ψηλώματα της δυτικής Όθρης, με μια μελαγχολία ειδικής απόσταξης τόσο για τον εγκαταλειμμένο σταθμό, όσο και το γενικότερο τοπίο.
Ήταν σταθμός ή στάση; Οι φίλοι των σιδηροδρόμων ίσως να καταλαβαίνουν καλύτερα τη διαφορά, αλλά εγώ δεν ήμουν σίγουρος για την κατηγορία, στην οποία υπαγόταν ο συγκεκριμένος σταθμός. Ωστόσο ο χάρτης τον μαρκάριζε ως Σιδηροδρομικό Σταθμό.
Η φωτογραφία αυτή ήταν αρκετή για να συμπληρώσει το παζλ των σιδηροδρομικών σταθμών της Ελλάδας. Όμως δεν διέθετε ρεαλισμό και ειλικρίνεια, αλλά είχε φευγαλέο και ασταθή χαρακτήρα. Και κάτι περισσότερο. Δεν τον είχα περπατήσει. Γιατί η ομορφιά των σταθμών και της σιδηροδρομικής γραμμής έγκειται στην ανακάλυψη που θα κάνεις τραβώντας με τα πόδια ένα συγκεκριμένο μήκος είτε γραμμή – γραμμή είτε από προσβάσεις αφανείς και πολλές φορές ατελέσφορες.
Ο σταθμός βρισκόταν στη μέση έξι χωριών. Της Μοσχοκαρυάς, του Τρίλοφου, της Γραμμένης, του Καστριού, του Ζηλευτού και του Στίρφακα. Είχε δυτικό προσανατολισμό και κλεινόταν από αλλεπάλληλες σήραγγες και παλιές σιδηροδρομικές γέφυρες.
Η πρώτη απόπειρα προσέγγισης του σταθμού έγινε χειμώνα με άσχημες συνθήκες από το χωριό Μοσχοκαρυά, αλλά απέβη άκαρπη.
Τη δεύτερη, είχε πέσει χιόνι που είχε παγώσει και στην τελευταία στροφή πριν τον τελικό προορισμό κολλήσαμε. Είδαμε και πάθαμε να ξεκολλήσουμε και γυρίσαμε άπρακτοι πίσω.
Την τρίτη και φαρμακερή ακολουθήσαμε πάλι τον δρόμο της Μοσχοκαρυάς, αλλά στην πλατεία ζητήσαμε πληροφορίες από τους χωριανούς. Μας υπέδειξαν τον κάτω δρόμο με την υπόμνηση ότι στην κρίσιμη διχάλα πρέπει να πάρουμε το αριστερό παρακλάδι, αυτό που κατηφόριζε.
Το πήραμε, αλλά γρήγορα διαπιστώσαμε ότι μας έβγαζε σε αδιέξοδο, μπροστά σε μια στάνη.

Παλιά σιδηροδρομική γέφυρα έξω από την Καρυά

Γυρίσαμε πίσω, από τα ίδια και στη διχάλα πήραμε τον επάνω κλάδο που μας έφερε σε ένα χωράφι, με δυο βουκόλους που ετοιμάζονταν να επιστρέψουν στο χωριό ύστερα από τη σπορά.
Μας έδωσαν στίγμα, αλλά μας τόνισαν να προσέξουμε μην κατεβούμε από τον κακοτράχαλο δρόμο, γιατί είναι σκισμένος.
Φτάσαμε στο σημείο που μας είχαν υποδείξει. Πράγματι η γραμμή διακρινόταν σε μεγάλο βάθος, αλλά κλεινόταν ανάμεσα σε δυο τούνελ.
Επιδοθήκαμε να κατηφορίζουμε. Μπροστά μας τρία ημιάγρια γεννήματα, μάλλον φοβισμένα από τη συχνή παρουσία λύκων πήραν να τρέχουν προς τη χαράδρα σηκώνοντας κουρνιαχτό σκόνης.
Φτάσαμε μπροστά σε μια βαθιά ρωγμή που έπρεπε να τη διαβούμε. Ναι, αλλά πώς; Αναγκαστήκαμε με κίνδυνο να τσακιστούμε, να την πηδήσουμε με άλμα ριψοκίνδυνο. Τέλος στα τελευταία μέτρα έπρεπε να τσουλήσουμε πάνω σε ολισθηρό τεραίν από αργιλόχωμα. Συρθήκαμε ώς την άκρη της γραμμής που όμως φραζόταν από συρματόπλεγμα.
Ανοίξαμε μια τρύπα ίσα που να χωράει το σώμα και περάσαμε μπροστά στο χορταριασμένο θαύμα της παλιάς σιδηροδρομικής γραμμής. Από εδώ έπρεπε να επιλέξουμε ποιο τούνελ θα διασχίσουμε για να φτάσουμε στον Σταθμό.
Γιατί ούτε σταθμός φαινότανε ούτε κάποιο σημάδι του. Έτσι αποφασίσαμε ν’ ακολουθήσουμε τη βορεινή κατεύθυνση περνώντας μέσα από μια σήραγγα κάπου τετρακόσια μέτρα.
Σκοτάδι απόλυτο και μονάχα τα τηλέφωνα με τον φακό τους έκαμαν τη δουλειά. Στο μεταξύ βγήκαμε μουσκεμένοι από τις σταγόνες που έσταζαν από την οροφή.
Βγαίνοντας είδαμε στο βάθος μια πεντάτοξη γέφυρα, με τρία πέτρινα τόξα και δυο σιδερένια. Από την άλλη άκρη της γέφυρας άρχιζε μια μεγάλη σήραγγα, η οποία δε μας εξυπηρετούσε. Χαζεύοντας πάνω στα παραπέτα της ξεχωρίσαμε πίσω μας και αρκετές χαράδρες νοτιότερα μια αρμάδα βαγονιών παρατημένων σε κάποιο σιδηροδρομικό νεκροταφείο.
Επειδή τέτοιο υλικό εγκαταλείπεται μονάχα δίπλα ή κατά μήκος των παλιών σταθμών, υπέθεσα ότι τα βαγόνια αυτά πρέπει να βρισκόντουσαν στον σταθμό της Καρυάς.
Γυρίσαμε πίσω ξαναδιαβαίνοντας το αργιλόχωμα, τη ρωγμή και τη γλίστρα, για να προλάβουμε καταπώς φαινόταν, τη δύση του ήλιου.
Την προλάβαμε! Μπαίνοντας στο αμάξι διανύσαμε κάπου ενάμιση χιλιόμετρο, ώσπου δεξιά μας είδαμε να κατηφορίζει ένας χωματόδρομος που λογικά θα έπρεπε να οδηγεί στον Σταθμό.
Βγήκαμε και περπατήσαμε κατηφορίζοντας μέσα σε ένα πανδαιμόνιο παρθενικής και ατόφιας φύσης. Φτάσαμε αργά – αργά προσεγγίζοντας τις τροχιές του κάποτε τρένου.
*
Η πρώτη εποπτική ματιά αναλώθηκε μέσα σε μια δραματική αίσθηση του τοπίου. Τα οδόσημα της γραμμής, οι κτηριακές εγκαταστάσεις, το σκόρπιο υλικό, τα βαγόνια, οι ορθάνοιχτες πόρτες του σταθμαρχείου και όλων των βοηθητικών κτισμάτων, παγιδευμένα από την άγρια βλάστηση, με έφεραν αντιμέτωπο με ένα τοίχο άσφαλτης σιωπής και σκληρά βιωμένου χρόνου.
Κοίταξα λαίμαργα ολόγυρά μου. Μια πράσινη υπόσχεση ζωής μέσα σε ένα σκουριασμένο κατεβατό θανάτου.
Αυτή η περιπέτεια του να επισημάνεις στον χάρτη, να εντοπίσεις το στίγμα και να επισκεφτείς τις γραμμές του εγκαταλειμμένου σταθμού μέσα στο λυκόφως των σιδηροδρομικών αναμνήσεων, υπήρξε για μένα ένα ισχυρό δόνημα που διέλυσε κάθε ψεύτικη εικόνα από τη μέχρι τότε ζωή μου.
Η φύση κύκλωνε το τοπίο, τα κτίσματα και τα υλικά μπαίνανε αργά μέσα μου κι όλα απομάγευαν τις αισθήσεις μου.

Το περιβάλλον του παλιού σταθμού

Προχώρησα ώς τα βαγόνια του ιστορικού μαρασμού. Ανέβηκα τα δυο τρία ταπεινά σκαλάκια τους, για να δω τι υλικά ενδιαφέροντος έκρυβαν στα σωθικά τους μες στη μοιραία σχέση ανθρώπου και ταξιδιού. Η άφθονη σκουριά με σάρκωσε αντί να με απωθήσει. Σωρευτικές μνήμες ανακλήθηκαν στο υποσυνείδητό μου. Τι κουβάλησαν αυτά τα βαγόνια; Εμπορεύματα, ζώα, ανθρώπους. Σίγουρα σκληρές, αδυσώπητες μνήμες, από τους βαλκανικούς πολέμους, πρόσφυγες από την Ιωνία, εξόριστους, αλλά και άλογα, αγαθά, βιομηχανικά προϊόντα.
Ύστερα προχώρησα ώς το σταθμαρχείο. Πίσω από τις σκουριασμένες πόρτες κυμάτιζαν τα δελτία κυκλοφορίας, τα βιβλία επισκευής, τηλεγραφικά υλικά, παρατηρήσεις, επισκέψεις της γραμμής, υπογραφές φύλακα, αρχιεργάτη, κλειδούχων, μηχανικών.
Σχετικά πιο φρέσκο πάνω σε μια εταζέρα τρεμόπαιζε το κείμενο του τελευταίου τηλεγραφήματος που έστειλε ο σταθμάρχης στην προϊσταμένη του Υπηρεσία:
«Σταθμός Καρυάς, Αύξων αριθμός, παραλήφθηκε, μεταβιβάστηκε, προς Διεύθυνση, αριθμός πρωτοκόλλου: «Σας υποβάλλουμε συνημμένως και παρακαλούμε…».
Ανεβαίνοντας τα θαυμαστά σχεδιασμένα σκαλοπάτια της έτσι κι αλλιώς ολοπέτρινης οικοδομής του Σταθμού μπήκαμε στο δωμάτιο της διαμονής του σταθμάρχη, με το τελευταίο τσιγάρο σβησμένο στο πάτωμα. Το στρώμα, η τελευταία εφημερίδα, το φλιτζάνι του καφέ, η σόμπα, το τελευταίο ξύλο που δεν πρόλαβε να καεί και το μισάνοιχτο πατζούρι, με την πετούγια του ανασηκωμένη, να βλέπει το πέρα τούνελ, το τούνελ του τρένου που έρχεται, του άλλου τρένου που φεύγει, των δέντρων που στεφανώνουν τον σταθμό, τη μακρινή κορυφογραμμή της Γκιώνας, των Βαρδουσιών, της Γραμμένης Οξιάς και του Βελουχιού, μόνα περιουσιακά στοιχεία του βλέμματος του σταθμάρχη κι από κει και πέρα η μοναξιά κι η αναμονή της επόμενης πόστας, του επόμενου ανατριχιαστικού συριγμού των ραγών, της μηχανής, των σφυριγμάτων και της παρατεταμένης κλαγγής των φρένων που ο μηχανοδηγός επιχειρεί να θέσει σε λειτουργία, ενώ ξέρει ότι ο σταθμός δεν έχει ούτε επιβάτες ούτε εμπορεύματα να παραλάβει ή να ξεφορτώσει…
Γύρω μου εικόνες μαγικής ομορφιάς, από βότανα που ξεθάρρεψαν, δέντρα που τόλμησαν ν’ αγριέψουν, πολυτρίχια, που κρέμονται πανιού – ποιος να τα κόψει – θεριοί θάμνοι, περιττώματα από λύκους, κουνάβια, περαστικές νεράιδες, σιδεροτροχιές, μπαούλα σκουριασμένων εργαλείων, μπαούλα επιβατών που ξεχάστηκαν, μπαούλα αναμνήσεων, εργαλειοθήκες, έντυπα μουσκεμένα μέσα σε κιβώτια αναμνήσεων και πλήθος ενσωματωμένες σιωπές κάτω από τις ράγες, πίσω από το γραφείο κινήσεως, πέρα από τη χαράδρα που κλείνει τον ορίζοντα του σταθμάρχη και της γραμμής…
Ώς το απέναντι κιόσκι της επιβίβασης διανύω έναν ολόκληρο αιώνα σιδηροδρομικής μνήμης – και βάλε – στον πίνακα ανακοινώσεων, με κιμωλία, το δρομολόγιο της τελευταίας αμαξοστοιχίας για Αθήνα (22.07) – κατηγορία, προορισμός, ώρα αφίξεως, γραμμή εξόδου – μα και το άλλο του εμπορευματικού συρμού για Ορμένιο (17.59) – αυτό το και πενήντα εννιά με τρελαίνει – το εικονοστάσι, η παλιά σκουριασμένη πινακίδα ΣΣ Καρυάς, και στο κάτω μέρος του πρώτου βαγονιού ΣΕΚ με υπότιτλο ΖΠΤ, άγνωστης σημασίας, οι διπλές ράγες, τα χόρτα που έπνιξαν τη γραμμή, τα δυο τούνελ, σκοτεινά, με μια τεράστια θολωτή σπηλιά στην ψυχή τους – τι άραγε να σημαίνουν ή πού να οδηγούν, είναι ώρα να φύγω, το δειλινό μπορεί να είναι σύμμαχος των μελαγχολικών εικόνων, αλλά οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη σήψη και την αέναη σκοτεινή λήθη του εγκαταλειμμένου τοπίου, του ξεχασμένου τρένου, του βυθισμένου στην άνοια και τη λήθη σιδηροδρομικού σταθμού της Καρυάς, του σταματημένου χρόνου, της βαριάς κι ανίατης αρρώστιας από την οποία πάσχει ο οργανισμός των αναμνήσεων…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το