Πολιτισμός

Ιωλκός, Η εϋκτιμένη πόλη του Ομήρου

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ Α. ΝΗΜΑ

Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη
Ιωλκός. Η εϋκτιμένη πόλη του Ομήρου.
Ένα αστικό κέντρο στο μυχό του Παγασητικού Κόλπου.
Το διοικητικό κέντρο, οι οικίες και το νεκροταφείο.
Βόλος 2014, σελ. 928. Σχ. 29Χ20.

Η Βολιώτισσα διδάκτωρ αρχαιολογίας κ. Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, πρώην διευθύντρια της ΙΓ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Βόλου) και πρώην διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών, είχε ήδη πολλά σπουδαία δημοσιεύματα για το ανασκαφικό, και όχι μόνο, έργο της, το τελευταίο όμως ογκωδέστατο (928 σελίδες μεγάλου μεγέθους) και μνημειώδες βιβλίο της, που αναφέρεται στην αρχαία θεσσαλική πόλη Ιωλκό, είναι σίγουρα το σημαντικότερο από όλα.
Η αρχαία Ιωλκός είναι ο περισσότερο γνωστός ιστορικός τόπος της Θεσσαλίας, αφού και παλαιότερα διδασκόταν στο δημοτικό σχολείο ο μύθος της Αργοναυτικής Εκστρατείας που ξεκίνησε από αυτή με επικεφαλής τον Ιάσονα. Το σκοτάδι που περικλείουν συνήθως μύθοι έρχονται να το διαλύσουν οι αρχαιολόγοι, οι οποίοι αξιοποιώντας τις όποιες αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, πραγματοποιούν συστηματικές ανασκαφές και με την εξέταση των ευρημάτων τους ρίχνουν φως στο παρελθόν. Αυτό συνέβη και με τον μυκηναϊκό οικισμό της Ιωλκού, που βρίσκεται στην περιοχή του Διμηνίου, και ο οποίος αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα ανάπτυξης ενός μεγάλου αστικού κέντρου στην ανατολική Θεσσαλία. Αυτός είναι ο μόνος από τους τρεις γνωστούς οικισμούς στην παραλιακή ζώνη του λιμανιού του Παγασητικού Κόλπου (Κάστρο Βόλου/Παλιά, Πευκάκια και Ιωλκός/Διμήνι), αλλά και ο μόνος από τους υπόλοιπους μυκηναϊκούς οικισμούς της Θεσσαλίας, που έχει ανασκαφεί συστηματικά σε μεγάλη έκταση.

Ήδη από το 1977 με τις πρώτες σωστικές ανασκαφές αποκαλύφθηκαν σπουδαία αρχιτεκτονικά ευρήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στα ανατολικά του λόφου όπου ο νεολιθικός οικισμός. Ακολούθησαν σωστικές ανασκαφές από το 1977 έως το 1997, στη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκε το μεγαλύτερο μέρος του μυκηναϊκού οικισμού. Τα πορίσματα αυτών των ερευνών αποτέλεσαν το θέμα της διδακτορικής διατριβής της αρχαιολόγου κ. Βασιλικής Αδρύμη-Σισμάνη και δημοσιεύτηκαν στην αυτοτελή μελέτη της με τον τίτλο «Ο Μυκηναϊκός οικισμός του Διμηνίου». Όταν το 1997 ολοκληρώθηκε η απαλλοτρίωση τριάντα πέντε στρεμμάτων, που αποτελούσαν τον κεντρικό ιστό της μυκηναϊκής πόλης, το υπουργείο Πολιτισμού ενέταξε τη συντήρηση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου Διμηνίου, στο σύνολό του, στα Β’ και Γ’ Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης με παράλληλη έναρξη συστηματικής ανασκαφικής έρευνας στο κέντρο του μυκηναϊκού οικισμού που συνεχίστηκε μέχρι το 2004. Με τη συστηματική αυτή ανασκαφή αποκαλύφθηκε το διοικητικό κέντρο του μυκηναϊκού οικισμού. Από το 2011-2012 τα κεντρικά Μέγαρα του διοικητικού κέντρου προστατεύονται από ένα μόνιμο στέγαστρο, το οποίο κατασκευάστηκε με κοινοτικά χρήματα. Κατόπιν μελετήθηκε το νέο υλικό, ώστε να γίνει μία συστηματική παρουσίαση των οργανωτικών και οικονομικών δομών ενός αστικού οικισμού της μυκηναϊκής περιόδου της Θεσσαλίας, καθόσον η ελληνόγλωσση συναφής βιβλιογραφία δεν είχε κάποια ανάλογη. Στην πορεία κρίθηκε σκόπιμο μαζί με τη μελέτη να γίνει και δημοσίευση του συνόλου του ανασκαφικού υλικού (οικίες, διοικητικό κέντρο, νεκροταφείο και ευρήματα), προκειμένου να καταστεί σαφής η πολεοδομική οργάνωση, αλλά και τα επιμέρους στοιχεία του κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα του οικισμού σε σχέση με τους σύγχρονους, αντίστοιχους οικισμούς της κεντρικής και νότιας Ελλάδας.

Η μελέτη του ανασκαφικού υλικού εκπονήθηκε στο εργαστήριο του αρχαιολογικού χώρου Διμηνίου. Η φωτογράφιση της ανασκαφής έγινε από την κ. Αδρύμη και τους συνεργάτες της στην ανασκαφή, ενώ η φωτογράφιση των κινητών ευρημάτων πραγματοποιήθηκε με την οικονομική υποστήριξη του Ινστιτούτου Αιγαιακής Προϊστορίας (ΙΝSΤΑΡ), με τη βοήθεια του οποίου ολοκληρώθηκε η μελέτη της στρωματογραφίας και η σχεδίαση των κινητών ευρημάτων. Οι εξαιρετικές αεροφωτογραφίες έγιναν από τον Κ. Ξενικάκη.
Καρπός όλων αυτών εργασιών ήταν η έκδοση του προαναφερθέντος βιβλίου της κ. Αδρύμη-Σισμάνη από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Θεσσαλικών Σπουδών, με χρηματοδότηση από το Κοινοτικό Πρόγραμμα ΕΣΠΑ. Η έκδοση έγινε με ιδιαίτερη φροντίδα από τον εκδοτικό οίκο «ΠΑΛΜΟΣ» και κράτησε αρκετό χρόνο (2014-2018).
Το ογκώδες αυτό βιβλίο/μελέτη διαρθρώνεται ως εξής: Πρόλογος της συγγραφέως (σσ. 9-11), Εισαγωγή (σ.σ. 13-15).
Στο Κεφάλαιο 1 (σ.σ. 17-50), το οποίο διαιρείται στις ενότητες 1) «Το ιστορικό των ερευνών στους οικισμούς της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στη Θεσσαλία» (σσ. 19-38), 2) «Μυκηναϊκός κόσμος και Μυκηναϊκή Θεσσαλία» (σσ. 39-42) και 3) «Εϋκτιμένη Ιωλκός» (σ.σ. 43-50), μνημονεύονται και οι βασικές μελέτες οι σχετικές με την περίοδο αυτή. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις αρχαίες πηγές πληροφοριών και στις μυθικές διηγήσεις προκειμένου να εντοπισθούν, όσο είναι δυνατόν, περισσότερες αναφορές για τη μυκηναϊκή Ιωλκό και την κατοίκηση γενικότερα στην ίδια περιοχή.

Στο Κεφάλαιο 2 (σσ. 51-60), με τίτλο «Η γεωγραφική θέση του οικισμού και το φυσικό του περιβάλλον» εξετάζονται η μορφολογία και οι περιορισμοί του περιβάλλοντος που καθόρισαν τις συνθήκες, μέσα στις οποίες διαμορφώθηκε η κατοίκηση κατά την Εποχή του Χαλκού στην περιοχή του Παγασητικού Κόλπου.
Στο Κεφάλαιο 3 (σ.σ. 61-76), με τίτλο «Οι πρώιμες φάσεις. Η κατοίκηση στην Πρώιμη και στη Μέση Εποχή του Χαλκού» (σ.σ. 63-76), γίνεται σύντομη αναφορά στις πρώιμες φάσεις και στα ευρήματα που τεκμηριώνουν την παρουσία επιχώσεων της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, που εντοπίστηκαν στα νότια του λόφου. Εδώ ακόμα αναφέρονται τα ανασκαφικά δεδομένα της Μέσης Εποχής του Χαλκού, στο τέλος της οποίας επανιδρύεται ο οικισμός, με τα πρώτα αρχιτεκτονικά οικιστικά κατάλοιπα να εντοπίζονται στις ανατολικές παρυφές του λόφου και στην πεδιάδα που εκτείνεται ανατολικά.

Το Κεφάλαιο 4 (σ.σ. 77-280), με τίτλο «Η κατοίκηση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού» είναι εκτενέστερο, αφού δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην παρουσίαση των ανασκαφικών δεδομένων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όταν ο οικισμός αποκτά μεγάλη έκταση και αποτελεί πλέον ένα πολύ καλά οργανωμένο αστικό κέντρο δίπλα από το μεγάλο φυσικό λιμάνι του Παγασητικού Κόλπου. Ακολουθεί μια συνοπτική αναφορά σε αντιπροσωπευτικά δείγματα ανασκαμμένων οικιών του μυκηναϊκού οικισμού, που αναπτύχθηκε εκατέρωθεν μιας βασικής οδικής αρτηρίας, προκειμένου να καταστεί σαφής η πολεοδομική οργάνωση, αλλά και τα επιμέρους στοιχεία του κοινωνικού και οικονομικού του χαρακτήρα.
Η αρχιτεκτονική και η οργάνωση των χώρων του διοικητικού κέντρου, μοναδικού παραδείγματος σύνθετου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος που λειτουργούσε ως έδρα της τοπικής, διοικητικής και θρησκευτικής εξουσίας, περιγράφονται εδώ αναλυτικά.
Το διοικητικό κέντρο αποτελούνταν από μια ενότητα κτιρίων κατανεμημένων σε δύο παράλληλα συγκροτήματα, με ένα κεντρικό Μέγαρο σε κάθε συγκρότημα. Κάθε Μέγαρο περιβαλλόταν από διαδρόμους που οδηγούσαν σε μικρότερα μέγαρα, σε αύλειους χώρους, σε εξειδικευμένες αποθήκες και σε χώρους για δημόσια λατρεία. Η μελέτη της κτιριακής ανάλυσης των εγκαταστάσεων, που απετέλεσε και το μεγαλύτερο σημείο της έρευνας, έδειξε ότι η συγκεκριμένη διευθέτηση των χώρων ήταν απολύτως συμβατή με τον κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό ρόλο που διαδραμάτιζαν οι τοπικοί αξιωματούχοι που ασκούσαν διοικητική και θρησκευτική εξουσία, δύο δραστηριότητες άρρηκτα συνδεδεμένες σε ένα ανώτατο επίπεδο ιεραρχίας.

Ακολουθεί σύντομη αναφορά στην περίοδο επανακατοίκησης του οικισμού μετά την καταστροφή του στο τέλος του 13ου αι. π.Χ. και στη συνέχεια επιχειρείται μια προσέγγιση για τα αίτια της καταστροφής του.
Στο Κεφάλαιο 5, με τίτλο «Ταφική αρχιτεκτονική» (σ.σ. 283-333), παρουσιάζονται οι Θολωτοί τάφοι (σσ. 284-299), οι Κτιστοί τετράπλευροι τάφοι με πλευρική είσοδο και δρόμο (σ.σ. 299-318), οι Κιβωτιόσχημοι τάφοι (σ.σ. 318-329) και οι Απλοί ταφικοί λάκκοι (σσ. 329-330). Σημειωτέον ότι η ταφική αρχιτεκτονική αποτελεί βασικό στοιχείο για την κατανόηση της κοινωνικής δομής.

Το Κεφάλαιο 6, με τίτλο «Η κεραμική» (σ.σ. 331-570), υποδιαιρείται στις ενότητες: Η κεραμική της ΥΕΙΙΙΒ2 περιόδου από το στρώμα καταστροφής του διοικητικού κέντρου (σ.σ. 333-344), Η κεραμική από το στρώμα καταστροφής του Μεγάρου Β (σ.σ. 344-424), Η κεραμική από το στρώμα καταστροφής του Μεγάρου Α (σ.σ. 425-461), Βόρειο Μέγαρο. Κεραμική από το δωμάτιο 2 (σ.σ. 462-496), Η κεραμική της πρώιμης ΥΕΙΙΙΓ περιόδου (σ.σ. 497-570). Εδώ διερευνώνται επιπλέον τυπολογικά και χρονολογικά ζητήματα της κεραμικής.
Στο Κεφάλαιο 7, το τελευταίο, με τίτλο «Κινητά ευρήματα» (σ.σ. 571-841), εξετάζονται ενδεικτικοί (εξαιτίας του ιδιαίτερα μεγάλου όγκου του ανακτηθέντος υλικού) κατάλογοι των μικρών ευρημάτων (πήλινα ειδώλια, αντικείμενα με σύμβολα της Γραμμικής Β, σφραγιδόλιθοι και σφραγίσματα, λίθινες μήτρες, μεταλλικά αντικείμενα, κοσμήματα, ελεφάντινα και οστέινα αντικείμενα, πήλινα και λίθινα σφονδύλια/«κουμπιά» και υφαντικά βάρη, λίθινα εργαλεία, αρχιτεκτονικά μέλη και κονιάματα). Όλων αυτών επιχειρείται η ένταξη στο ευρύτερο πολιτιστικό, οικονομικό, κοινωνικό και ιδεολογικό πλαίσιο της περιόδου.
Το βιβλίο κλείνει με τα Συμπεράσματα (σ.σ. 843-876), την εκτενή αγγλική περίληψη (σ.σ. 877-889), τις Βραχυγραφίες (σ. 890), τις Συντομογραφίες (σ.σ. 891-894) και την πλούσια Βιβλιογραφία (σ.σ. 895-924).

Επιπλέον το βιβλίο πλαισιώνεται από άφθονο φωτογραφικό υλικό, αναπαραστάσεις και σχέδια που βοηθούν στην κατανόηση και τεκμηρίωση των αναφερομένων σ’ αυτό.
Στόχος της εξαιρετικής αυτής επιστημονικής μελέτης ήταν η ανάδειξη της σημασίας του θεσσαλικού χώρου και ιδιαίτερα της παραλιακής ζώνης του Βόλου, στη μυκηναϊκή περίοδο, με την παρουσίαση της εξελικτικής πορείας ενός οικισμού και την πλήρη δημοσίευση της ακολουθίας των στρωματογραφημένων συνόλων κεραμικής και μικρών ευρημάτων και την ένταξή τους στο ευρύτερο πολιτιστικό, οικονομικό, κοινωνικό, ιδεολογικό και γεωγραφικό πλαίσιο του θεσσαλικού χώρου. Συγχρόνως έγινε μια προσπάθεια κατανόησης της συμβολής της Ιωλκού/Διμηνίου στην πολιτισμική εξέλιξη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της σχέσης της με τους γειτονικούς οικισμούς στο Κάστρο/Παλιά Βόλου και στα Πευκάκια, που λειτουργούσαν παράλληλα γύρω από το λιμάνι του Παγασητικού Κόλπου.
Το λιμάνι γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν οι τρεις αυτοί οικισμοί και μάλιστα σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ τους, διαμορφωνόταν γύρω από ένα βαθύ κανάλι, μια Ιώλκα (όπως περιγράφει ο Ησύχιος τη θαλάσσια δίοδο προς τη ξηρά), που, σύμφωνα με τις πρόσφατες γεωμορφολογικές μελέτες, είχε δημιουργηθεί σταδιακά στον μυχό του Παγασητικού Κόλπου κατά τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού.

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι τρείς αυτοί οικισμοί αποτελούσαν από κοινού το μυθικό ανακτορικό κέντρο της Ιωλκού, καθώς δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, όπως υποδηλώνει η απουσία οχυρώσεων, όπως και οποιασδήποτε άλλης αμυντικής μέριμνας, αλλά ήταν σε μια αλληλεξάρτηση, πιθανώς με αλληλεπικαλυπτόμενες δραστηριότητες.
Εξάλλου, από τη μυθική παράδοση προκύπτει ότι πρόκειται για αλληλένδετες, με συγγενικούς δεσμούς, οικογένειες, οι οποίες ήλεγχαν το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι, που συνιστούσε την κύρια πύλη επικοινωνίας της Θεσσαλίας με τα νησιά του Αιγαίου, την απέναντι ασιατική ακτή και τη Μεσόγειο, ίσως κάτω από τον διαδοχικό έλεγχο του εκάστοτε άνακτα, που διοικούσε το μεγάλο μυκηναϊκό κέντρο της Ιωλκού, την πόλη/αφετηρία της Αργοναυτικής Εκστρατείας.
Κλείνοντας, δεν έχουμε παρά να εκφράσουμε τον θαυμασμό μας για το μοναδικό αυτό επιστημονικό και εκδοτικό επίτευγμα και να συγχαρούμε την κ. Αδρύμη-Σισμάνη, αλλά και όλους τους συνεργάτες της που συνέβαλαν σ’ αυτό.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το