Θ Plus

Tα χταπόδια της Τήλου – Περίπατος και γλέντι στην ορεινή Νίσυρο

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Είχαμε ταξιδέψει ως τη Νίσυρο, με μοναδικό σκοπό να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή της, αλλά και να επισκεφθούμε το πολύ σπουδαίο ηφαίστειο που είναι ακόμη ενεργό και βρίσκεται κοντά στο ορεινό χωριουδάκι της Νικειάς, στα ανατολικά του νησιού.
Για να φτάσει κανείς στη Νίσυρο πρέπει πρώτα να πιάσει λιμάνι στην Κω κι από κει να πάρει τοπικό καραβάκι που συνδέει τα δυο νησιά. Έχοντας μεταβεί ώς την Κω με μοτοσυκλέτα από τον Βόλο, κατάφερα να τη φορτώσω στο βαποράκι, έτσι ώστε να την έχω μαζί μου για τις εσωτερικές μετακινήσεις στη Νίσυρο.
Έχει τη σημασία του κι αυτό, αφού η μηχανή μου θα έπαιζε έναν από τους πιο μεθυστικούς πρωταγωνιστές της διαμονής μας στη Νίσυρο.
Καταφέραμε τη μια μέρα να ορειβατήσουμε ώς τη θαυμάσια κορυφή του νησιού, από όπου αγναντέψαμε τόσο τις δαιδαλώδεις ακτές του, όσο και τη λάκα του ηφαιστείου, από ψηλά. Μοναδική και πρωτότυπη άποψη της καλντέρας και της θειάφινης επιφάνειας του ηφαιστειακού τόξου.
Όμως η λάκα αυτή του Νισυριώτικου ηφαίστειου είχε την προέλευσή της στη μεγάλη έκρηξη του Θηραϊκού ομολόγου της που είχε γίνει πριν από αιώνες και κατέστρεψε ουσιαστικά το μισό νησί, αφήνοντας το άλλο μισό να καίγεται στις φλόγες της ηλιακής λάβας, έτσι όπως την αντικρίζουμε στις μέρες μας.
Μια ημικατεστραμμένη λοιπόν Θήρα είναι τούτη δω η Νίσυρος που κατάφερε, στους μετα-ηφαιστειακούς αιώνες να ορθοποδίσει και να επιβιώσει παρά το γεγονός ότι οι λάβες του εξακολουθούν να αναβράζουν στις πολλές τρύπες του ηφαιστειακού της πλατό.
Όμως την άλλη μέρα και πριν πάμε στο ηφαίστειο για να το γνωρίσουμε από κοντά και να το περπατήσουμε απ’ άκρη σ’ άκρη, μας έλαχε μια ωραία πρόταση, να επισκεφθούμε την Τήλο, που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τη Νίσυρο, σε κοντινή απόσταση.
Ταξιδέψαμε με ταχύπλοο ώς την Τήλο έχοντας στη διάθεσή μας σχεδόν ολόκληρη τη μέρα, για να την περιηγηθούμε και να επιστρέψουμε αργά το απόγεμα στη Νίσυρο.
Η περιήγηση και το ημερήσιο οδοιπορικό της Τήλου περιλάμβανε μια ανάβαση στο Παλιό Χωριό, μια επίσκεψη στον κορυφαίο αρχαίο ναό της Ήρινας και μια βουτιά στα θεσπέσια νερά της Ερίστου, ενός πανέμορφου αμμουδερού γιαλού στα νότια του νησιού. Εννοείται πως νοικιάσαμε ένα βεσπάκι για να τα προλάβουμε όλα.
Κι αφού ολοκληρώσαμε τις πεζοπορίες στο νησί, μετά το μεσημέρι, μας έμεινε επαρκής χρόνος για να ρίξουμε και μια βουτιά σε κείνα τα σμαραγδένια νερά της Ερίστου.
Στην αμμουδερή εκείνη ακτή συνέβησαν δυο πράγματα που είχαν σχέση με το υποθαλάσσιο πάρκο της που πιστεύω ότι μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις εντυπωσιακότερες στρωματικές επιφάνειες βυθού στην Ελλάδα.
Στην αρχή, όπως μπαίνει κανείς στη θάλασσα, διαθέτει μια φαρδιά και ήπια αμμώδη λωρίδα, έπειτα αρχίζει μια ποσειδωνία υπέροχης φυκάδας και στο τρίτο επίπεδο, κατά σειρά από την ακτή, διαμορφώνεται ένας εκπληκτικός διώροφος πλακώδης βυθός, που κρύβει μια σπάνια και ποικιλόμορφη ιχθυοπανίδα.
Η πρώτη από τις δυο εκπλήξεις ήταν η πολλαπλή παρουσία σμέρνας – από τις πιο μεγάλες ποικιλίες αυτού του είδους που έχω συναντήσει ποτέ στις καταδύσεις μου και η δεύτερη ήταν η αφθονία χταποδιών που σχεδόν σουλατσάρανε αμέριμνα μέχρι τη βοτσαλιά της ακτής.
«Πήρα» δυο χταποδάκια που έλαχαν στον δρόμο της πυθμενικής μου εξερεύνησης, τα οποία αφού σαράντισα πρώτα, τα σβούρισα έπειτα επί τόπου κάμποση ώρα.
*

Το ηφαίστειο της Νισύρου

Τα θήκιασα σε μια σακούλα και γυρίσαμε στο λιμάνι της Τήλου από όπου πήραμε τη ρότα της επιστροφής.
Στη Νίσυρο, όταν φτάσαμε, μάθαμε πως στο χωριουδάκι της Νικειάς είχε, το ίδιο βράδυ, γλέντι και χορό. Έτσι πήραμε τη μοτοσυκλέτα μαζί με τα δυο χταποδάκια και ανηφορίσαμε για τη Νικειά.
Η βραδιά ήταν υπέροχη, μόλις είχε ανατείλει ένα φεγγάρι χρυσαφένιο που ξεπήδησε από τα μέρη της Μικρασίας, ολόγιομο και φωτεινό, τόσο που σε προκαλούσε να οδηγείς με σβηστά τα φώτα της μηχανής.
Φτάνοντας στη Νικειά μας αποπήραν τα πολλά φώτα χαλνώντας την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα που είχε φιλοτεχνήσει ο σκηνοθέτης της φεγγαροχυσίας.
Όμως μας έλουσε και μια θεσπέσια ευωδιά από πελώρια γεράνια που ήταν παραταγμένα στη σειρά, καθώς παίρναμε την είσοδο για το χωριό.
Από τη μια τα γεράνια κι από την άλλη τα «κυλιόμενα νερά» του Αιγαίου, όπως ροτάρανε από τον αρμενιστή ως τη λάβα της αναδυόμενης σελήνης, ήρθε κι έκατσε μια ασυνήθιστη μαγεία στους κόλπους της Νικειάς βάζοντάς μας για τα καλά στο παιχνίδι του πανηγυριώτικου κλίματος.
Όλα ήρθανε και δέσανε (ηφαίστεια, γεράνια και νερά κυλιόμενα) με τους στίχους του Ελύτη, για να συρράψουν τελικά και κάποια από τα φωνήεντα της Ιλιάδας, που τ’ αφουγκραζόμασταν από την απέναντι Μικρασιάτικη ακτογραμμή, μέσα στη όμορφη φωταψία της εξαίσιας ιωνικής νύχτας.
*
Ωστόσο κατά μήκος του κεντρικού πεζόδρομου του χωριού παρατάσσονταν μικρά και χαριτωμένα μαγαζάκια και λιλιπούτειες ψησταριές με ανθρακιές και φουφούδες στο ύπαιθρο. Όλα εφάπτονταν μιας μικρής και μακριάς χτιστής πεζούλας, κάτω από την οποία χύνονταν ο γκρεμός και πέρα από αυτόν ο ασημένιος πολτός του φεγγαρόλουστου πελάγου.
Καθίσαμε στην άκρη της πρώτης ψησταριάς και παραγγείλαμε ντόπιο κρασί και μια σαλάτα. Μυστικά σχεδόν ψιθυρίσαμε του ψήστη, ότι έχουμε αλιεύσει δυο χταποδάκια, έτοιμα και σβουριγμένα και του ζητήσαμε να τα πετάξει πάνω στα κάρβουνα. Εκείνος κοίταξε το αλίευμά που κρύβαμε επιμελώς στα θυλάκιά μας, κι έκαμε έναν μορφασμό απέχθειας, καθόσον αφορά στο μέγεθος των χταποδιών. Συνάμα μας οδήγησε το βλέμμα σε ένα μεγάλο καλαμαροχτάποδο που ήδη βρισκόταν απάνω στην πυρά και αφού πήρε τα δικά μας, δίχως δεύτερη κουβέντα, τα στρίμωξε σε μιαν άκρη συμπιέζοντάς τα όσο μπορούσε.

Άποψη της Τήλου και της Αντιτήλου

*
Λίγο πιο κάτω έπαιζε μονάχη μια τσαμπούνα περιμένοντας το ταίρι της, που είχε προφανώς αργήσει.
Μέχρι νάρθει το βιολί ψήθηκαν και οι μεζέδες και σερβιρίστηκαν σε μια πιατελίτσα, αφού όμως είχαν συρρικνωθεί τόσο που δεν πιστεύαμε πως ήταν αυτά τα δικά μας χταποδάκια.
Όμως ο ψήστης ήταν ειλικρινής και μας δήλωσε ενθουσιασμένος ότι είχε δοκιμάσει ένα κομμάτι από τα δικά μας χταπόδια, ρωτώντας μας μάλιστα πού τα είχαμε αλιεύσει. Ήταν τόσο αγαθός και ειλικρινής ο νησιώτης εκείνος που μας δήλωσε επίσης ότι το δικό του χταπόδι που του τόφερε ένας ντόπιος ψαράς, ήταν άνοστο και σκληρό. Ταυτόχρονα απευθύνθηκε σε κάποιον διπλανό μας θαμώνα, γνωστό του, που του περιέγραψε, με δηλωτικές χειρονομίες, τη νοστιμιά του μικρού και συρρικνωμένου χταποδιού μας.
Αμέσως εμείς κόψαμε ένα ακόμη κομματάκι από τα δυο χταποδάκια μας και το προσφέραμε στον διπλανό μας. Εκείνος το πήρε, το γεύτηκε κι επιδοκίμασε με χαρακτηριστικές κινήσεις των χειλιών του.
Τόπε του διπλανού του και παρόλο που εκείνος είχε στο τραπέζι του μεζέ από το μεγάλο καλαμαροχτάποδο, δέχτηκε την προσφορά μας κι επιδοκίμασε κι αυτός.
Σε λίγο όλη η μεριά της δεξιάς πεζούλας που έβλεπε προς τη θάλασσα και την οποία έλουζε το αυγουστιάτικο φεγγάρι, είχε γευτεί από ένα μεζεδάκι των δυο χταποδιών μας συγκατανεύοντας πως ήταν πεντανόστιμα.
Ίσα που προλάβαμε κι εμείς να βάλουμε στο δόντι έναν μεζέ, αλλά από την άλλη πετούσαμε στα ουράνια του Νισυριώτικου γαλαξία, αφού είχαμε γίνει το επίκεντρο ενός ακαταπόνητου θαυμασμού ως αλιείς χταποδιών από άγνωστη θάλασσα…
Όταν όμως τους ενημερώσαμε ότι τα είχαμε ψαρέψει από το απέναντι νησί – την Τήλο – σοβαρεύτηκαν κι άρχισαν να κρατούν αποστάσεις από τα χταπόδια του «άλλου» νησιού. Απότομα σταμάτησαν οι επιδοκιμασίες. Ωστόσο είχαν ήδη εκφρασθεί και δεν μπορούσαν να πάρουν τη γνώμη τους πίσω.
Τάχουν αυτά τ’ αντίζηλα νησιά…

Άποψη της Νισύρου με τη νησίδα Γυαλί στο βάθος

*
Γίναμε ωστόσο όλοι μια παρέα, γλεντήσαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και μπάλο, διονυσιαστήκαμε, καθώς λένε, κι εκεί κατά τις τρεις, με τρεισήμισι το πρωί, πήραμε τη μοτοσυκλέτα να γυρίσουμε στο κονάκι μας.
Όμως ο Διόνυσος είχε μπει για τα καλά στο πετσί μας και μας οδηγούσε με τη δική του τεχνική και δαιμονική επίνευση. Μας έκανε «νόημα», δεν αργήσαμε να το εισπράξουμε και σβήσαμε τα φώτα, για να απολαύσουμε τη φεγγαράδα κατηφορίζοντας τις επικίνδυνες στροφές της Νικειάς προς το λιμάνι. Ήταν η ώρα που όλα τ’ άστρα, τα πιθανά και τα ο απίθανα, μπορούσαν ν’ ανάψουν το αστρικό μαγκάλι, το μαγκάλι της αληθινής μαγείας.
Λίγο η μέθη, λίγο ο βαλτός θεός του αναμμένου κεφιού κι άλλο τόσο η νοστιμιά των «αλλοδαπών» χταποδιών (από το «άλλο» νησί) που δωρίσαμε στους ντόπιους μερακλήδες της Νικειάς, δεν ήθελε παρά να φτάσουμε στον προορισμό μας, σώοι μεν, αλλά καταϊδρωμένοι, από τα οχτάρια που κάναμε, για χάρη των χταποδιών που είχαμε ψαρέψει…

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το