Τοπικά

Το παράρτημα Βόλου ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ αποχαιρετά την Σμαρώ Λεφούση

 

Το παράρτημα Βόλου ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ αποχαιρετά την Σμαρώ Λεφούση κι όπως αναφέρει σε ανακοίνωση:

Η Σμαρώ Λεφουση μια εμβληματική μορφή του αγώνα των γυναικών στην περιοχή της Μαγνησίας, μαχήτρια στο Τάγμα Πηλίου του Δημοκρατικού στρατού Ελλάδας, έφυγε από κοντά μας, χθες.
Η συντρόφισσα Σμαρώ γεννήθηκε στην Κάπουρνα το 1930 και ήταν το μικρό παιδί επταμελή αγροτική οικογένεια που έδωσε τα παντα τόσο κατά την διάρκεια της Κατοχης, εναντια στην τριπλή φασιστική- ναζιστική Κατοχή όσο και την περίοδο 1946-1949 μέσα από τις γραμμές του ηρωϊκού ΔΣΕ.
Η απελευθέρωση της χώρας από τους ναζι Γερμανους την βρήκε Αετόπουλο.
Η Σμαρώ Λεφούση ως Αετόπουλο που ήταν εκείνη την εποχή και μόλις 14 ετών, κατέβηκε με τα πόδια από την Κερασιά για να πάρει μέρος στην παρέλαση με το 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που ως γνωστόν είχε την έδρα του στην πάνω Κερασιά. Σημείο συνάντησης η περιοχή κοντά στο Νεκροταφείο της Νέας Ιωνίας όπου βρίσκονταν πλέον τα αντάρτικα τμήματα. Άλλοι ήταν με μοτοσυκλέτες, άλλοι με τα πόδια και ξεκίνησαν την πορεία προς το κέντρο της πόλης, όπου περίμενε ο λαός του Βόλου. Η πορεία των τμημάτων του ΕΛΑΣ σταμάτησε στο Πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου, δίπλα με τον αδερφό της τον Γιώργο και κάποιους άλλους συγχωριανούς της. Όπως διηγόταν λόγω της μεγάλης κοσμοσυρροής χάθηκε μέσα στον κόσμο.
Στην συνέχεια οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ.
Η Οργάνωση της Κερασιάς της ΕΠΟΝ ήταν πολύ δραστήρια και μαζική. Υπήρχε αγάπη και ενθουσιασμός στους ανθρώπους που την αποτελούσαν. Η πρώτη δουλιά που έκανε εκεί η ΕΠΟΝ ήταν να κτίσει ένα σπίτι, φέρνοντας πέτρα-πέτρα με χέρι-χέρι από το βουνό. Έκαναν τα εγκαίνια με Χορό που διοργάνωσαν και στον οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες νέοι της περιοχής. Η Σμαρώ αναφερόμενη σε εκείνες τις σκληρές ημέρες της Λευκής τρομοκρατίας έλεγε ενθυμούμενη : “Θυμάμαι που πήγα με μία εξαδέλφη μου και χορεύαμε και μας λέγανε εμάς που είμασταν πολύ μικρές «Έξω οι ακρίδες». Την ίδια μέρα εμφανίσθηκαν έξω από το σπίτι της ΕΠΟΝ, οι ντόπιοι ΕΒΕΝίτες και άρχισαν να ρίχνουν με τα όπλα τους και οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια μας την ώρα που διασκεδάζαμε. Εγώ έπιασα μία γωνία για να προφυλαχθώ. Έξω από το σπίτι βγήκε ένας ΕΠΟΝίτης με ένα μαχαίρι που είχε κτυπήσει προηγουμένως έναν ΕΒΕΝίτη, ελαφρά. Όμως οι ΕΒΕΝίτες νόμισαν ότι εκείνος που είχε το μαχαίρι ήταν ο μετέπειτα άνδρας μου ο Βαγγέλης Παλάσκας που άρχισαν να τον κυνηγούν και αναγκάσθηκε και βγήκε στο βουνό. Για τους ίδιους λόγους τρομοκρατίας βγήκαν στο βουνό στην συνέχεια και τα τέσσερα αδέρφια μου”.
Αναφερόμενη στην επόμενη περίοδο και την εμφάνιση των πρώτων ομάδων Καταδιωκομένων αγωνιστων στο Πήλιο, συμπλήρωνε την διηγησή της : «Εγώ θυμάμαι ότι από τους πρώτους που βγήκαν στο βουνό ήταν ο Βύρων Μπουρέλιας. Θυμάμαι που μικρή εγώ τους πήγαινα λίγο ψωμί, εκείνες τις μέρες προς το τέλος του ’46, στην περιοχή «Βαλκανιά» της Κερασιάς. Μαζί του ήταν και δύο-τρείς Κερασιώτες και μερικοί από το Ανατολικό Πήλιο και κρύβονταν εδώ και εκεί. Και τους συντηρούσαν τα χωριά…Αυτή ήταν η πρώτη ομάδα, πρίν ακόμη βγεί κανένας άλλος στο Πήλιο».
Καθοριστικό σημείο στην ζωή τηςη μάχη της Κάπουρνας το Μάρτη του 1948, όπως έλεγε : «Σε αυτή την μάχη υπήρχαν στρατιώτες του Στρατού που ήταν δικοί μας. Εγώ έμενα εδώ με την μανούλα μου, αφού οι τότε κυβερνώντες όλους τους Κερασιώτες και άλλους από την Κάπουρνα
τους πήγαν στο Βόλο, σαν ανταρτόπληκτους. Τα τρία αδέρφια μου ήταν τότε στο βουνό και ο τέταρτος στην φυλακή. Αυτοί οι δικοί μας οι στρατιώτες μέσα στα ρούχα τους μας έφερναν λίγο ψωμί και λίγη μαργαρίνη θυμάμαι. Αυτό ήταν το φαγητό μας που μας έφερναν οι δικοί μας στρατιώτες από το δικό τους το μαγειρείο και ζούσαμε. Κάποιοι από αυτούς εκείνο το βράδυ φύλαγαν σκοποί. Όταν ήρθαν οι αντάρτες έπιασαν στον ύπνο τον Στρατό. Εγώ εκείνο το βράδυ, έμενα εδώ. Ακούω τους στρατιώτες να πηδάνε για να φύγουν για το Βόλο. Το φυλάκιο που είχαν το παράτησαν και το κατέλαβαν οι αντάρτες. Αφού οι αντάρτες μάζεψαν ότι είχαν παρατήσει οι φαντάροι, μπήκαν στο χωριό. Εκείνο το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας ο Φεραίος ( Μιχάλης Παπαδάμος- διοικητής της 123 ταξιαρχίας του ΔΣΕ στο Πήλιο) και κάθησε για λίγο δίπλα στο τζάκι και η μάνα μου του έφτιαξε καφέ. Λέει στην μανούλα μου «τι θα κάνεις με το κορίτσι, να έρθει μαζί μας. Μην μείνεις μόνη σου έλα και εσύ. Η μάνα μου, σκοτώθηκε το 1949. Από το χωριό μας ήταν τότε στο ΔΣΕ άλλες 10 περίπου κοπέλλες. Εγώ ήμουν 17 ετών. Με έβαλαν στην υπηρεσία των Διαβιβάσεων, ενώ με πήγαν και στα έμπεδα του Ολύμπου για εκπαίδευση. Ακολούθως επέστρεψα στο Πήλιο και εντάχθηκα στην 123 ταξιαρχία και ανήκα στον Λόχο διοίκησης, στην διμοιρία Διαβίβασης. Τα τηλέφωνα τα στρώναμε στο έδαφος με καλώδιο. Η διμοιρία μας τραβούσε το καλώδιο, μέχρι τον λόφο όπου υπήρχε η «Χ» λόχος, ενώ στην διοίκηση ήμασταν τρείς κοπέλλες όλο το 24ωρο. Οπότε η συγκεκριμένη Διμοιρία έδινε τις απαιτούμενες πληροφορίες στην Κεντρική διοίκηση και καθόριζε τις κινήσεις που θα πρέπει να γίνουν. Όμως εμείς τα τηλεφωνήματα δεν τα παίρναμε σε κανονικές λέξεις ομιλίες αλλά σε κρυπτογράφημα, σε αριθμούς. Αφού θα μπορούσε ο Στρατός να συνδέσει στο δικό μας σύρμα ένα δικό τους και να μαθαίνει τι λέμε. Αμέσως γινόταν αποκρυπτογράφηση από τον ειδικό αποκρυπτογράφο που υπήρχε εκεί δίπλα μας. Ήταν πολύ δύσκολο για ένα κορίτσι της ηλικίας μου να ζεί υπό τις συνθήκες που ζούσαν οι αντάρτες στο βουνό. Κρυολογήματα πήρα, παιδιά δεν μπορούσα να κάνω όταν παντρεύτηκα. Πολύ δύσκολα…Το πιο δύσκολο ήταν μετά, όταν ο ΔΣΕ πέρασε μέσα στις Λαϊκές Δημοκρατίες και το δικό μας τμήμα παρέμεινε επάνω στο Πήλιο. Μείναμε στο Πήλιο 292 ημέρες μετά από την πτώση του Γράμμου , μέχρι που ξεκινήσαμε όσοι είχαμε απομείνει για να περάσουμε και εμείς στην Αλβανία». Η Σμαρώ Λεφούση ήταν ένας από τους 19 μαχητές που τελικά τον Ιούνιο του 1950, ξεκίνησαν και με μία πορεία 19 ημερών, μπόρεσαν και έφθασαν στον προορισμό τους. Μας εξιστορεί χαρακτηριστικά : «Και που ζώ σήμερα, λέω ότι ήταν ένα θαύμα. Διότι από όλο το Τμήμα που είχε απομείνει μετά από τον τέλος του Αυγούστου του ’49 στο Πήλιο, είχαμε μείνει μόνο τέσσερα άτομα. Άλλοι πιάσθηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν…Όπου και να πηγαίναμε, όπου και να γυρίζαμε πάνω στο Πήλιο, όλο νεκρούς βλέπαμε. Μήνες και μήνες χωρίς ψωμί. Μία μέρα πηγαίναμε να κατέβουμε στο χωριό την Κερασιά. Φθάσαμε έξω από το χωριό και συναντήσαμε έναν σύνδεσμο, όμως στο χωριό ήταν οι Μάϋδες. Δεν μπορέσαμε να μπούμε μέσα, να πάρουμε ένα καρβέλι ψωμί να φάμε. Οπότε γυρίσαμε πάλι προς τα πίσω και πήγαμε στην Γούρα και προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε λίγο. Μαζεύαμε κάτι χορταράκια εκεί δίπλα στο νερό και ήρθαν αυτοί από πίσω και μας κτύπησαν. Μία σφαίρα κτύπησε την Φώνη. Εγώ αρπάζω το σάνδαλο και έτρεξα στο δάσος. Με το σάνδαλο στο χέρι. Όλη τη νύκτα έμεινα μόνη μου. Την άλλη μέρα συνάντησα την ομάδα…Μετά συνδεθήκαμε με την ομάδα Κασίδη που ήταν όλοι παλλικάρια από την περιοχή του Ανατολικού Πηλίου και αποφασίσαμε να φύγουμε για Αλβανία. Αυτό έγινε τον Ιούνιο του ’50».
Από τα αδέρφια της ο Τηλέμαχος δολοφονήθηκε ενώ ήταν εξόριστος στον Άϊ Στράτη, ο Θεοφιλος σκοτώθηκε ως μαχητής του ΔΣΕ στα κοκκινόγια και η μητέρα της σκοτώθηκε στην Ραψάνη το 1949 μετά από βομβαρδισμό.
Το παράρτημα Βόλου της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ αποχαιρετά την συντρόφισσα Σμαρώ

Ο τρίχρονος ταξικός αγώνας του ΔΣΕ υπήρξε ηρωικός και μεγαλειώδης. Χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες, ακόμα περισσότεροι εξωκομματικοί, έδωσαν και την τελευταία ικμάδα των δυνάμεων τους για να πάρει σάρκα και οστά η εποποιία του ΔΣΕ, πολεμώντας σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, περπατώντας μερόνυχτα, συχνά δίχως τροφή, πολλοί και ανυπόδητοι, στους πάγους και τις θύελλες.
🔻 Διδάσκει και διαπαιδαγωγεί η πάλη τους, μαζί με την πάλη των φυλακισμένων για τη δράση τους στις γραμμές του ΔΣΕ, καθώς και όλων εκείνων που τίμησαν τα όπλα του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στις εξορίες ή στην πολιτική προσφυγιά.
🔻 Ο αγώνας του ΔΣΕ πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες άνισης ταξικής αναμέτρησης, γεγονός που καθιστά ακόμα μεγαλύτερη την ηθική, πολιτική αξία του ΔΣΕ και την παρακαταθήκη που κληρονόμησε στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος, στο ΚΚΕ.

Διδάσκουν, φρονηματίζουν και διαπαιδαγωγούν ηθικά και πολιτικά η δράση και η αυτοθυσία των δεκάδων χιλιάδων νεκρών μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ, των τραυματιών, των φυλακισμένων για τη δράση τους στις γραμμές του και για την υπόθεσή του και όλων εκείνων που τίμησαν τα όπλα του αγώνα του στην Ελλάδα και την πολιτική προσφυγιά. Στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν νεολαίοι, οργανωμένοι στη Δημοκρατική Νεολαία Ελλάδας (ΔΝΕ) και την ΕΠΟΝ, αποτελώντας περίπου το 80% της συνολικής δύναμης του ΔΣΕ.
Ο ΔΣΕ ανέδειξε χιλιάδες ηρωίδες, απλές μαχήτριες ή και με την ευθύνη του στρατιωτικού διοικητή και του Πολιτικού Επιτρόπου. Από τις φωτεινές μορφές των γυναικών μαχητριών είναι αδύνατο να ξεχωριστεί μία, γιατί οι φαινομενικά ξεχωριστές ιστορίες αίματος, αυτοθυσίας, πίστης στα ιδανικά, ενώνονται σε μία ενιαία ιστορία, εκείνη των χιλιάδων ανδρών και γυναικών που τίμησαν το ΚΚΕ, στρατεύτηκαν στον ΔΣΕ, έζησαν και θυσιάστηκαν ηρωικά για το λαό.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το