Αθλητισμός

Συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από την πρώτη άνοδο της Νίκης στην Α’ Εθνική μπάσκετ

Αυτό το καλοκαίρι συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από τότε που το Μπάσκετ της Νίκης πέτυχε τον πρώτο μεγάλο θρίαμβό του. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Πέρασαν 50 χρόνια, μισός αιώνας, που μια παρέα φανατικών φίλων-παικτών του Μπάσκετ, πέτυχε ύστερα από επτά χρόνια προσπαθειών κάτω από αντίξοες συνθήκες, το πολυπόθητο: Την άνοδο στην Α’ Εθνική κατηγορία.

 Του ΣΠΥΡΟΥ ΤΣΟΧΑ

 Όσα και αν προσπαθήσω να γράψω, είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω και να γίνω κατανοητός, από τα σημερινά νέα παιδιά και νέους προπονητές, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γυμναζόμασταν επί πολλά χρόνια. Ξεκινούσαμε προετοιμασία συνήθως με θερμοκρασία πάνω από 30 βαθμούς Κελσίου, κάναμε προπονήσεις με 0 βαθμούς πολλές φορές, και όλα αυτά στο ανοικτό γήπεδο, στον χώρο πίσω από τη δυτική κερκίδα του ποδοσφαιρικού γηπέδου.

Και όλα αυτά, όταν οι κυριότεροι αντίπαλοί μας στην επαρχία, πριν καθιερωθεί μόνιμη Β’ Εθνική κατηγορία το 1973, Πάτρα και Λάρισα, είχαν ωραιότατα κλειστά γήπεδα, και έναν αρκετά  υψηλό, απλησίαστος για μας, οικονομικό προϋπολογισμό. Θα κάνω ένα χρονικό άλμα και θα έλθω στην περίοδο 1979-1980, όταν στη Β’ Εθνική κατηγορία πλέον, παίζαμε στον Βόρειο Όμιλο, με 5 ομάδες της Θεσσαλονίκης, 2 της Λάρισας, μια της Κατερίνης μια  των Σερρών.

Τελευταία αγωνιστική στον Βόλο, και αφού έχουμε κάνει μόνο μια ήττα από τον Δημόκριτο στην Θεσσαλονίκη, παίζουμε τον «τελικό» στο Βόλο, αφού ο Δημόκριτος έχει κι αυτός μια ήττα από την Αναγέννηση. Όποιος κερδίζει βγαίνει στην Α’ Εθνική.  Τελικά χάσαμε με 58-56. Δεν θα σταθώ στη διαιτησία, δεν θα σταθώ στους πολύ καλούς παίκτες του Δημοκρίτου (με την ίδια ομάδα μείνανε 6 χρόνια στην Α’ Εθνική), δεν θα σταθώ ότι κάνανε προπονήσεις στο «Παλαί» στη Θεσσαλονίκη, ούτε στο οικονομικό, ούτε στην οργάνωση, για να δικαιολογήσω την ήττα μας.

Θα πω μόνο αυτό. Την εβδομάδα πριν από τον τελικό, είχαμε προγραμματίσει 4 προπονήσεις. Τελικά κάναμε μόνο δύο. Τη μια κανονική προπόνηση, την άλλη κάτω από ψιλόβροχο σε αρκετά γλιστερό δάπεδο. Τις άλλες δύο μέρες, κάναμε προπόνηση, αλλά αντί για μπάσκετ παίζαμε ποδόσφαιρο, στον ελεύθερο  χώρο δίπλα από το γήπεδο του μπάσκετ λόγω καταρρακτώδους βροχής την ίδια ώρα. Ανοιξιάτικες μπόρες μηνός Απριλίου, και κατά σατανική σύμπτωση την ώρα της προπόνησης. Με αυτή την προετοιμασία παίξαμε στον τελικό και σε μια εποχή όπου όλη η Ελλάδα είχε γεμίσει κλειστά γήπεδα εκτός από μας. Το γιατί ο Βόλος απέκτησε τόσο αργά κλειστό, είναι μια… πονεμένη ιστορία. Δεν θα ήθελα να κοινοποιήσω την πραγματική αιτία που χάσαμε αυτή την τρομερή ευκαιρία το 1968, αν και κανένας απ’ αυτούς που γνωρίζουν την ιστορία, εκτός από μένα, δεν βρίσκονται πλέον στην ζωή.

Αναδρομή στο παρελθόν
Έγραψα προηγουμένως για την επταετή προσπάθειά μας. Εδώ αξίζει τον κόπο να κάνω μια αναδρομή στο παρελθόν για να μάθουν και οι νεότεροι.

Η ομάδα μπάσκετ της Νίκης δημιουργήθηκε προς το τέλος του 1954. Κάποιοι μαθητές του Α’ εξαταξίου Γυμνασίου Βόλου, έπεισαν την διοίκηση της Νίκης, που ασχολούνταν μόνο με το ποδόσφαιρο, να δημιουργήσουν ένα τμήμα μπάσκετ, ένα  άθλημα σχεδόν άγνωστο ακόμη στην επαρχία. Η πρώτη αυτή φουρνιά είχε σαν αρχηγό και ιδρυτή της πρώτης ομάδας τον Απόστολο Παπαγεωργίου, καταξιωμένο χρόνια τώρα γιατρό στον Καναδά. Άλλωστε ήταν γιος του βουλευτού της ΕΡΕ και γιατρού, Παπαγεωργίου, και παίκτες οι Μιάμης, Δάμτσας, Παπαχρόνης, Σταματίου, Μπιλελής, Μπίλιος, Κοντουλάκης, Ζαχαριουδάκης, Κεσεμίδης, Βογιατζής και Κατσούρας. Δυστυχώς πολλοί μάς έχουν αφήσει για πάντα.

Αυτοί αμέσως βρήκαν την άμεση συμπαράσταση αξιόλογων ανθρώπων που αγκάλιασαν το καινούργιο άθλημα, όπως οι Ιωάννης Φλωρόπουλος, Στέλιος Κουτσογιάννης, Στέφανος Χατζής, γυμναστής Δ. Γούλας, Γεώργιος Χριστόπουλος, ο δάσκαλος Τράκας και βοήθησαν πάρα πολύ να στηθεί μια πολύ αξιόλογη ομάδα. Και επειδή «η αρχή είναι το ήμισυ του παντός», η Νίκη με φουρτούνες και βάσανα, ακόμη στέκεται αξιοπρεπέστατα. Εδώ ας αποδώσουμε και τιμές στους δύο καθαρά ποδοσφαιρόφιλους συμβούλους της Νίκης, τον Παντελή Μαγουλά και τον Ανδρέα Μαύρο, που για αρκετά χρόνια συμπαραστάθηκαν στο τμήμα. Αυτή η «φουρνιά» παικτών βάστηξε τη Νίκη, για μερικά χρόνια και η οποία έγινε η πρώτη ομάδα του Βόλου που συμμετέχει το 1957, στο πρώτο ειδικό πρωτάθλημα για την άνοδο στην Α’ Εθνική κατηγορία, που έγινε στην Χαλκίδα.

Έλαβαν μέρος, σε δύο ομίλους, οι ομάδες: Α΄ Όμιλος: Χαλκίδα, Ε.Α.Πατρών και Γ.Σ. Σερρών. Β’ Όμιλος: Νίκη, Παγκράτι Αθηνών  και Αρμενική Θεσσαλονίκης.

Δύσκολη κλήρωση για τη Νίκη, αλλά έπαιξε καταπληκτικά και στα δύο παιχνίδια. Ιδίως με το Παγκράτι, την ομάδα των τριών διεθνών Κοντοβουνήσιου, Δεκαβάλα, Ευφραιμίδη, η Νίκη έπεσε ηρωικά στα τρία τελευταία  λεπτά του αγώνα, χάνοντας με 67-64.  Ήταν το πρώτο παιχνίδι σε πανελλήνιο επίπεδο. Για την ιστορία η Νίκη έπαιξε με την εξής σύνθεση: Βογιατζής 4, Δάμτσας 13, Κεσεμίδης 3, Μιάμης 26, Παπαχρόνης 11, Σταματίου 7, Παπαγεωργίου, Γκουντουλάκης.

Επειδή τότε πολλά παιδιά σπούδαζαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και επειδή είχαμε τις απουσίες λόγω στρατιωτικών υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να έχουμε πολλές… αφαιμάξεις παικτών για μεγάλο χρονικό διάστημα, υπήρχε αδήριτος ανάγκη νέων παικτών. Έτσι μέχρι το 1965, εκτός των παραπάνω συνδέθηκαν με την ομάδα οι: Μανιώτης, Τσάντος, Βολιώτης, Σίλελης, Κακούρης, Μαλαμάκης, Παξινός, Μίχας, Λεφάκης, Σώμογλου, Σκαλίδης, και οι  Τσόχας, Παπαδημητρίου, Μαρκάκης, Καπογιαννάκης. Οι τέσσερις  τελευταίοι από τη λίστα αυτή, μαζί με τον Στ. Παπαχρόνη ήταν η τελευταία πεντάδα που έπαιξε σ’ ένα υποτυπώδες τοπικό πρωτάθλημα το καλοκαίρι του 1965. Υπήρξε εκείνα τα χρόνια 1963-1965 μια πτώση σε όλες τις ομάδες και το μπάσκετ δεν στεκότανε καλά.

Όλα αυτά τα χρόνια, και για πολλά άλλα αργότερα που δεν υπήρχε η Ομοσπονδία Μπάσκετ, το άθλημα ανήκε στον ΣΕΓΑΣ. Εδώ πρέπει να κάνω μια αναφορά για κάποιον που έχει ξεχαστεί. Ήταν πρόεδρος της τοπικής Επιτροπής ΣΕΓΑΣ για το μπάσκετ στην Μαγνησία, ο Κων. Κουτσούκος. Έμπορος ξυλείας, χρησιμοποιούσε το γραφείο του  και για τις ανάγκες του τοπικού μπάσκετ, με την αμέριστη βοήθεια του ξεχασμένου και αυτού Γιώργου Κακουλίδη, κυρίως στην γραφική εργασία. Πρόσφεραν ανεκτίμητες  υπηρεσίες και βοήθησαν αποτελεσματικά να σταθεί στα πόδια του το τοπικό μπάσκετ.

Τέλος του 1965, ο υποφαινόμενος, μετά την απόλυσή του από τον στρατό, με την αμέριστη βοήθεια των αείμνηστων Γιάννη Τζανέτου και Θύμιου Συρβανίδη,  χρόνια στο διοικητικό συμβούλιο της Νίκης, αρχίζουμε το κτίσιμο της νέας πλέον ομάδας. Οι δύο τότε «παιδικές χαρές», στην Ν. Ιωνία και στη Χιλιαδού, γέμιζαν από ταλέντα. Αυτά αξιοποιήσαμε και χτίστηκε μια ομάδα, που αν και επί έξι χρόνια κέρδιζε το τοπικό πρωτάθλημα και τα καλοκαίρια αποτύγχανε να ανέβει στην Α’ Εθνική. Τελικά τα κατάφερε την έβδομη χρονιά, το 1972. Έπαιξε στην Α’ Εθνική, υποβιβάστηκε και έκτοτε μέχρι το 1984, όταν και ξανανέβηκε στην μεγάλη κατηγορία, έπαιζε στη μόνιμη Β΄ Εθνική, που δημιουργήθηκε το 1973, όταν υποβιβάστηκε η Νίκη. Σε αυτό το δεύτερο ξεκίνημα και μέχρι το 1972,  θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η προσφορά στα διοικητικά, του Ιωάννη Τζανέτου, του Νικολάου Μιάμη, του Ιωάννη Αμοιρόγλου και άλλων μελών του διοικητικού συμβουλίου της Νίκης (Σαραντούλης, Ζαμπέτογλου, Συρβανίδης, Κυρλόγλου κ.τ.λ)

Πριν φθάσουμε στο 1972, μια σύντομη αναδρομή στα έξι χρόνια είναι απαραίτητη, για να γίνει κατανοητή η τεράστια προσπάθεια που έγινε αυτά τα χρόνια, πριν φθάσουμε στην ευτυχή κατάληξη του 1972.

Το 1966, συμμετέχουμε στο Επαρχιακό  πρωτάθλημα στην Πάτρα, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Πολλή νέα ομάδα και εντελώς άπειρη. Το 1967, συμμετέχουμε στο Επαρχιακό Πρωτάθλημα στην Ρόδο, με 4 ομάδες, ύστερα από αγώνες προκρίσεως. Κερδίσαμε τη Ρόδο, και χάσαμε από τον Απόλλωνα Πατρών (πεπειραμένη ομάδα με μεγάλους παίκτες στην ηλικία) και από την Ολυμπιάδα Πατρών, και δεν συμμετείχαμε στο ειδικό τουρνουά που καθιερώθηκε τότε για την άνοδο  στην Α’ Εθνική (2 ομάδες Αθηνών, 2 ομάδες Θεσσαλονίκης και οι δύο πρώτοι από το επαρχιακό, με την άνοδο δύο ομάδων στην Α’ Εθνική).

Σ’ αυτή την ήττα από την Ολυμπιάδα θα σταθώ για λίγο. Ήταν ένα από τα συγκλονιστικότερα παιχνίδια που έπαιξε ποτέ η Νίκη. Στο 5’ του β’ ημιχρόνου χάναμε με 46-17. Με τη λήξη ισοφαρίσαμε 61-61, έχοντας επί μέρους σκορ σε 15 λεπτά, 15-44. Χάσαμε δραματικά στην παράταση 75-74, αφού με την λήξη του αγώνα βάλαμε καλάθι, αλλά ακυρώθηκε ως «βήματα». Σωστή η υπόδειξη του άψογου διαιτητού Ανδρέα Τσαγκαμίλη, με τον οποίον πριν 3 χρόνια μίλησα μαζί του, και ακόμη θυμότανε αυτό το παιχνίδι, όταν μάλιστα έχει παίξει απειράριθμα παιχνίδια σε όλες τις κατηγορίες. Δεν μπορούσε να ξεχάσει ότι δακρυσμένος με σήκωσε από το τσιμεντένιο δάπεδο του γηπέδου, όπου βρεθήκαμε όλοι μετά το σφύριγμα.

Το 1968 έγινε το Επαρχιακό στο Βόλο, στο γήπεδο που υπήρχε στο εθνικό στάδιο. Αφού κερδίσαμε την Ολυμπιάδα (ρεβάνς από την προηγούμενη χρονιά) με 51-35, παίξαμε για πρώτη φορά στο ειδικό τουρνουά. Τότε ανέβηκαν στην Α’ Εθνική ο Ηρακλής και η Νήαρ Ήστ. Το ειδικό τουρνουά έγινε και αυτό στον Βόλο και ήταν πράγματι δύο καταπληκτικές διοργανώσεις για την πόλη μας, με χιλιάδες θεατές στο Στάδιο κάθε βράδυ. Τότε ανέβηκαν στην Α’ Εθνική οι ομάδες του Ηρακλή και της Νήαρ Ήστ.

Το 1969 το Επαρχιακό πρωτάθλημα έγινε στο Αγρίνιο. Σ΄ αυτό το τουρνουά και στο ειδικό που ακολούθησε στην Αθήνα, η ομάδα πλέον άρχισε να ωριμάζει και να σχηματίζεται. Τα νεαρά παιδιά αρχίζουν και αποκτούν εμπειρίες και παρότι οι περισσότεροι είναι κάτω των 20 ετών, μέσα στο γήπεδο έχουν αρχίσει και παίζουν πολύ καλό μπάσκετ. Τότε σχηματίζεται ένας βασικός κορμός, που το 1972 θα φέρει την επιτυχία. Ντάγκρας, Κατσαλής, Κρατίδης, Ναούμ, Τζαφλέρης, Βαφειάδης, Τιλελής, Θεοφίλου, είναι οι παίκτες που τραβάνε… τα ζόρια, για μερικά ακόμη χρόνια.

Ο Κατσαλής διακρίνεται για την τρομερή του ευχέρεια στο σκοράρισμα, ο Κρατίδης για τις ηγετικές του ικανότητες αλλά και το σκοράρισμα, οι Ντάγκρας, Ναούμ, οι κολώνες της άμυνας, ο Τζαφλέρης που έκανε τα πάντα σε άμυνα και επίθεση, ο νεότερος Τιλελής που εντυπωσιάζει με το σκοράρισμα, ο Βαφειάδης με τα δυνατά του… μπασίματα και ο Θεοφίλου, που πάντα έτοιμος να αντικαταστήσει έναν εκ των δύο ψηλών. Αξίζει να αναφερθώ σε μια έλλειψη, που μας κόστισε αγωνιστικά απίστευτα. Ο Αλεξάνδρου, ο πρώτος σκόρερ τα δύο προηγούμενα χρόνια, ίσως το μεγαλύτερο ταλέντο που φάνηκε εκείνη την εποχή, δεν ήταν μαζί μας, γιατί είχε φύγει για σπουδές στην Ιταλία. Αν είχαμε τον Μπάμπη, πιστεύω ότι θα ανεβαίναμε νωρίτερα στην Α’ Εθνική.

Από το Αγρίνιο αξίζει να  αναφέρω κάτι που είναι έντονα χαραγμένο στη μνήμη μου. Την παραμονή του πλέον κρίσιμου αγώνα με την ΓΕΑ Αγρινίου (αν νικούσαμε θα πηγαίναμε μαζί με την Ολυμπιάδα Πατρών στο ειδικό τουρνουά στην Αθήνα) παίζαμε με τον Πανσερραϊκό. Κερδίσαμε μεν, αλλά ο Ντάγκρας, πρώτος στα ριμπάουντ και τρίτος σκόρερ, έπαθε ένα βαριάς μορφής διάστρεμμα. Δεν υπήρχαν τότε γιατροί, μασέρ κ.τ.λ. Ένας αστράγαλος… τούμπανο. Από πρώτη ματιά φαινότανε αδύνατον να παίξει. Ξενυχτήσαμε να βάζουμε πάγο, ελπίζοντας σε ένα θαύμα. Και το θαύμα έγινε. Ο Παναγιώτης το δήλωσε κατηγορηματικά: «Δέσε μου το πόδι, και εγώ ό,τι και να γίνει θα παίξω». Και έπαιξε, σαν πραγματικός αρχηγός που ήταν. Και όχι μόνον. Έπαιξε και την επόμενη εβδομάδα στο ειδικό. Αυτά δεν ξεχνιούνται. Έτσι ήταν όλοι οι παίκτες μας τότε, 1965-1972. Θυσιάζονταν για την ομάδα. Έπαιξαν και άρρωστοι και τραυματισμένοι, για την ομάδα και την παρέα, αφού εκτός από συμπαίκτες, ήταν και μια καλή παρέα. Εκείνη τη χρονιά  ανέβηκαν στην Α’ Εθνική η ΧΑΝΘ και το Μαρούσι.

Το 1970 το Επαρχιακό έγινε στη Λάρισα με την συμμετοχή πολλών ομάδων. Θα αναφερθώ σε λίγες  λεπτομέρειες από το τουρνουά αυτό γιατί όντως παίξαμε πολύ καλό μπάσκετ. Τα σκορ μιλάνε από μόνα τους. Νίκη-Εδεσσαϊκός 121-70, Νίκη-Μυτιλήνη     116-47, Νίκη-Εργοτέλης 78-59, Νίκη-ΕΑΛ 78-73, Νίκη-ΓΣΛ 67-66, Ολυμπιάδα- Νίκη 62-55

Οι δύο νίκες με τις Λαρισινές ομάδες έχουν μείνει αξέχαστες. Τρομερά εχθρική ατμόσφαιρα στο κλειστό του Αλκαζάρ, ξεπεράσαμε και την εχθρική διαιτησία και κερδίσαμε και τα δύο παιχνίδια στα τελευταία δευτερόλεπτα. Παιχνίδια που μένουν στην μνήμη για πάντα.  Στο ειδικό τουρνουά στην Αθήνα,  Αμύντας από την Αθήνα και Αετός από τη Θεσσαλονίκη κέρδισαν την άνοδο.

Το 1971 το Επαρχιακό τουρνουά έγινε στην Αθήνα, με την ιδιαιτερότητα ότι απ’ αυτήν την χρονιά ο νικητής του Επαρχιακού θα ανέρχεται αμέσως στην Α’ Εθνική κατηγορία, χωρίς τη διαδικασία του Ειδικού τουρνουά. Τελειώνοντας η προηγούμενη χρονιά, παραιτήθηκα από τη Νίκη ύστερα από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς, ιδίως την πενταετία 1965-1970, όπου σαν παίκτης και προπονητής πρόσφερα όσα μπορούσα, με αρκετό προσωπικό κόστος. Οι διαφορές με την τότε διοίκηση, είχαν κτυπήσει… ταβάνι. Το μπάσκετ είχε φθάσει σε κάποιο επίπεδο, που χρειαζότανε μεγαλύτερες βοήθειες για να κάνει το επόμενο βήμα. Όμως κάτι τέτοιο δεν φάνηκε εφικτό να υλοποιηθεί. Προτίμησα την παραίτηση ελπίζοντας στα καλύτερα. Ανέλαβα τον Ολυμπιακό Βόλου, που η διετής παραμονή μου νομίζω ότι πρόσφερε πολλά, κυρίως γιατί εμφανίσθηκαν  νέα ταλέντα (Πλακαρός, Καραθάνος, Κουκουλέτσος, Λαγός, Αθανασίου, Κυριάκος, Μεφσούτ, Καλογερόπουλος και άλλοι) που υποστηριζόμενα από του αδελφούς Λέτσου, σημαία για τον Ολυμπιακό Βόλου, δημιούργησαν μια αξιοπρόσεκτη ομάδα.

Το τοπικό βέβαια το κέρδισε η Νίκη εύκολα, όπως γινότανε όλα τα τελευταία χρόνια και ετοιμάστηκε για το Επαρχιακό πρωτάθλημα, που ο νικητής θα ανέβαινε κατ’ ευθείαν στην Α’ Εθνική, κάτι που καθιερώθηκε από εκείνη την χρονιά. Όμως ο Απόλλων Πατρών, ήταν ήδη ο νικητής πριν αρχίσει καν το πρωτάθλημα. Ομοσπονδία, διαιτησία, ο παρασκηνιακά ενεργών γνωστός σπίκερ αγώνων μπάσκετ Γεωργίου, αλλά και πρώην παίκτη του Απόλλωνος, όλο το παρασκήνιο του μπάσκετ, έχριζε πρωταθλητή τον Απόλλωνα Πατρών. Το έζησα πολύ σκληρά στο πετσί μου, με αποτέλεσμα για πρώτη φορά να σκέπτομαι να μην ασχοληθώ ξανά με το άθλημα.

Τι ακριβώς συνέβη; Μετά το τοπικό στο Βόλο, ο Γ.Σ. Λαρίσης με κάλεσε να προπονήσω την ομάδα για το τοπικό πρωτάθλημα Λαρίσης (δύο παιχνίδια με ΕΑΛ) και αν κερδίζαμε να πηγαίναμε στο Επαρχιακό. Κερδίσαμε 4 φορές την ΕΑΛ (δύο φορές στο εφηβικό και δύο στο ανδρικό) και κατεβήκαμε για την Αθήνα.  Μετά τα προκριματικά, η Νίκη έπρεπε να αντιμετωπίσει τις Σέρρες, όπου νίκησε εύκολα και πέρασε στο τελικό, ενώ ο ΓΣΛ έπαιξε με τον Απόλλωνα. Επιγραμματικά: Στο Α΄ ημιχρόνιο προηγούμασταν στο σκορ με 3 πόντους. Και αρχίζει το δεύτερο ημιχρόνιο. Στο 5’ λεπτό, ο Σπηλιώτης, ο βασικός μας σέντερ, δέχθηκε μια… φανταστική αγκωνιά από τον γνωστό, τότε για το βρώμικο παιχνίδι του, Κολυρόπουλο, και ο Μιχάλης κατ’ ευθείαν στο ΚΑΤ, με σπασμένη μύτη. Στο 10’ ο καλύτερος μας παίκτης, Ζαχαρακόπουλος, κάνοντας προσποίηση και ντρίπλα στα άλλο «καλό» παιδί της Πάτρας, τον Μολφέτα, δέχθηκε ένα… ποδοσφαιρικό τάκλιν και θρύψαλα το αριστερό γόνατο του Μήτσου. Κατ’ ευθείαν και αυτός στο ΚΑΤ για εγχείρηση.

Παρ’ όλα αυτά είμαστε κοντά στο σκορ και διεκδικούμε το παιχνίδι, αφού έχει αρχίσει και σκοράρει ο Ανδρεόπουλος. Δεν πρόλαβε να πετύχει 3 καλάθια, και του δίνονται δύο απανωτά φάουλ, συμπληρώνοντας τα 5 και… τέλος. Χάσαμε 64-61. Την άλλη μέρα έφυγα για τον Βόλο γιατί δεν ήθελα να δω τη «σφαγή» της Νίκης, αν πρόβαλε αντίσταση.

Το αγωνιστικό μέρος είχε μεγάλη επίδραση σε μένα προσωπικά, γιατί ήταν αδιανόητα αυτά που έγιναν στο γήπεδο με τους διαιτητές να σφυρίζουν αδιάφορα. Δεν είχα ξαναζήσει παρόμοιες καταστάσεις. Όμως τα τραγικά αποτελέσματα απ’ αυτό το αντιαθλητικό όργιο, με την ανοχή των διαιτητών και άλλων παρασκηνίων, ήταν κοινωνικά και όχι τόσο αθλητικά.  Δεν θέλω να μπω  σε λεπτομέρειες. Όμως, εκεί στο  ΚΑΤ, τα νέα αυτά παιδιά και τόσο ταλαντούχα, ο Ζαχαρακόπουλος λόγω του τραυματισμού του και οι  Ανδρεόπουλος και Βαγιόπουλος (επισκέπτες) σε τόση τρυφερή ηλικία, ήλθαν αντιμέτωποι με την κοινωνική αναλγησία, και επειδή χωρίς να φταίνε καθόλου, βρέθηκαν στην λάθος στιγμή, στη λάθος θέση, τους καταστράφηκε η ζωή. Μια υπόθεση που συγκλόνισε τα πανελλήνιο. Όχι άλλες λεπτομέρειες…

Η ώρα της δικαίωσης
Και φθάνουμε στο ιστορικό 1972. Η Νίκη και πάλι κέρδισε το τοπικό πρωτάθλημα, όπως γινότανε από το 1966. Εγώ είχα και πάλι τον Ολυμπιακό, που έκανε σημαντική πρόοδο. Και τότε η Νίκη με φώναξε, να προετοιμάσω την ομάδα για το Επαρχιακό τουρνουά, που θα γινότανε στην Αθήνα τον Αύγουστο. Ύστερα από σκληρή προετοιμασία μέσα στο κατακαλόκαιρο, πήγαμε στην Αθήνα. Είχαμε χάσει τον Κατσαλή, πρώτο σκόρερ μας, που είχε πάρει μεταγραφή για τον Ηρακλή Θεσσαλονίκης, αλλά ο οποίος ήλθε μαζί με την αποστολή και μας βοήθησε πάρα πολύ, ως βοηθός μου στον πάγκο, αλλά και σαν «κατάσκοπος», αφού παρακολουθούσε άλλα παιχνίδια, μελλοντικών αντιπάλων μας. Ήταν πολύτιμη η συμβολή του στο τουρνουά αυτό.

Παίξαμε τέσσερα προκριματικά παιχνίδια, πριν φθάσουμε στην τελική τετράδα. Νίκη-Κομοτηνή 66-44, Νίκη-ΓΕ Αγρινίου 47-28, Νίκη-ΟΦΗ Ηρακλείου 71-47, Νίκη-Κύπρος 64-57

Στην  τελική φάση που έγινε στο γήπεδο του Σπόρτιγκ, αρχίσαμε με αντίπαλο τον κακό μας δαίμονα Ολυμπιάδα Πατρών. Ο αγώνας ήταν ακατάλληλος για καρδιακούς. Νικήσαμε τελικά με 51-48, αλλά αυτά που γίνανε στο γήπεδο, και πάλι από την διαιτησία, ήταν τρομερά. Με το σκορ πολύ κλειστό, στα τελευταία 4 λεπτά, αναγκαστήκαμε να παίζουμε με τρείς παίκτες έφηβους, που δεν είχαν καμία εμπειρία από τέτοια παιχνίδια, αφού είχαν αποβληθεί επτά παίκτες μας με πέντε φάουλ. Δεν έχω ξαναζήσει κάτι παρόμοιο. Όμως άλλα οι διαιτητές  ήθελαν, και άλλα ο «Θεός» επιθυμούσε. Σε αυτά τα τελευταία τέσσερα λεπτά, οι παίκτες της Ολυμπιάδας σούταραν εννέα ελεύθερες βολές και πέτυχαν μόνοι μία. Και μιλάμε για παίκτες έμπειρους, και ηλικιακά κοντά  στα 30. Οι δικοί μας τρεις έφηβοι που κρατήσανε την Νίκη, οι Σκαρβέλας, Σπυρόπουλος και Μπομπότης ήταν 15 ετών.

Την άλλη μέρα ο μεγάλος τελικός με την ΕΑ Λάρισας. ΟΙ παίκτες μας, ήταν πολύ σίγουροι για τη νίκη. Άλλωστε δεν είχαμε χάσει ποτέ από λαρισινή ομάδα, σε επίσημα παιχνίδια. Η υπερβολική σιγουριά όμως δεν είναι και ο καλλίτερος σύμβουλος. Η ΕΑΛ ήταν πολύ καλή ομάδα, και μάλιστα προηγήθηκε στο ημιχρόνιο με 30-28. Στο δεύτερο ημιχρόνιο όμως, ανατρέψαμε την κατάσταση και τελικά κερδίσαμε με 55-53. Ένα όνειρο επτά ετών έγινε πραγματικότητα. Με διαιτητές τους Καλλίτση και Κόντη, οι ομάδες έπαιξαν ως εξής:

ΝΙΚΗ: Ναούμ 13, Κρατίδης 12, Ντάγκρας 9, Τζαφλέρης 8, Τιλελής 6, Καρράς 6, Θεοφίλου Λ. 1.
ΕΑΛ: Αγαπίου 10, Χαρισούλης 10, Μητρολιός 8, Καρακώστογλου 8, Ζιώγας 7, Τσουγένης 6, Γρηγορίου 2, Γκαλμπογκίνης 2.

Σε όλα αυτά τα έξι παιχνίδια του τουρνουά, είχαμε και με διαφορά μάλιστα, την καλύτερη άμυνα, δεχόμενοι μόνο  46 πόντους μέσο όρο σε κάθε παιχνίδι, ενώ στην επίθεση πετύχαμε 59 πόντους μέσο όρο σε κάθε παιχνίδι.

Τους 354 πόντους πέτυχαν οι: Ντάγκρας 81, Κρατίδης 68, Τιλελής 66, Ναούμ 58, Τζαφλέρης 31, Βαφειάδης 20, Καρράς 14, Σπυρόπουλος 6, Σκαρβέλας 3, Θεοφίλου Μ. 3, Θεοφίλου Λ. 1, και έπαιξαν χωρίς να σκοράρουν και Μπομπότης και Τσαλίκης Ν.

Ήταν ένα υπέροχο τέλος, γιατί οι προσπάθειες των παικτών ήταν υπεράνθρωπες. Ήταν μια παρέα, και μάλιστα σε δύσκολες ηλικίες αφού οι περισσότεροι ήταν σχεδόν στην εφηβεία. Μπορεί η επόμενη χρονιά να μην ήταν ικανοποιητική, αφού η ομάδα υποβιβάστηκε (ήμασταν η μόνη ομάδα που κάναμε προπόνηση και παίζαμε σε ανοικτό γήπεδο) αλλά η συνέχεια ήταν παραπάνω από επιτυχημένη, αφού η ομάδα πρωταγωνιστούσε στην Β΄ Εθνική, μέχρι να έλθει το 1984, και να ανέβει ξανά στην Α΄ Εθνική. Ειδικά μέχρι το 1980, είχαμε τις χειρότερες συνθήκες προπόνησης (ανοικτό γήπεδο, αρκετοί παίκτες μας φοιτητές σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κ.τ.λ.) ενώ έπρεπε και κάθε χρονιά να παίζουμε 5 παιχνίδια με ομάδες της Θεσσαλονίκης εκτός έδρας και δύο στην Λάρισα. Το ότι τρείς φορές, μεταξύ 1974 και 1979, ήλθαμε δεύτεροι, είναι θαύμα.

Οι φίλοι που στάθηκαν κοντά στην ομάδα
Όλα αυτά τα χρόνια, 1965-1972, πολλοί φίλοι στάθηκαν δίπλα στην ομάδα, ανεξάρτητα αν  βρίσκονταν στο Διοικητικό Συμβούλιο. Πρώτοι και αυτοί που βοήθησαν να σταθεί το μπάσκετ στη Νίκη από το 1955, αναφέρθηκα και παραπάνω, ήταν ο Παντελής Μαγουλάς, ο Ανδρέας Μαύρος, ο Γιάννης Τζανέτος και ο Θύμιος Συρβανίδης.  Ανεκτίμητη η προσφορά τους. Ύστερα από τόσα χρόνια ίσως ξεχάσω μερικούς, αφού ήταν αρκετοί  που βοήθησαν όπως οι Ιωάννης Αμοιρόγλου, ο Κώστας Στραπάτσας, ο Στέφανος Ζαμπέτογλου, ο Κυρλόγλου, που έβαλαν ένα λιθαράκι για να φτιαχτεί αυτή η ομάδα, και να πρωταγωνιστεί στα δύσκολα χρόνια του ελληνικού και ιδίως του επαρχιακού μπάσκετ. Θα αναφερθώ σε τρείς παλιούς παίκτες, της φουρνιάς του 1955, που πρόσφεραν ουσιαστικές βοήθειες στην ομάδα.

1) Στέφανος Παπαχρόνης: Αν και μακριά από την ομάδα, κάθε καλοκαίρι μας επισκέπτονταν και μας έβλεπε να… λιώνουμε από ιδρώτα στην προετοιμασία μας. Αλλά πέραν αυτού βοήθησε και να λυθούν με τον καλύτερο τρόπο σοβαρά προβλήματα παικτών. Οι παλιοί γνωρίζουν…

2) Μάκης Κεσεμίδης: Πάντα πρόθυμος να μας βοηθήσει με χίλιους τρόπους. Ιδίως από το 1968, που εγώ υπηρετούσα στο υποκατάστημα της ΕΤΕ στη Νέα Ιωνία και το κατάστημα του Κεσεμίδη ήταν ακριβώς απέναντι, είχε γίνει το στέκι μας. Μεγάλη βοήθεια, για πολλά χρόνια.

3) Νίκος Μιάμης: Εδώ ότι και να πω είναι λίγο. Χρόνια ολόκληρα δίπλα στην ομάδα, είτε από το Διοικητικό Συμβούλιο, είτε εκτός. Η βοήθειά του επί τόσα χρόνια είναι ανεκτίμητη. Δίπλα σε μένα αλλά κυρίως δίπλα σε κάθε παίκτη, να τον βοηθήσει με κάθε τρόπο.

Δεν μου επιτρέπετε, έτσι κρίνω τουλάχιστον εγώ, να γράψω λεπτομέρειες για τις απίστευτες βοήθειες προς όλους. Τότε βοηθούσαμε και σε πολύ προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα, ιδίως οι Μιάμης και Παπαχρόνης,.

Ένα πολύ μεγάλο «ευχαριστώ» είναι πολύ λίγο, γι’ αυτούς τους παλιούς παίκτες και φίλους, για να εκφράσουμε όλοι εμείς την ευγνωμοσύνή μας για τις βοήθειές τους προς όλους μας. Και θα κλείσω με δύο ανθρώπους που για πολλά χρόνια ήταν δίπλα μας. Τους αναφέρω τελευταίου, αλλά  η προσφορά τους ήταν πολύ σημαντική:

Κυριάκος Κοκκινάκης: Ναι, ο πατέρας του Δημήτρη και του Μανώλη Κοκκινάκη, ο υπέροχος αυτός άνθρωπος. Αν και σε προχωρημένη τότε ηλικία μας συμπαραστάθηκε, με τον τρόπο του, σαν πατέρας. Νομίζω ότι οποιαδήποτε βοήθεια, ιδίως όταν δίνεται με καλοσύνη και προθυμία, δεν πρέπει να ξεχνιέται. Τότε ο Μπάρμπα-Κυριάκος είχε το κυλικείο της Νίκης. Συνήθως το μπάσκετ τελείωνε τις προπονήσεις αρκετά μετά το ποδόσφαιρο, ιδίως όταν τοποθετήθηκαν φώτα στο Μπάσκετ και κάναμε νυκτερινές προπονήσεις.

Ο μπάρμπα-Κυριάκος εκεί, μας περίμενε, ότι ώρα τελειώναμε να μας προσφέρει μετά την προπόνηση, το ζεστό τσάι τον χειμώνα ή την παγωμένη ΕΨΑ το καλοκαίρι. Πόσες φορές δεν μας περίμενε μέσα στην παγωνιά, ακόμη και στις 9 το βράδυ. Απίστευτο αλλά αληθινό. Ίσως τότε, σαν νέοι που είμασταν, να μην εκτιμούσαμε αυτή τη βοήθεια που μας πρόσφερε ο καλός αυτός άνθρωπος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη.

Σήμερα, ιδίως εγώ σαν μεγαλύτερος στην ηλικία από εκείνη την φουρνιά (1965-1972), δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την τόσο απλή, αλλά και τόσο ξεχωριστή από έναν μεγάλο, στην ηλικία τότε, άνθρωπο. Δεν γνώριζε από μπάσκετ, αλλά είμασταν νέα παιδιά με τρέλα για τον αθλητισμό, και μας φερότανε σαν να είμασταν παιδιά του. Μπάρμπα- Κυριάκο, όπου και αν είσαι, να ξέρεις ότι σε θυμόμαστε και σε ευχαριστούμε.

Γιώργος Κοντάκης: Τα λόγια είναι πολύ λίγα για να εκφράσουν τα συναισθήματα που εγώ προσωπικά και όλοι οι παίκτες εκείνης της εποχής, τρέφαμε και τρέφουμε για τον ανεπανάληπτο Γιώργο Κοντάκη. Το τι πρόσφερε είναι αδύνατον να αποτυπωθεί σε λίγες γραμμές ενός άρθρου, ενός αφιερώματος για μια όντως συγκλονιστική επιτυχία, ιδίως κάτω από τις συνθήκες που λειτουργούσαμε εκείνη την εποχή.

Ήταν πάντα μαζί μας, στις προπονήσεις, στα παιχνίδια (φιλικά και επίσημα) είτε εντός είτε εκτός έδρας. Δεν θα ξεχάσω ότι σ’ ένα ταξίδι στην Θεσσαλονίκη (πάντα διέθετε το αυτοκίνητό του για τις μετακινήσεις μας) κοιμήθηκε στα αυτοκίνητο όλο το βράδυ, γιατί ο προϋπολογισμός μας, δεν επέτρεπε να πληρώσουμε ένα επιπλέον δωμάτιο στο ξενοδοχείο… Μας έλυνε οποιοδήποτε πρόβλημα είχαμε, και επειδή πιάνανε τα χέρια του, έβαφε τα ξύλινα ταμπλό και τις γραμμές του γηπέδου, ακόμη και τον διαιτητή έκανε στα «διπλά» που παίζαμε στην προπόνηση. Ακόμη και βάρη κατασκεύασε, όταν αποφάσισα να τα βάλω στην προπόνηση της ομάδας. Και επειδή ήταν πολύ ακριβά για τον προϋπολογισμό μας, ο Γιώργος πήρε κάποια μεταλλικά κουτιά διαφόρων μεγεθών, τα γέμισε σε μπετόν, ένωσε δύο-δύο τα τσιμεντένια κουτιά με ένα μεταλλικό σωλήνα  κανονικού μήκους, και τα βάρη έτοιμα. Μάλιστα δημιούργησε βάρη διαφορετικού βάρους, για να χρησιμοποιούνται από τους παίκτες, ανάλογα με το βάρος τους και την ηλικία τους.

Το κυριότερο ήταν ο πρόσχαρος χαρακτήρας του, ο οποίος δημιουργούσε πάντα μια πολύ ευχάριστη ατμόσφαιρα στα αποδυτήρια, αλλά και έξω απ’ αυτά, κάτι που είναι πολύ σπουδαίο για οποιαδήποτε ομάδα, είτε είναι ερασιτεχνική, είτε επαγγελματική. Ό,τι και να γράψω είναι πολύ λίγα. Αυτό το θηρίο αντοχής και καλοσύνης, μας άφησε για πάντα πέρυσι τον Απρίλιο, του 2021, αφού πάλεψε με την καταραμένη ασθένεια. Το έμαθα αμέσως, αλλά ήταν αδύνατον να παραβρεθώ στην κηδεία του.  Κάποιοι στην Νίκη, έστω και μετά θάνατον πρέπει να τον τιμήσουν. Γιώργο, θα σε θυμόμαστε για πάντα…

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το