Πολιτισμός

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Ευφραιμίδου

Της Βασιλείας Γιασιράνη Κυρίτση

Το κάτω μέρος της πλατείας Γερμανικών ήταν η οδός Ευφραιμίδου.
Ήταν ένας ιστορικός δρόμος που πήρε την ονομασία του από το 1928.
Ο Αδαμάντιος Ευφραιμίδης ήταν Σμυρνιός δικηγόρος που βρέθηκε πρόσφυγας στον Βόλο. Εντάχθηκε στο κόμμα των φιλελευθέρων και εκλέχτηκε το 1923 βουλευτής. Στα εγκαίνια του συνοικισμού, στις 9 Δεκεμβρίου του 1924, εκφώνησε συγκινητικό λόγο προς τους πρόσφυγες γεμάτο επαίνους και συμβουλές. Ενδιαφέρθηκε για την επίλυση πολλών προσφυγικών προβλημάτων. Πέθανε όμως το 1928 και για να τον τιμήσουν ονοματοθέτησαν τον δρόμο αυτόν με το όνομά του.
Άρχιζε από την Αναπαύσεως και τελείωνε στην οδό Μαγνησίας.
Από την αρχή του δρόμου υπήρχαν μερικά σπιτάκια.

Γεώργιος Γκιουρτζίδης

Από κείνο το σημείο της Καισαρείας άρχιζαν τα περισσότερα μαγαζιά και ήταν το πολυσύχναστο μέρος της πλατείας, αλλά και του δρόμου.
Προς τη γωνία Προσκόπων Αϊδινίου, παλιά, πριν την κατοχή, ήταν το καφενείο-μανάβικο του Παπλιάκου. Βασίλη Γιαννουλάκη τον έλεγαν, αλλά όλοι τον ήξεραν με το παρατσούκλι Παπλιάκο. Είχε δυο τρία τραπεζάκια, πρόσφερε καφεδάκι και τσιπουράκι με λουκούμι στο πιατάκι που το κρατούσες με οδοντογλυφίδα.
Μετά έγινε μανάβικο. Με τη σούστα του γυρνούσε όλα τα σοκάκια της Νέας Ιωνίας και έβγαζε το μεροκάματο.
Αργότερα ο χώρος άλλαξε χέρια και έγινε μπακάλικο των αδελφών Πέτση από τη Μακρινίτσα, το οποίο το διαφέντευε ο ένας, ο Κωνσταντίνος.
«Παντοπωλείον αφοί Πέτση» έγραφε η ταμπέλα με μεγάλα γράμματα. Ο Βασίλειος, ο πατέρας τους, καταγόταν από την Παραμυθιά της Ηπείρου και βρέθηκε στον Βόλο και με τα παιδιά του Κωνσταντίνο, Αλέξανδρο, Ανδρέα και Σπύρο άνοιξε το μαγαζί του.
Ήταν αποκλειστικά μπακάλικο χωρίς να μετατρέπεται σε ταβέρνα.
Αυτό ήταν το ξεκίνημά τους. Εργατικοί άνθρωποι τα κατάφεραν να μαζέψουν κάποια χρήματα και μετά την κατοχή μετακόμισαν στην οδό Χρήστου Λούλη και Ικονίου, σε δικό τους χώρο, τον οποίο αργότερα μετέτρεψαν σε μεταξουργείο.

Εικόνα Παναγίας της οικ. Κοτζαμανίδου

Απέναντι, Αϊδινίου 28, ήταν το μπακάλικο του Βαγγέλη του Κουτσουλίδη από τα μέρη του Πόντου. Αρχοντάνθρωπος ήταν, εμφανίσιμος, ευγενικός, παντρεμένος με την Ευλαμπία που όλη μέρα βρισκόταν στο μαγαζί να εξυπηρετεί και να τρέχει δίπλα στο σπίτι της πέρα δώθε αδιαμαρτύρητα με μια πρωτόγονη υπομονή. Όσο μπόι της έλειπε, τόση δραστηριότητα είχε. Επειδή πίσω από το μαγαζί υπήρχε χώρος, ο Βαγγέλης τον είχε μετατρέψει σε ταβέρνα με κάπως πρωτότυπη εμφάνιση στο εσωτερικό της.
Είχε βάλει μερικά βαρέλια άδεια από τα κρασιά που αγόραζε και πάνω κει πρόσφερε με το κατοσταράκι τη ρετσίνα του που ήταν εξαιρετική από την Εύβοια, με μεζέ ξεροσφύρι, λίγο ρέγγα, δυο τρεις ελιές και καμιά φορά λίγο τυράκι, που ήταν πολυτελείας μεζές. Εκεί σύχναζαν οι «κρασοπατέρες», όσοι ήθελαν να δροσίσουν το στόμα τους με λίγο ρετσίνα στα γρήγορα και να πάνε στη δουλειά ή στο σπίτι τους, αυτοί που είχαν την έλλειψη της ρετσίνας και την αποζητούσαν να ξεχάσουν τα προβλήματά τους και να ξεφύγουν από την πραγματικότητα… Διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά άνθρωποι…

https://e-thessalia.gr/wp-content/uploads/2021/05/Σ19-Φ3-ΔΙΣΤ-ΔΑΦΝΟΦΥΛΛΑ-ΛΙΒΑΝΙ-ΚΑΙ-ΛΑΔΙ-ΑΠΟ-ΤΗΝ-ΠΑΤΡΙΔΑ-ΟΙΚ.-ΚΟΤΖΑΜΑΝΙΔΟΥ.jpg

Δίπλα, σε μια παράγκα ήταν το ποδηλατάδικο του μπάρμπα Γιώργου, που ήταν μοναδικός στα Γερμανικά, ξεχωριστός για την τέχνη και τη φιλοσοφία ζωής. Στην κατοχή το πήραν ο Νίκος Παρασκευάς με βοηθό του τον αδελφό του Μανώλη. «Ποδήλατα ο Νικόλαος» έγραφε μια επιγραφή που είχαν πάνω από την πόρτα. Επιδιόρθωναν, αλλά κυρίως νοίκιαζαν ποδήλατα για λίγο ή για μέρες, απλά ή διπλοσκέλετα, τα οποία ήταν μεταφορικό μέσο της εποχής εκείνης. Ήταν γερά ποδήλατα που τα νοίκιαζαν οι κάτοικοι να πηγαίνουν στα χωριά του κάμπου, την Ελασσόνα, τη Λάρισα, τα Φάρσαλα, να μεταφέρουν τα προϊόντα και να τα πουλούν μαύρη αγορά. Δεν έπαιρναν χρήματα πουλώντας τα, αλλά έκαναν ανταλλαγή είδος με είδος. Τα αδέλφια κράτησαν το ποδηλατάδικο μέχρι το 1946 και μετά πήραν άλλον δρόμο εργασίας.
Στη γωνία του Δεμίρη το τσιπουράδικο, ήταν άλλο μπακάλικο. Των αδελφών Γκιουρτζίδη. Ο πατέρας τους Αχιλλέας καταγόταν από το Τεπέκιοϊ Νικομήδειας, αρχικά Άγιο Γεώργιο, ήταν έμπορος, εκκλησιαστικός επίτροπος και για πολλά χρόνια, μέχρι το 1919, ήταν πρόεδρος του χωριού. Ήταν παντρεμένος με την Ελένη Σταμπουλού και είχε πολλά παιδιά. Τον Θεμιστοκλή, τον Φιλόθεο, τον Χρήστο, την Επιστήμη, τη Φωτεινή, τον Φώτη και τον Γιώργο. Έλεγαν ότι ο παππούς ο Γιώργος ήταν από τα μέρη του Πόντου και πριν αρχίσουν τα γεγονότα μαζεύτηκε όλη η οικογένεια και εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Νικομήδειας.
Με την καταστροφή του 1922 το καράβι από την Κωνσταντινούπολη τους έφερε στην Κυπαρισσία όπου έζησαν στην περιοχή των Γαργαλιάνων έχοντας μαζί και τη γιαγιά Γιαννιού. Έμειναν εκεί λίγα χρόνια και μετά βρέθηκαν στον Βόλο αρχίζοντας νέο αγώνα επιβίωσης.
Ο Αχιλλέας με τα αγόρια του Γιώργο και Φώτη ξεκίνησε το μπακάλικο. Αυτό ήταν μόνο μπακάλικο που ήταν γεμάτο κάθε λογής προϊόντα, δημητριακά, όσπρια και ζυμαρικά, με ράφια στους τοίχους.
Το 1938, ο Γιώργος παντρεύτηκε με την Αναστασία Κοτζαμανίδου, κοντοχωριανή από το Κουρί της Νικομήδειας και έφυγε από την επιχείρηση. Εργάστηκε στου Γκλαβάνη το εργοστάσιο και μετά έγινε φορτοεκφορτωτής του συλλόγου «Άγ. Γεώργιος» στο λιμάνι.
Η οικογένεια της Αναστασίας καθόταν απέναντι και η μικρή έβγαινε στο πεζοδρόμιο με τα άλλα κορίτσια και κεντούσε. Ήταν πολύ όμορφη, σεμνή και μετρημένη, γι’ αυτό την ερωτεύτηκε ο Γιώργος και την πήρε.

Εικόνα οικ. Ελ. Γκιουρτζίδου

Μεγάλη η ιστορία του ερχομού της οικογένειας στην Ελλάδα και στον Βόλο. Ο πατέρας της Παναγιώτης είδε στον ύπνο του την εικόνα της Παναγίας που είχαν στο εικονοστάσι και του είπε να φύγουν γιατί θα συμβεί κακό. Την άλλη μέρα έμαθαν τα άσχημα νέα της φωτιάς στη Σμύρνη και μαζεύτηκαν όλοι οι κάτοικοι να φύγουν. Η γυναίκα του κρατούσε την Αναστασία μωρό και πήρε μαζί της την εικόνα της Παναγίας που της έπεσε από την αγκαλιά, σαν να μην ήθελε να φύγει.
Εκείνη τότε την έδωσε στον άντρα της και με το μωρό, τα βαγιόφυλλα, το λιβάνι και το λαδάκι από το εικονοστάσι, πήραν τον δρόμο της φυγής. Το καράβι τούς έφερε στην Πελοπόννησο, αλλά δεν έμειναν πολύ γιατί οι αδελφές της ήταν στον Βόλο και έτσι βρέθηκαν στη Νέα Ιωνία.

Ο Γιώργος απόκτησε επτά παιδιά. Τον Αχιλλέα, τον οποίο έχασε σε ηλικία δυο χρονών από φυματίωση τον Μάιο του 1942, την Ελένη, την Ιωάννα, τη Χριστίνα, τη Φλωρεντία, την Κυριακή και τον Αχιλλέα. Πολλές φορές, όταν ξαπόσταινε στην αυλή του κοιτούσε προς την Επισκοπή και δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του γιατί του θύμιζε την πατρίδα του, τον τόπο του.
Το μπακάλικο το δούλεψαν μετά τον πόλεμο ο Θεμιστοκλής με τον Φώτη και τον πατέρα τους Αχιλλέα. Ο Θεμιστοκλής ήταν παντρεμένος με τη Σοφία Βλαχοπούλου και είχε δυο παιδιά, τον Φώτη και την Ελένη. Ήταν αφεντικό σοβαρό, μετρημένο και λίγο απόμακρο από την άγνωστη πελατεία. Το επάγγελμά του ήταν ράφτης και είχε μάθει να ράβει στην Κυπαρισσία. Είχε δικό του ραφείο στον Φαρδύ, το 1939 στην περιοχή των Γερμανικών και μετά τον πόλεμο το έκλεισε και ασχολήθηκε με το αποικιακό μέχρι το 1952. Μετά προσελήφθη στον Δήμο Νέας Ιωνίας στην ύδρευση.

Η νεαρή Αναστασία Κοτζαμανίδου

Ο Φιλόθεος ή Θεόφιλος είχε και αυτός ραφείο στην περιοχή. Παντρεύτηκε την Κωνσταντινιά Αυγερινού και απόκτησε τέσσερα παιδιά.
Ο Χρήστος, ο αδελφός τους, είχε παντρευτεί την Κλεονίκη Πιπίδου και είχε τρία παιδιά τον Αποστόλη, τον Ευθύμιο και την Ελένη.
Ο Φώτης «έπεσε ηρωικώς μαχόμενος στο ύψωμα προφήτη Ηλία Ζίτσης Ηπείρου» σε ηλικία 39 χρόνων, υπομοίραρχος. Με τον θάνατό του είχε ξεσηκωθεί όλη η Νέα Ιωνία. Ο Φώτης υπηρετούσε ως ανθυπομοίραρχος στη Ζίτσα Ιωαννίνων. Διατάχθηκε να υπερασπίσει το ύψωμα προφήτη Ηλία να μην μπουν μέσα στο υδραγωγείο και κόψουν το νερό. Ενώ προσπαθούσε να τους απομακρύνει κάποιος φώναξε γκιούρτζ, δηλαδή πρόσεξε. Η σφαίρα διαπέρασε τον κρόταφο του Φώτη και τον έθαψαν εκεί. Ο Θεμιστοκλής πήγε τον ταρίχευσε και τον έφερε μετά οκτώ μέρες στο νεκροταφείο των Ταξιαρχών του Βόλου με στρατιωτική ντακότα.
Τελικά το μαγαζί το κράτησε για λίγο ο πατέρας Αχιλλέας και μετά τον θάνατο της γυναίκας του Ελένης από μαρασμό σε ηλικία 73 χρονών, δεν είχε διάθεση πια, οπότε τέλειωσε η ζωή του μπακάλικου και σε λίγο και η δική του.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μανώλη Παρασκευά, Κυριακής Γκιουρτζίδη, Φώτη Γκιουρτζίδη, Γιώτας Γαλιού, αρχείο ανέκδοτου υλικού του νεκροταφείου των Ταξιαρχών, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι. από το 1924», 2013.

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το