Θ Plus

Στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960 – Οδός Δημοκρατίας

Της Βασιλείας Γιασιράνη – Κυρίτση

Δίπλα ήταν το φανοποιείο του Μανώλη Αλεξάνδρου από τον Γέροντα των Σωκίων της Μ. Ασίας. Ο πατέρας του Κυριάκος είχε προκοπή στον Γέροντα «κι όταν ντυνόταν τις γιορτάδες και έβαζε το σαλβάρι, περιποιημένο χωρίς μια τσαλακωσιά» μαζεύονταν τα πέντε παιδιά γύρω του και τον καμάρωναν. Όμορφος άντρας, το ίδιο όμορφη και η μάνα τους.
Μα στην πιο τρυφερή ηλικία που είχαν ανάγκη από το χάδι τους χάθηκαν και οι δυο. Ο Κυριάκος έπρεπε να πάει στρατιώτης στην Άγκυρα, χωρίς να επιτρέπεται να εξαγοράσει τη θητεία του, αιχμάλωτος από τους Τούρκους οδηγήθηκε στα «αμελέ ταμπουρού» και πέθανε σπάζοντας πέτρες στα λατομεία από το πρωί έως το βράδυ. Η γυναίκα του Σταματία δεν άντεξε και πάνω στον χρόνο πέθανε από τη στεναχώρια της για τον χαμό του. Η οικογένεια είχε πέντε παιδιά: Τη Θοδωρούλα, τον Γιάννη, την Πολυξένη και τον Μανώλη, τα οποία έφερε η νενέ τους μαζί με την εικόνα του Άη-Γιώργη και τα ρούχα της θανής της. Η ζωή της δεν κράτησε πολύ. Μετά λίγα χρόνια πέθανε. Τα παιδιά πέρασαν δύσκολα χρόνια. Στην αρχή ο Μανώλης έβγαινε στο παζάρι της Ρήγα Φεραίου, υπηρέτησε κληρωτός στη νέα πατρίδα και πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας. Μετά, στις αρχές του 1950 άνοιξε το μικρό μαγαζάκι του, δίπλα από το ποδηλατάδικο του Θοδωρή Λαδόπουλου.
Μικρό, αλλά νοικοκυρεμένο. Είχε μια μεγάλη πόρτα που ήταν πάντα ανοιχτή και πάνω της ήταν κρεμασμένα όλα τα δημιουργήματά του, αναγκαία για χρήση από τις νοικοκυρές, αλλά και τους άλλους εργαζόμενους. Κουβάδες, κουβαδάκια, ποτιστήρια, δοχεία για λάδι, κύπελα όλων των ειδών και μεγεθών, φανάρια για τα τρόφιμα, δοχεία με βρυσούλες και στην άκρη είχε χωνιά και σόμπες.

Ο Μανώλης Αλεξάνδρου στο μαγαζί του

Μέσα είχε τον πάγκο που δούλευε και τον κύλινδρο που γύριζε τη λαμαρίνα και έφτιαχνε χωνιά. Στους τοίχους είχε ράφια και πάνω τους ήταν σε σειρά δοχεία για γάλατα που χρησιμοποιούσαν οι γαλατάδες, απλά δοχεία φύλαξης, δοχεία νερού και άλλα.
Στην άκρη του πάγκου καθότανε συχνά και ο φίλος του Παναγιώτης Κατσιρέλος όταν τον επισκεπτόταν. Μιλούσαν, αυτός έβγαζε τα χαρτάκια του, έγραφε, σημείωνε και ο Μανώλης με επικοινωνία ψυχής δούλευε τα χωνιά.
Πολλές φορές, όταν ένιωθε τον εαυτό του στριμωγμένο, μ’ όλο που ήταν συγκρατημένος χαρακτήρας, φώναζε τη γυναίκα του να σταθεί στο μαγαζί και κείνος τις περισσότερες φορές παρέα με τον Μάνθο Κοντάκη – είχαν την ίδια ιδεολογία – πήγαιναν στο παρακείμενο καφενείο του Νίκου Μαυρομάτη, όπου «λευτερωνόταν η ψυχή τους» άκουγαν πολιτικά πρόσωπα και συμμετείχαν στη συζήτηση.
Ήσυχος άνθρωπος, νοικοκύρης, στάθηκε στην οικογένειά του, πάντρεψε τις αδελφές του αφού είχε μείνει μόνος προστάτης με τον θάνατο του αδελφού του Γιάννη από φυματίωση σε ηλικία 23 χρονών, κτύπημα για την οικογένεια. Πολέμησε ως κληρωτός στον πόλεμο του 1940 και τραυματίστηκε στο πόδι πάνω στα βουνά της Αλβανίας. Τον έστειλαν με καράβι από τη Βόρειο Ήπειρο στον Πειραιά, όπου και χειρουργήθηκε στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, χωρίς απώλειες.
Στη διάρκεια της Κατοχής μια περίοδο για να εξασφαλίσει τα «προς το ζην» πήγαινε στην Αγχίαλο όπου υπήρχε δουλειά και έφτιαχνε ντεπόζιτα για λάδι και τυριά.
Μόλις ηρέμησε η κατάσταση από τον εμφύλιο και άρχισαν να βρίσκουν οι άνθρωποι τη σειρά τους, σκέφτηκε πως ήταν και η ώρα του να παντρευτεί, αλλά ήθελε γυναίκα Μικρασιάτισσα, από την πατρίδα του. Ήταν 40 χρονών όταν πήγε στον νέο Γέροντα Καβάλας και βρήκε για γυναίκα του τη Δέσποινα Κουτσουμπέλια. Τη διάλεξε, έφτιαξε σπίτι μαζί της, νοικοκυρεύτηκε και απόκτησε τη Ματούλα και τον Κυριάκο.

Καφενείο Γαρίτση, πρώην Μαυρομάτη

Από τις αδελφές του η Θοδωρούλα παντρεύτηκε τον Μιχάλη Χατζηδημητρίου, η Μαρίτσα τον Τάσο Καζακίδη από τη Νικομήδεια και η Πολυξένη τον Γιαννακό Κουτσουμπέλια.
Ο Μανώλης δούλευε όλη μέρα γιατί τα μαγαζιά δεν έκλειναν, δεν υπήρχε ωράριο. Τα παιδιά και η γυναίκα του τον στερούνταν γι’ αυτό πολλές φορές η Δέσποινα έπαιρνε τη Ματούλα και τον Κυριάκο και τα πήγαινε στο μαγαζί. Τους έπαιρνε και λιόσπορα από τον «Στράκα-Στρούκα» απέναντι στη γωνία του Μαγουλά, τα έβαζε σε καρεκλάκια και ήταν εικόνα χαράς για όλους. Όταν πέθανε ο Μανώλης είπαν στην κόρη του: «Έφυγε ήσυχα, όσο ήσυχος ήταν…!».
Δίπλα ήταν το ποδηλατάδικο του Θοδωρή Λαδόπουλου, από την Κωνσταντινούπολη. Στην αρχή τα δυο αδέλφια Θοδωρής και Μιχάλης ήταν γανωτήδες και γύριζαν στους δρόμους και στα σοκάκια της Νέας Ιωνίας. Έπειτα ο Μιχάλης έγινε μουσικός, οργανοπαίκτης και ο Θοδωρής άνοιξε το ποδηλατάδικο αρχικά στην οδό Σμύρνης με Προύσης και έπειτα στη Βασ. Φρειδερίκης, μετέπειτα Δημοκρατίας. Έξω από το μαγαζί του είχε σιδερένιες θέσεις, στις οποίες ήταν τοποθετημένα τα ποδήλατα που νοίκιαζε, και μέσα στους τοίχους κρεμασμένες σαμπρέλες μικρές και μεγάλες ποδηλάτων και λάστιχα, ενώ στα ράφια ήταν τοποθετημένα διάφορα εξαρτήματα, καθρεφτάκια και κουδούνια μεταλλικά.
Γλυκός άνθρωπος, ήρεμος, τις περισσότερες ώρες τις περνούσε σκυμμένος σε μια λεκάνη με νερό φούσκωνε τη σαμπρέλα και προσπαθούσε να βρει την τρύπα για να την κολλήσει βάζοντας ένα λαστιχάκι συνήθως μαύρο ή κεραμιδί.

Το άφηνε εκεί μέχρι να εξακριβώσει ότι δεν έβγαζε φυσαλίδες στο νερό και μετά το περνούσε στο λάστιχο του ποδηλάτου. Σχεδόν όλη η Νέα Ιωνία πήγαινε εκεί τα ποδήλατα να τα επιδιορθώσει ή να τα φουσκώσει με μια φουσκωτήρα που την ανεβοκατέβαζε. Ήταν η εποχή που ο Βόλος ήταν μια πόλη γεμάτη με ποδήλατα. Η δυνατότητα να μετακινείσαι εύκολα και γρήγορα ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη και έλυνε το θέμα μεταφοράς στην εργασία τους.
Το μαγαζί του ήταν ανοικτό όλη μέρα και κείνος έτρεχε πάνω κάτω, έπαιρνε τα ποδήλατα που νοίκιαζε, ποδήλατα γερά που κρατούσαν πολύ, τα τακτοποιούσε, έσβηνε το όνομα του πελάτη που το έπαιρνε στο μεγάλο τετράδιο που είχε, έτρωγε στα πρόχειρα ό,τι είχε από το σπίτι του και πάλι έπεφτε στη δουλειά του. Μέσα στο μαγαζί είχε και έναν χώρο που ήταν στιλβωτήριο και είχε μεγάλη ευχέρεια στη βαφή των παπουτσιών. Έτσι και με αυτή τη δουλειά συμπλήρωνε τα χρήματα για τα έξοδα της οικογένειας και τα δικά του.
Παντρεύτηκε τη Μαρία από τα Βουρλά και απόκτησε τρία παιδιά, τη Δήμητρα (Τούλα), την Αγγέλα και τον Αναστάση (Τάσο), που δεν τον χάρηκε. Η Δήμητρα παντρεύτηκε τον Μεριστούδη και η Αγγέλα τον Σπύρο Μαύρο.

Αδελφές Αλεξάνδρου

Στη γωνία ακριβώς ήταν το καφενείο του Νίκου Μαυρομάτη. Ήταν το παλιότερο καφενείο της Νέας Ιωνίας και ο ιδιοκτήτης του από τους πρώτους κατοίκους της. Ωραία η εικόνα του Δημήτρη Κωνσταντάρα: «Μια παράγκα ήταν, όπου εκεί γινόταν μεγάλη χλαλοή. Ανακατωμένοι με τους μαστόρους πρόσφυγες απ’ τα διάφορα μέρη της Μ. Ασίας, Σμυρνιοί, Αϊδινλήδες, Περγαμαλήδες, Εγγλεζονησιώτες, Θειριανοί, Προυσιώτες, Πόντιοι μιλώντας τη δική τους ελληνική διάλεκτο μπερδεμένη με λέξεις τουρκικές, ρωτούσαν, έτρεχαν, έψαχναν για σπίτι…».
Τότε που χτίζονταν τα καμαράκια ο Νίκος Μαυρομάτης είχε στήσει μια φουφού και πάνω της ένα τηγάνι και τηγάνιζε συνέχεια κεφτέδες για τους εργάτες. Ήταν ο πρώτος μάγειρας της νέας πόλης, ο πρώτος μαγαζάτοράς της.

Χαρακτηριστικό το κείμενο του Παναγιώτη Κατσιρέλου: «Την πρώτη κάμαρα που χτίστηκε στο ντουρσέκι (γωνία) αυτός την ήπιασε και απέ την έκανε πραγματικό μαγέρικο. Το μαγέρικο αυτό βρισκότανε δίπλα στη σημερινή στάση των λεωφορείων νούμερο 1 τση συγκοινωνίας Βόλου Νέας Ιωνίας στη στάση «Μαυρομάτη». Ο άνθρωπος είχε βάλει τη σφραγίδα του και το όνομά του είχε μείνει για πάντα στη νέα πολιτεία».
Έτσι το καφενείο έγινε σημείο αναφοράς. Το 1925 ο χειμώνας ήταν βαρύς και οι πρόσφυγες του Ξηρόκαμπου υπέφεραν από το κρύο. Τότε ο δήμαρχος Σπύρος Σπυρίδης έδωσε εντολή να φέρουν κάρβουνα στο καφενείο του Μαυρομάτη και τα μοίρασε για να αντιμετωπίσουν τη βαρυχειμωνιά και να μην πεθάνουν.
Τα χρόνια περνούσαν και το καφενείο είτε γιατί ήταν στον κεντρικό δρόμο είτε γιατί ο ιδιοκτήτης του ήταν περιποιητικός συνέχισε να συγκεντρώνει τους πρόσφυγες, αλλά και τους νέους κατοίκους.
Όταν έκανε ζέστη και έβραζε ο τόπος ή όταν έκανε κρύο μαζεύονταν οι πελάτες «να …αναπνεύσουν την τσιγαρίλα και τη χνοτίλα.
-Καφέ, παιδί!…
-Αμέσωωως! έλεγε σε σένα το γκαρσόνι με την άσπρη μπλούζα, φωνάζοντας δυνατά, απ’ όπου βρισκόταν.
Βαρύν γλυκύυν! φώναζε το ίδιο και στον καφετζή.

Ύστερα, από το τζάμι παρακολουθούσες την κίνηση του μεγάλου δρόμου της Νέας Ιωνίας στον Βόλο, που οι κάτοικοί της τον λένε από ανέκαθεν «ο φαρδύς». Έριχνες λοξά τη ματιά σου να ιδείς ποιοι κατεβαίνουν, ποιοι ανεβαίνουν στη στάση των λεωφορείων, ποιοι έρχονται, ποιοι φεύγουν… Οι θαμώνες έπαιζαν τάβλι, χαρτιά και πιλότα στα ξύλινα τραπεζάκια που γέμιζαν τον χώρο. Και πάνω τους αλουμινένια σταχτοδοχεία που γέμιζαν αποτσίγαρα, εκτόνωση των ανθρώπων που σύχναζαν, γοητεία και αντριλίκι…
Όλες οι ηλικίες, όλα τα επαγγέλματα έδιναν εκεί το ραντεβού τους για ανεύρεση εργασίας, αλλά και για έκφραση των πολιτικών ιδεών τους.
Γλυκομίλητος, χαρούμενος άνθρωπος, κοντός, αδύνατος, μελαχρινός, φοβερά ευκίνητος όλη μέρα ήτανε στο πέρα-δώθε και δεν ησύχαζε ποτέ.
Με τους σεισμούς του 1954 όμως το μαγαζί έπαθε φθορές και ο καινούριος ιδιοκτήτης του οικήματος που το είχε αγοράσει μετά την Κατοχή, ο Δημήτριος Μωραΐτης, πρόσφυγας από το Σεβδίκιοϊ, το έδωσε προίκα στην κόρη του Αθανασία, σύζυγο Στέλιου Γαρίτση. Όμως την αγορά αυτή ο Στέλιος Γαρίτσης την διπλοπλήρωσε, γιατί το 1949 εφαρμόστηκε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο όποιοι είχαν πουλήσει τα σπίτια τους λόγω οικονομικών δυσχερειών να τα πάρουν πίσω. Επειδή όμως ο Στέλιος δεν ήθελε να το χάσει πήγε στην Αγχίαλο, όπου έμενε ο Μαυρομάτης και του το ξαναπλήρωσε σε λίρες.

Σκίτσο του Π. Κατσιρέλου για το καφενείο

Το 1957 όλο το οίκημα με τη μακρόστενη αποθήκη του Στέλιου Γαρίτση και το μανάβικο του Κων/νου Γαρίτση γκρεμίστηκαν.
Ο Μαυρομάτης έφυγε, τον είχαν πάρει τα χρόνια… πόσο να δουλέψει.
Ο χώρος άλλαξε. Κάτω έγιναν μαγαζιά και πάνω διαμέρισμα. Το 1960 η οικογένεια Γαρίτση είχε εγκατασταθεί στον επάνω όροφο. Το νέο μαγαζί το λειτούργησε ο Γαρίτσης με τον Σάλιαρη διατηρώντας τις ίδιες συνήθειες, την ίδια πελατεία. Μετά το πήρε ο Βλαχόπουλος μέχρι το 1980 περίπου, αλλά οι ηλικιωμένοι κάτοικοι είχαν τις μνήμες και τις εικόνες των πρώτων θαμώνων του προσφυγικού συνοικισμού.
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Ματούλας Αλεξάνδρου, Μανώλη Παρασκευά, Δημήτρη Κωνσταντάρα-Σταθαρά, Μαρίτσας Γαρίτση, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Το Χρονικό της Νέας Ιωνίας 1924-1994», 1994, Ελ. Καρτζακούλη «ΕΚΕΙ που τα ρόδα δεν είχαν αγκάθια», εκδόσεις ΩΡΕΣ, 1995, http://www.findglocal.com/.
Συνεχίζεται

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το