Πολιτισμός

Ποια η σχέση των παιδιών με τα βιβλία;

Του Γ. ΚΑΠΟΥΡΝΙΩΤΗ

Η πιο ουσιαστική μορφή επικοινωνίας είναι ο λόγος που αρθρώνεται είτε γραπτά είτε προφορικά. Η διαφορά είναι ότι ο μεν προφορικός διαρκεί για λίγα λεπτά, ο δε γραπτός μένει για πάντα. Εξ αυτού τα λατινικά «verba volant» και «scripta manent», δηλαδή τα λόγια πετούν, τα γραπτά μένουν. Κατά αυτή την έννοια η εισαγωγή της γραφής και η γέννηση των βιβλίων προκάλεσε επαναστατικές αλλαγές στην ανθρώπινη συνείδηση και συμπεριφορά, έχοντας επιπτώσεις σε κάθε τομέα της ζωής: Στον πολιτισμό, στην οικονομία, στην πολιτική και στην τέχνη.
Σήμερα, όμως, ποια είναι η πραγματική σχέση μας με βάση το βιβλίο; Αν μας ρωτούσε κάποιος για τις αναγνωστικές συνήθειες των ανθρώπων και κυρίως των μαθητών του 21ου αιώνα τι θα απαντούσαμε; Ιδιαίτερα στις μέρες μας, που οι πάντες έχουν πρόσβαση στο βιβλίο όπως έχουν πρόσβαση στα ρούχα, στα παπούτσια, στις τροφές… Παντού υπάρχει ένα βιβλιοπωλείο, και όπου υπάρχει έλλειψη, παντού υπάρχει διαδίκτυο, όπου μπορείς εύκολα να αγοράσεις ή και να βρεις «τσάμπα» περιεχόμενο. Η ανάπτυξη των ΤΠΕ και η ευρεία διάδοση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και συσκευών μικροηλεκτρονικής (tablets, smartphones) δίνουν την ευκαιρία στο ηλεκτρονικό βιβλίο να διεκδικεί μία θέση στη ζωή μας. Συνεπώς, το πρόβλημα είναι αν η κουλτούρα μας ευνοεί την ανάγνωση κι αν η ανάγνωση πιάνει τόπο, αν δηλαδή κατανοούμε αυτά που επιλέγουμε, όσοι επιλέγουμε, να διαβάζουμε, αν μας βοηθούν στη ζωή μας κι αν βοηθούν και τους άλλους. Το θέμα δηλαδή δεν είναι αν αγοράζουμε βιβλία, αλλά αν η σχέση μας με τα βιβλία δεν είναι φετιχιστική ούτε καταναλωτική, αλλά κάτι βαθύτερο.

Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ενώ νοσοκόμοι, γιατροί και εθελοντές προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο των τραυματιών, η Έλεν Μαίρη Γκέσκελ, μέλος της αγγλικής αριστοκρατίας με φιλανθρωπική δράση στο Λονδίνο, είχε μια ιδέα: Πρότεινε στις βρετανικές Αρχές να δημιουργηθεί μια βιβλιοθήκη που θα συνέβαλλε στη θεραπεία των τραυματισμένων στρατιωτών προσφέροντάς τους μια αίσθηση χαλάρωσης που θα τους ωφελούσε σωματικά και ψυχικά. Αυτή ακριβώς είναι και η βάση της λεγόμενης βιβλιοθεραπείας. Όλοι έχουμε νιώσει κάποια στιγμή τις ανακουφιστικές ιδιότητες που μπορεί να έχει η ανάγνωση του κατάλληλου βιβλίου την κατάλληλη στιγμή και αυτό φαίνεται ότι είχαν ανακαλύψει από πολύ νωρίς και στην αρχαία Ελλάδα. Σ’ αυτό το σημείο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι για να υπάρξουν οφέλη από τη χρήση των βιβλίων δεν αρκεί η απλή ανάγνωση. Χρειάζεται να υπάρχει η ανάπτυξη μιας καλής σχέσης ανάμεσα στον διευκολυντή (βιβλίο) και τον συμμετέχοντα (αναγνώστης), ο συμμετέχων να είναι ανοιχτός στη διαδικασία, να υπάρχει προηγούμενη εξοικείωση με τη λογοτεχνική γραφή και ικανότητα για εμβάθυνση στις έννοιες του κειμένου.

Μακάρι να βρισκόταν μια τέτοια καινοτόμα «θεραπεία» και στα πανεπιστήμιά μας! Δυστυχώς δεν συμβαίνει γιατί είναι «στοιχειωμένα» από το ένα και μοναδικό σύγγραμμα των καθηγητών. Σήμερα, που το ένα και μοναδικό σύγγραμμα έχει καταργηθεί, η πλειονότητα των φοιτητών περιμένει τις σημειώσεις που επίσης θα παπαγαλίσει. Συγκριτικά, είναι ελάχιστοι οι πραγματικοί φοιτητές που αναμετριούνται με βιβλιογραφία, με συζητήσεις, γενικά με τη γνώση. Κι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα του ταξικού σχολείου όπως υποστηρίζουν πολλοί, λες και μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν κοινωνικές τάξεις. Αν δεν αλλάξει διαρθρωτικά κάτι από το σχολείο, η σχέση με την ανάγνωση δεν θα διορθωθεί. Αυτό το ξέρουν άλλωστε καλά πρωτίστως οι εκδότες, που προωθούν τα βιβλία τους Χριστούγεννα και καλοκαίρι, στην ανάπαυλα ως μέσο για να ξεφεύγεις! Ενώ το βιβλίο είναι μέσο για να μπαίνεις βαθύτερα στην ουσία!
Η σχέση μας με το βιβλίο βαρύνεται από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα βιβλία στο σχολείο. Ως εργαλεία περιορισμένης χρήσης και, κατόπιν, ως βάρος, περιέχουν την ύλη της παπαγαλίας που είναι η βασική σχέση του σχολείου με ό,τι έπρεπε να είναι η γνώση, γι’ αυτό και όταν πάψουν να είναι χρήσιμα τα παιδιά τα πετάνε, τα σκίζουν ή τα καίνε. Γιατί οι μαθητές καίνε τα βιβλία στο τέλος της σχολικής χρονιάς; Είναι «έθιμο», εκδίκηση, αγανάκτηση, τα καίνε για πλάκα, από συνήθεια, είναι «άγραφος νόμος» ή μήπως τα έχουν «κάψει» νωρίτερα στη συνείδησή τους και η «κάθαρση στις φλόγες» είναι απλώς μια αντιαισθητική τελετουργική επισφράγιση; Αν τύχει να ξεφυλλίσουμε ένα βιβλίο μαθητή στο τέλος της σχολικής χρονιάς, δεν θα βρούμε κανένα κριτικό σχόλιο στα περιθώρια. Μόνο υπογραμμίσεις με «φωσφορίζοντα» μαρκαδόρο της «σημαντικής» γνώσης, ημερομηνίες των μαθημάτων, «αξιοποίηση καλλιτεχνικών» δεξιοτήτων των μαθητών στην εικονογράφηση ή στα περιθώριά του, τα περίφημα «sos», «sosara», «sosaki», σταυρούς (+), διαγραφές σελίδων ή παραγράφων και πολλές φορές εντελώς σκισμένες τις «εκτός ύλης» σελίδες. Και στο τέλος της σχολικής χρονιάς οι μαθητές ρίχνουν τα βιβλία στην πυρά! Η σχέση αυτή καθρεφτίζεται στις ευρύτερης χρήσης έρευνες της PISA ((Programme for International Student Assessment), στις οποίες καταγράφεται ο υψηλός δείκτης λειτουργικού αναλφαβητισμού στη χώρα μας…

Η γνώση δεν έχει σύνορα και τα βιβλία είναι, άλλωστε, εργαλεία για τη γνώση. Το ποια μορφή θα έχουν τα βιβλία λίγη σημασία έχει. Αν θα μοιάζουν με εκείνα τα κιτρινισμένα σχολικά βιβλία που συνόδευσαν τα παιδικά μας χρόνια ή αν θα τα ξεφυλλίζουμε σε μια ηλεκτρονική συσκευή. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το βιβλίο πρέπει να είναι απλά το κλειδί για μια πόρτα στη γνώση και να το αξιοποιούν οι μαθητές, για να προάγουν την κριτική και δημιουργική σκέψη τους και να ενισχύουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές δεξιότητές τους, που θα τους καταστήσουν ενεργούς πολίτες στην κοινωνία τής διά βίου μάθησης.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το