Άρθρα

PISA και…πούπουλα

 

Του Κώστα Πούλιου,
φιλόλογου και συγγραφέα

Είναι πολύ σκληρό να διαβάζεις πως «από το κακό στο χειρότερο οδεύει το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα», «ευκολότερο φαίνεται να λυθεί το Κυπριακό παρά να αναστραφεί η πτώση της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρει η Δημόσια Παιδεία», «το ελληνικό σχολείο έχει εξελιχθεί σε ό,τι πιο παρακμιακό υπάρχει σήμερα στη χώρα μας». Ιδίως όταν εργάζεσαι στο σχολείο αυτό, έχεις αποδείξει ότι είσαι σωστός επαγγελματίας (τα περί λειτουργήματος δεν τα συζητώ, η λέξη έχει υποστεί τέτοια κακοποίηση που έχει χάσει προ πολλού το νόημά της) και πιστεύεις πραγματικά πως αν δεν υπήρχαν συνάδερφοι που κάνουν πολύ περισσότερα από σένα – πέρα από τα όρια του επαγγελματισμού, για κατάθεση ψυχής μιλάω – τα παιδιά που μπαίνουν στο σχολείο ζωντανά ερωτηματικά θα έβγαιναν σκέτες τελείες.
Οι αριθμοί, ωστόσο, είναι αμείλικτοι. Τα αποτελέσματα στην τελευταία PISA (που οργάνωσε ο ΟΟΣΑ το 2022) ήταν απογοητευτικά. Οι επιδόσεις των 15χρονων Ελλήνων μαθητών Γυμνασίου και στις τρεις δεξιότητες που αξιολογεί ο διαγωνισμός – την κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες – ήταν οι χειρότερες της τελευταίας δεκαετίας και η χώρα μας κατατάχτηκε 44η ανάμεσα σε 81 χώρες. Βέβαια, αυτό – η παρουσία μας σε χαμηλές θέσεις – συμβαίνει από τότε που ξεκίνησε ο διαγωνισμός, το 2000. Και εδώ αρχίζουν οι απορίες: Μας ενδιαφέρουν (ως οργανωμένο κράτος, ως κοινωνία, ως επαγγελματικό κλάδο) οι διαπιστώσεις των συγκεκριμένων αξιολογήσεων και αν ναι, τι κάνουμε γι’ αυτό; Δεν καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν για την καθημερινότητά μας, την οικονομία και το αύριο της χώρας οι απογοητευτικές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών; Στις πόσες Pises θα νιώσουμε κάτι σαν το «Σπούτνικ σοκ» (που προκλήθηκε στις ΗΠΑ ύστερα από την εκτόξευση του πρώτου σοβιετικού δορυφόρου, το 1957, και τις οδήγησε στην αλλαγή ολόκληρου του εκπαιδευτικού τους συστήματος);
Έχω εμπεδώσει, φυσικά, ότι ζούμε στη χώρα των χαμένων ευκαιριών και των κατόπιν εορτής αποφάσεων (και πιστεύω ότι οι αναγνώστες του άρθρου έχουν άποψη για τις αιτίες των παραπάνω). Διαφορετικά δε θα περιμέναμε την PISA να μας ανοίξει τα μάτια. Θα αρκούσαν τα – διαχρονικώς – εξίσου απογοητευτικά αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων με τα εντυπωσιακά ποσοστά των κάτω από τη βάση επιδόσεων στα βασικά μαθήματα (Γλώσσα, Μαθηματικά, Φυσική). Αυτά γιατί τα προσπερνάμε;
Μα πάνω απ’ όλα γιατί δεν εννοούμε να καταλάβουμε ότι η κρίση του σχολείου (η αποτυχία του δηλαδή ως προς τους στόχους που θέτει, είτε αυτοί είναι εκπαιδευτικοί και παιδαγωγικοί είτε είναι οικονομικοί, κοινωνικοί ή πολιτικοί) δεν είναι συγκυριακή, αλλά δομική, οπότε απαιτείται ριζικός επανασχεδιασμός του; Όταν η γνώση που παρέχει σήμερα το σχολείο βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πληροφορίες και τις γνώσεις που παίρνουν τα παιδιά (η ψηφιακή γενιά) από το διαδίκτυο και τις εφαρμογές του πώς γίνεται αυτά να μην πλήττουν («βαριέμαι» είναι η λέξη που ακούς συχνότερα από τα χείλη τους) στα μαθήματα; Και όποιος πλήττει δε μαθαίνει.
Στο «διά ταύτα» λοιπόν (θα μιλήσω για την «κατανόηση κειμένου» λόγω ειδικότητας) με μερικές – ο χώρος δεν επιτρέπει περισσότερες – προτάσεις. Τα νέα προγράμματα σπουδών που είναι υπό διαμόρφωση θα πρέπει να δώσουν έμφαση στη διεξοδική διδασκαλία της γλώσσας (γνωστικά και μεταγνωστικά) από το δημοτικό σχολείο, εκεί όπου το παιδί μπορεί ακόμα να «γοητευτεί» από κατάλληλα επιλεγμένα πολυτροπικά κείμενα. Καλό θα ήταν και τα ομηρικά έπη να «κατέβουν» βαθμίδα και να διδάσκονται με τη μορφή graphic novel στην πέμπτη και την έκτη. Έτσι, θα εξοικονομηθεί χρόνος στο Γυμνάσιο για τα παιδιά να διαβάσουν, να χορτάσουν και να ασκηθούν στην κριτική επεξεργασία κειμένων κάθε είδους, λογοτεχνικών και άλλων (επιστημονικών, κοινωνικών, οικονομικών, καλλιτεχνικών, πολιτικών), σύγχρονων και κοντά στα ενδιαφέροντά τους (ας μην ξεχνάμε ότι τα περισσότερα έχουν μηδενική σχέση με το εξωσχολικό βιβλίο). Γραμμένων στα νέα ελληνικά φυσικά. Θα υπάρξει περισσότερος χρόνος γι’ αυτό, αν τα αρχαία από το πρωτότυπο μετατεθούν στο Λύκειο (άλλωστε τα κίνητρα όσων τα εισήγαγαν στο Γυμνάσιο δεν ήταν παιδαγωγικά αλλά ιδεολογικά και το αποτέλεσμα ένα κομφούζιο στο μυαλό των παιδιών).
Επιπλέον, το μάθημα των «Νέων Ελληνικών» θα πρέπει να περιλαμβάνει κείμενα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να αναλύει – με τα εργαλεία των πολυγραμματισμών – τους τρόπους κατασκευής ειδήσεων, εμπορικών και πολιτικών διαφημίσεων, «fake news», να ασκήσει τους μαθητές στη δημιουργική γραφή, να τους εμπλέξει στην επιχειρηματολογία. Προς αυτή την κατεύθυνση ας αξιοποιηθεί η δουλειά του ΙΕΠ, της Πολύτροπης Γλώσσας, αλλά και κάθε άλλου ενδιαφερόμενου. Στα νέα διδακτικά πακέτα μάλιστα καλό θα ήταν να αποφευχθούν τα ογκώδη βιβλία και τη θέση τους να πάρουν εύχρηστα έντυπα εν είδει περιοδικών, που να ανανεώνονται σε τακτά χρονικά διαστήματα (για να είναι επίκαιρα και να προσελκύουν το ενδιαφέρον των μαθητών).
Θα πρότεινα, ακόμη, στην Α΄ Γυμνασίου να χωρίζονται οι μαθητές σε επίπεδα, ανάλογα με τη γνωστική τους επάρκεια στο συγκεκριμένο μάθημα, όπως γίνεται και με τις ξένες γλώσσες. Έτσι, θα ωφελούνταν όλοι. Όσον αφορά τους διδάσκοντες, η σχετική επιμόρφωση είναι αναγκαία, αλλά πολύ πιο απαραίτητη είναι η δημιουργία στα φιλολογικά τμήματα των πανεπιστημίων κατεύθυνσης «εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», η απουσία της οποίας είναι παραπάνω από εμφανής. Όσον αφορά την αξιολόγηση της επίτευξης των επιδιωκόμενων στόχων κάθε παρέμβασης, αυτή – ασυζητητί – έπρεπε να γίνει χθες. Τσεχία, Εσθονία, Αυστρία βελτίωσαν τις επιδόσεις τους από το 2009 ως το 2022. Γιατί όχι κι εμείς;
Θα αντιτάξετε, βέβαια, ότι η πολιτική για την παιδεία στην Ελλάδα έχει άλλες προτεραιότητες, ότι ως χώρα επενδύουμε περισσότερο στα εστιατόρια και πολύ λίγο στη βιομηχανία, ότι ήδη έχουν αναλάβει να μας εξηγούν (και να συντάσσουν για μας) κείμενα τα chatbots, εξυπηρετώντας τη ροπή μας προς την ευκολία, ότι ακόμα και να κατανοούν τα παιδιά αυτό που θέλει να πει ο ποιητής, ο διαφημιστής, ο influencer, ο πολιτικός, ο δημαγωγός, ο διανοούμενος, ο ιερωμένος, πόσο διαφορετικά θα μπορέσουν να πορευτούν σε έναν πλήρως τεχνοκρατούμενο κόσμο; Οφείλουμε, ωστόσο – όλοι – να προσπαθήσουμε να τα βοηθήσουμε με την ελπίδα για κάτι καλύτερο από αυτό που βιώνουμε σήμερα.
Κι όχι να πράττουμε όπως ανενδοίαστα κάνουν μερικοί επιλέγοντας την εύκολη λύση: μαζί με την Pisa ρίχνουν στον αέρα και μπόλικα…πούπουλα (κριτικές αστήρικτες και γι’ αυτό αβάσταχτα ελαφριές), που ο ανεμιστήρας του κοινωνικού αυτοματισμού κατευθύνει εντέχνως στους εκπαιδευτικούς. Δυστυχώς γι’ αυτούς – αλλά και για όλους μας – οι κρίσεις στην εκπαίδευση δεν είναι κρίσεις της εκπαίδευσης, είναι κρίσεις της ζωής. Όταν μια κοινωνία δεν μπορεί να διδάξει, σημαίνει πως και η ίδια δε διδάσκεται. Σημαίνει πως φοβάται, πως δε θέλει να διδαχθεί. Και η κοινωνία που δε διδάσκει είναι κοινωνία που έχει χάσει την αγάπη για τον εαυτό της, έχει χάσει τον αυτοσεβασμό της. Είναι ακριβώς η περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας.

*Ο Κώστας Πούλιος είναι φιλόλογος και συγγραφέας.

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το