Lifestyle, Θ Plus

Στο φως η αιτία θανάτου της Sinead O’ Connor – Τι είπε ο ιατροδικαστής

Η επαναστατική Ιρλανδή τραγουδίστρια Σινέντ Ο’ Κόνορ (Sinead O’Connor) έφυγε από τη ζωή του Ιούλιο, προκαλώντας απέραντη θλίψη όχι μόνο θαυμαστές της αλλά και σε όλους όσους είχαν ακούσει τη μουσική της και είχαν επηρεαστεί από αυτήν. Έξι μήνες μετά τη θλιβερή είδηση του θανάτου της, έρχεται στο φως το πόρισμα του ιατροδικαστή, που αποδίδει τον θάνατο της 56χρονης σε φυσικά αίτια.

«Επιβεβαιώνουμε ότι η κυρία Ο’Κόνορ πέθανε από φυσικά αίτια», δήλωσε εκπρόσωπος της ιατροδικαστικής υπηρεσίας που την εξέτασε και πρόσθεσε ότι «ως εκ τούτου, ο ιατροδικαστής έχει σταματήσει την εμπλοκή του στην υπόθεση του θανάτου της».

Ο θάνατος της Ο’ Κόνορ και η δύσκολες τελευταίες στιγμές της ζωής της
Σημειώνεται ότι από την πρώτη στιγμή, οι αστυνομικές Αρχές είχαν αποκλείσει το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας. Η αστυνομία δήλωσε από την πρώτη στιγμή πως «κηρύχθηκε νεκρή επί τόπου» αφού βρέθηκε «χωρίς να ανταποκρίνεται» στο σπίτι της στο Λονδίνο στις 26 Ιουλίου.

Ο θάνατός της ήρθε 18 μήνες μετά τον θάνατο του 17χρονου γιου της, Σέιν, ο οποίος έβαλε τέλος στη ζωή του τον Ιανουάριο του 2022.

«Αποφάσισα να ακολουθήσω τον γιο μου. Δεν έχει νόημα να ζω χωρίς αυτόν», έγραψε η Ο’ Κόνορ σε ανατριχιαστική ανάρτηση στο Twitter μια μέρα μετά την εύρεση του πτώματος του γιου της. Η ίδια νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο μετά τα tweets.

Καθώς συνέχισε να θρηνεί την απώλεια, η ομάδα διαχείρισης της O’Connor εξέδωσε ανακοίνωση τον Ιούνιο του 2022, με την οποία ανακοίνωσε ότι ακυρώνει όλες τις προγραμματισμένες συναυλίες της και δεν θα δώσει συναυλίες για το υπόλοιπο της χρονιάς.

Η Ο’Κόνορ είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει και στο παρελθόν. Στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρεϊ τον Οκτώβριο του 2007, μοιράστηκε ότι είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει στα 33α γενέθλιά της, το 1999. Είπε στη μάλιστα στην Όπρα ότι είχε διαγνωστεί με διπολική διαταραχή, αλλά χρόνια αργότερα, μετά από πολλές «δεύτερες γνώμες», αποκάλυψε ότι επρόκειτο για λανθασμένη διάγνωση.

Το 2017 είπε στον Dr. Phil ότι μια ριζική υστερεκτομή το 2015 την έκανε να «χάσει» το μυαλό της και να έχει τάσεις αυτοκτονίας.

Κάθε έκφανση της ζωής της Sinead O’Connor υπήρξε αντιφατική
Η μουσική ανέκαθεν αποτελούσε βάλσαμο για τη Sinead O’Connor, που είχε την ανάγκη να ξεφύγει από την ταραγμένη παιδική ηλικία της. Ο επαναστατικός χαρακτήρας της Ιρλανδής τραγουδίστριας, διαμορφώθηκε άλλωστε σε μεγάλο βαθμό, από την εσωτερικευμένη οργή που βίωνε μετά την κακοποίηση που υπέστη ως παιδί και την εμπειρία της σε αναμορφωτήριο του Δουβλίνου.

Η μουσική ήταν αυτό που τη διέσωσε, απελευθερώνοντας το δημιουργικό ταλέντο της, χάρη στο οποίο έγινε παγκοσμίου φήμης τραγουδίστρια – αλλά και αντισυμβατική, έτοιμη να διχάσει και αρνούμενη, πάντα, να παίξει το παιχνίδι της pop star, που θα καθοδηγούνταν από την εικόνα της, παρότι, τα εξωτικά χαρακτηριστικά και το skinhead look της την κατέστησαν μία από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της pop.

Μία κιθάρα και ένας καθηγητής μουσικής
Η Sinead Marie Bernadette O’Connor γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1966 στο μεσοαστικό προάστιο Glenageary του Δουβλίνου. Ήταν το τρίτο από τα πέντε παιδιά του Sean O’Connor και της συζύγου του, Marie. Οι Sean και Marie είχαν παντρευτεί εξαιρετικά νέοι και η – συχνά θυελλώδης – σχέση τους έληξε, όταν η Sinead ήταν 8 ετών. Ο αδελφός της εκλιπούσας, Joseph, περιέγραψε κάποτε τη μητέρα τους ως «βαθιά δυστυχισμένη», «διαταραγμένη» αλλά και «επιρρεπή» στη σωματική και συναισθηματική κακοποίηση των παιδιών της. Σύντομα η Sinead μετακόμισε για να πάει να ζήσει με τον πατέρα της. Κατά την εφηβεία της, συχνά έκανε κοπάνες προκειμένου να πηγαίνει στα μαγαζιά, όπου επιδιδόταν σε μικροκλοπές. Εντέλει, βρέθηκε οικότροφη στο Κέντρο Εκπαίδευσης An Grianan του Δουβλίνου, ένα από τα πλέον διαβόητα ιδρύματα με σκοπό την «αναμόρφωση» νεαρών κοριτσιών που θεωρούνταν άσωτα. Εκεί, μία από τις καλόγριες – δασκάλες ανακάλυψε ότι, ο μόνος τρόπος να κρατάει υπό έλεγχο την έφηβη επαναστάτρια, ήταν να της αγοράσει μία κιθάρα και να της κλείσει ραντεβού με έναν καθηγητή μουσικής. Τα επόμενα χρόνια της ζωής της, η απόφαση της μοναχής, αποτέλεσε και τη σωτηρία της Sinead. Στο ίδρυμα, ένας από τους εθελοντές είχε έναν αδερφό που έπαιζε στο ιρλανδικό συγκρότημα In Tua Nua. Η έφηβη τραγουδίστρια ηχογράφησε ένα κομμάτι μαζί τους, ωστόσο η μπάντα θεώρησε ότι ήταν πολύ νέα για να γίνει μόνιμο μέλος.

Όταν στα 16 της ο πατέρας της μετέφερε σε ένα οικοτροφείο στο Γουότερφορντ, όπου ένας από τους δασκάλους αναγνώρισε το ταλέντο της και τη βοήθησε να δημιουργήσει μια demo κασέτα με δύο δικές της συνθέσεις. Η συνάντηη με τον παραγωγό και συνθέτη Colm Farrelly ήταν αυτή που την έφερε σε επαφή με άλλους μουσικούς με τους οποίους και σχημάτισαν το συγκρότημα Ton Ton Macoute, το οποίο έκανε αμέσως αίσθηση στην τοπική σκηνή. Η O’Connor για να μετακομίσει με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, αρχικά στο Δουβλίνο και, στη συνέχεια, στο Λονδίνο, όπου ήρθε σε επαφή με τον έμπειρο μάνατζερ Fachtna O Ceallaigh, που είχε ήδη στο βιογραφικό του μία συνεργασία με τους U2.

«Αυτό που μού περιέγραφαν ήταν οι ερωμένες τους»
Ο νέος της μάνατζερ, εκτός από την μουσική καθοδήγηση που προσέφερε στη νεαρή τραγουδίστρια, της εμφύσησε και τις ρεπουμπλικανικές πολιτικές ιδέες του, που καιρό αργότερα, θα την οδηγούσαν να επαινέσει δημοσίως τον IRA- δήλωση για την οποία θα ζητούσε, στην πορεία, συγγνώμη. Η επαναστατική φύση της, όμως, υπήρξε και αυτή που την οδήγησε να απορρίψει σθεναρά τις προσπάθειες της δισκογραφικής της εταιρείας να αλλάξει την punk εμφάνισή της και να γίνει πιο girlie. «Αυτό που μού περιέγραφαν», θα δήλωσε χρόνια αργότερα η O’Connor στην Daily Telegraph, «ήταν στην πραγματικότητα οι ερωμένες τους. Όταν τους το επισήμανα, δεν το πήραν και πολύ καλά».

Η ίδια δεν δίστασε να έρθει σε ρίξη και με τον παραγωγό που είχε επιστρατευτεί από τη δισκογραφική για τη δημιουργία του πρώτου της άλμπουμ. Μετά από μία περίοδο εντάσεων και επιστράτευσης της δύναμης της πειθούς, τελικά της επετράπη να κάνει η ίδια την παραγωγή του δίσκου. Εκείνη την εποχή ήταν ήδη επτά μηνών έγκυος με το παιδί του ντράμερ της, John Reynolds, τον οποίο και παντρεύτηκε.

Αυτό, όμως, δεν την σταμάτησε από το να κυκλοφορήσει το The Lion and the Cobra, το 1987, το οποίο και σημείωσε τεράστια επιτυχία. Χαρακτηριστικό του ήχου που θα γινόταν τυπικά δικός της το άλμπουμ έβριθε overdubbed αρμονιών και ατμοσφαιρικών φόντων που συγκρατούνταν από τη χαρακτηριστική φωνή της. Η Sinead O’Connor, με την κυκλοφορία του πρώτου άλμπουμ της, κέρδισε μια υποψηφιότητα για Grammy για την καλύτερη γυναικεία ροκ φωνητική ερμηνεία. Ένα από τα single, το Mandinka, έγινε επιτυχία και στις ΗΠΑ και αποτέλεσε το τραγούδι που η ίδια επέλεξε για την ερμηνεία της στο Late Night with David Letterman, την πρώτη της αμερικανική τηλεοπτική εμφάνιση στην prime time ζώνη.

Τα δάκρυα στην οθόνη
Δισκογραφικά, ακολούθησε το βραβευμένο με Grammy I Do Not Want What I Haven’t Got, το οποίο περιείχε και την μεγαλύτερη επιτυχία της, τη διασκευή του Nothing Compares 2 U του Prince. Το single βρέθηκε στην κορυφή των charts στη Βρετανία, την Ιρλανδία και τις ΗΠΑ – καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του έπαιξε και το εντυπωσιακό βίντεο, κατά το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, οι θεατές έβλεπαν μόνο ένα κοντινό πλάνο του προσώπου της καθώς τραγουδούσε.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του βίντεο, η πρωταγωνίστριά του δεν έκρυψε τα δάκρυά της, δηλώνοντας, αργότερα, ότι δυσκολευόταν πολύ να ερμηνεύσει το τραγούδι που της θύμιζε την απώλεια της μητέρας της, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1985. Παρά την τεράστια επιτυχία του Nothing Compares 2 U, όμως, οι εντάσεις δεν κατευνάστηκαν. Η O’Connor αρνήθηκε να εμφανιστεί στο Νιου Τζέρσεϊ, διαμαρτυρόμενη για τον εθνικό ύμνο των ΗΠΑ που έπαιζαν οι υπεύθυνοι του συναυλιακού χώρου πριν από κάθε live εκεί. Οι υπεύθυνοι συμφώνησαν απρόθυμα, ωστόσο, η διαμάχη της οδήγησε σε μποϊκοτάζ των τραγουδιών της από διάφορους ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ.

Ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του I’m Not Your Girl, μιας συλλογής jazz τραγουδιών, η O’Connor ερμήνευσε μια εκδοχή του War του Bob Marley στην εκπομπή Saturday Night Live του NBC, αντικαθιστώντας μερικά από τα λόγια ώστε να διαμαρτυρηθεί κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από μέλη της Καθολικής Εκκλησίας.

Προς τον τρόμο των παραγωγών, η ίδια κράτησε μπροστά στην κάμερα κάμερα μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ σκίζοντάς την στη μέση. Πάνω από 4.000 τηλεθεατές τηλεφώνησαν στο NBC για να παραπονεθούν, ενώ πολλοί fans σε όλο τον κόσμο κατέστρεψαν αντίγραφα των άλμπουμ της. Πριν από μία από τις επόμενες ζωντανές εμφανίσεις της, αποδοκιμάστηκε τόσο έντονα, που δεν μπόρεσε καν να ανέβει στη σκηνή. Το 1992 την βρίσκει να επιστρέφει στο Δουβλίνο.

Το τέταρτο άλμπουμ της, Universal Mother, με συγγραφικές συμμετοχές της συγγραφέα Germaine Greer και του Kurt Cobain, δεν σημείωσε την επιτυχία των προηγούμενων. Έμελλε να είναι η τελευταία της ηχογραφημένη σε στούντιο δουλειά για τα επόμενα έξι χρόνια.

Η χειροτονία
Έχοντας χωρίσει από τον σύζυγό της, η Ιρλανδή βρέθηκε σε μια μακρά διαμάχη για την κηδεμονία με τον δημοσιογράφο Τζον Γουότερς, ο οποίος ήταν ο πατέρας του δεύτερου παιδιού της, της κόρης της, Ρόισιν. Η ένταση εκείνης της περιόδου οδήγησε και στην απόπειρα αυτοκτονίας της, το 1999.

Σε μία από τις πιο περίεργες αποφάσεις της ζωής της, η O’Connor, εκείνη την περίοδο της χειροτονήθηκε ιερέας στη Λατινική Τριδεντική Εκκλησία, μια ανεξάρτητη καθολική εκκλησία, που δεν βρίσκεται σε κοινωνία με το Βατικανό. Παρά την περιφρόνησή της για τον κλήρο, η ίδια δεν σταμάτησε ποτέ να αυτοπροσδιορίζεται ως ασκούμενη χριστιανή και ευσεβής καθολική.

Το 2000 επιστρέφει στο στούντιο για την ηχογράφηση του άμπουμ της, Faith and Courage. Το υλικό ήταν, σε μεγάλο βαθμό, δημιουργία της ίδια. Το άλμπουμ, ωστόσο, δεν μπήκε σε κανένα από τα charts -πλην της Αυστραλίας- στο Top 20. Ακολούθησε ο σύντομος, δεύτερος γάμος της με τον δημοσιογράφο Nick Summerlad, αλλά και η γέννηση του τρίτου της παιδιού, του Shane, με τον μουσικό Donal Lunny.

Το 2002 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Sean-Nos Nua, το οποίο περιείχε διασκευές παραδοσιακών ιρλανδικών λαϊκών τραγουδιών. Ένα χρόνο αργότερα, κυκλοφόρησε μία συλλογή με ακυκλοφόρητα κομμάτια και ντέμο, πριν ανακοινωσει και την αποχώρησή της από τη μουσική βιομηχανία. Η O’Connor έδινε, προ πολλού, μάχες με την ψυχική όσο και τη σωματική της υγεία. Εντέλει διαγνώστηκε με διπολική διαταραχή ενώ, ταυτόχρονα, υπέφερε από εξαιρετικά επώδυνη ινομυαλγία.

Ακολούθησε μία περίοδος που έζησε στη Τζαμάικα, από την οποία και προέκυψε το έβδομο στούντιο άλμπουμ της, Throw Down Your Arms, μια δουλειά με reggae επιρροές που γνώρισε θετικές κριτικές. Το 2006 γεννήθηκε το τέταρτο παιδί της, ο Yeshua Francis Bonadio, πατέρας του οποίου ήταν ο τότε σύντροφός της, Frank Bonadio. Την επόμενη χρονιά κυκλοφόρησε ένα ακόμη άλμπουμ, το Theology το οποίο, ωστόσο, δεν κατάφερε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον του κοινού και να μπει στα charts.

Μία πολύ δημόσια διαμάχη
Το 2010, ο τρίτος γάμος της με τον επί χρόνια φίλο της Steve Cooney κράτησε λιγότερο από ένα χρόνο. Επέστρεψε στα μουσικά πράγματα με το How About I Be Me (and You Be You), που κυκλοφόρησε το 2012, και έφτασε στο νούμερο 5 στην Ιρλανδία και στο 33 στα βρετανικά charts.

Το 2013, επιδόθηκε σε μία πολύ δημόσια διαμάχη με τη Miley Cyrus, με αφορμή, την δημοσίευση από μέτους της O’Connor μιας επιστολής, κατά την οποία επέκρινε τη Cyrus για τα απροκάλυπτα σεξουαλικά της βίντεο. Η τελευταία απάντησε χαρακτηρίζοντας την Ιρλανδή τραγουδίστρια «τρελή».

Με την κυκλοφορία του I’m Not Bossy, I’m the Boss, το 2014, η O’Connor απέδειξε ότι είχε ακόμα να προσφέρει πολλά στη μουσική. Ωστόσο, η ψυχική της υγεία εξακολουθούσε να είναι επισφαλής. Τον Νοέμβριο του 2015, αφού ανάρρωσε από μια υστερεκτομή, ανακοίνωσε, μέσω μίας δημοσίευσης στο Facebook ότι βρισκόταν σε ένα ιρλανδικό ξενοδοχείο και σκεφτόταν να δώσει τέλος στη ζωή της. Βρέθηκε σώα και αβλαβής, ωστόσο, εισήχθη στο νοσοκομείο για ιατρική παρακολούθηση.

Τον Ιούνιο του 2021 κυκλοφόρησε τα απομνημονεύματά της, Rememberings, και άρχισε ξανά να εμφανίζεται σε συνεντεύξεις για την προώθηση του βιβλίου. Ορισμένες από αυτές ήταν σε ιδιαίτερα φορτισμένο κλίμα. Η O’Connor δήλωσε, ότι σε μία εκ των συνεντεύξεων, ένιωσε «ιδιαίτερα εκνευρισμένη» όταν κλήθηκε να αναφερθεί στους αγώνες με την ψυχική υγεία της αλλά και την κάλυψή τους από τα ΜΜΕ.

Πηγή: Έθνος

Προηγούμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το