Θ Plus

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Της ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ – ΚΥΡΙΤΣΗ

Με τις μυρωδιές και τα αρώματα των φαγητών από τον φούρνο του κυρ-Γιάννη ευωδίαζε όλη η περιοχή. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω μορφές και έντονες εικόνες είχαν στιγματίσει την παιδική μου μνήμη.
Εγγλεζονησιώτες ήταν η οικογένεια του Μιχάλη Παπουτσόγλου και της Μαρίας Σιλιβριώτη που έμεναν στο προσφυγικό σπίτι των Γερμανικών. Ο Μιχάλης ήταν γνωστός λιμενεργάτης στη Νέα Ιωνία και είχε καλό όνομα. Είχε τρεις κόρες τη Φωτεινή, την Κατίνα και την Αθηνά που οι δυο δούλευαν στην αποθήκη του Ματσάγγου και έναν γιο, τον Νίκο, που έγινε και αυτός λιμενεργάτης.
Πιο πάνω, στο ύψος της Ανακρέοντος καθόταν η κυρα-Άννα, η νοσοκόμα που γύριζε όλη την περιοχή των Γερμανικών και έβαζε ενέσεις. Πρακτική νοσοκόμα, γύρω στα 45, ομιλητική, περιποιημένη, με τραβηγμένα τα μαλλιά της πίσω, ακούραστη με μια τσάντα μεγάλη στο χέρι μπαινόβγαινε στα σπίτια που την καλούσαν και την είχαν ανάγκη. Μέσα στην τσάντα είχε μια καστανιά, αλουμινένια, με καπάκι, όπου έβραζε τη σύριγγα και σε ένα μεγάλο κουτάλι της σούπας έβαζε νερό και απολύμαινε τη βελόνα για να τη χρησιμοποιήσει πάλι.
Δίπλα το σπίτι του Τσιτούμη που είχε το ουζερί στη Θείρων και Κηφισίας και λόγω δουλειάς σπάνια φαινόταν στη γειτονιά, έφευγε μετά το φαγητό γύριζε αργά τα μεσάνυχτα.
Πιο πάνω στη γωνία Ευφραιμίδου-Νικομηδείας ήταν το σπίτι του Φώτη του ψαρά. Το επίθετό του ήταν Κέντερας, αλλά κανείς δεν τον ήξερε έτσι.
«Ο Φώτης ο ξυπόλητος Σμυρνιός» τον έλεγαν όλοι.

Νικομηδείας, έξω από το σπίτι της Κατίνας Μαυροειδή

Γιος του Γεωργίου και της Αριάδνης Σπανού ήταν παντρεμένος με τη Δήμητρα Ευθυμίου και είχε δυο παιδιά: Τον Γιώργο (Μπούλη) και τη Μαριάνθη. Σχεδόν μέχρι το 1995 γύριζε στους δρόμους ξεκινώντας από τα ψαράδικα ανέβαινε προς το ποτάμι, τα Εφτά Πλατάνια, την Αναπαύσεως και κάποιες φορές έφτανε στο «Φαρδύ», αν δεν είχε πουλήσει την πραμάτεια του.
Ξυπόλητος πάνω στο ποδήλατο, χειμώνα-καλοκαίρι, πρωί-πρωί, με ένα κασάκι ξύλινο γεμάτο ψάρια, τις περισσότερες φορές ήταν ψαράκι «του λαού», γάβρος, σαρδέλα, σαφρίδια, παλαμίδα – όταν υπήρχε – διαλαλούσε τη φρεσκάδα και τη γεύση τους στις νοικοκυρές της Νέας Ιωνίας. Τις γνώριζε όλες με το όνομά τους και με το καλαμπούρι και το χαμόγελο έπειθε και τις πιο ιδιότροπες.
Μέχρι τις 11 το πρωί το είχε ξεπουλήσει και γύριζε ευχαριστημένος στο σπίτι του να κάνει και άλλη δουλειά να πουλήσει καρπούζια για να συμπληρώσει το μεροκάματο. Είχε πάγκο όμως με ψάρια και στην αυλή του προσφυγικού σπιτιού του, που βοηθούσε και η κόρη του Μαριάνθη, σύζυγος Βότσαλη.
Από το 1995 και μετά είχε συνεταιρικά πάγκο στα ψαράδικα και σχεδόν μέχρι που πέθανε το 1998, πήγαινε καθημερινά. Ο πρόωρος θάνατος του γιου του τον διέλυσε και τον οδήγησε στο τέλος μέσα σε έναν μήνα περίπου. Η απουσία του έλειψε στις γειτονιές και στις παλιές νοικοκυρές της Νέας Ιωνίας.

Δορυλαίου με Νικομηδείας ήταν το μπακάλικο του Δημήτρη Λεφάκη από το Εγγλεζονήσι. Το 1933 ο Δημήτρης συνέχισε να δουλεύει το μαγαζί που του άφησε ο πατέρας του Νίκος και η μητέρα του Ζωή. Το δούλεψε με τη βοήθεια της γυναίκας του Ευαγγελίας Παρασκευά που είχαν παντρευτεί το 1930 και το κράτησαν σχεδόν μέχρι το 1950.
Σε κείνη τη γειτονιά γύριζε ακούραστος όλη μέρα και μπαινόβγαινε στα μπακάλικα και στα σπίτια ο Χατζηνικολάου Κλεισθένης, από το Εγγλεζονήσι, ο πλανόδιος πραματευτής που πουλούσε ρολόγια όλων των ειδών. Με μια μεγάλη τσάντα κρεμασμένη στην πλάτη ή στα χέρια, χειμώνα-καλοκαίρι γύριζε να πάρει τις δόσεις και με επιτηδειότητα έπειθε άλλους πρόσφυγες να αγοράσουν ένα ρολόι, που τους ήταν απαραίτητο.

Δεξιά Μιχάλης Παπουτσόγλου

Παντρεμένος με τη Σουλτάνα είχε ένα αγόρι, τον Νικόλαο και αγωνιζόταν, όπως οι περισσότεροι να βγάλει τίμια το ψωμί του.
Στο πάνω μέρος της γωνίας Δορυλαίου με Νικομηδείας ήταν το μπακάλικο ταβέρνα του Τάσου Σεβλιανού. Το ένα δωμάτιο ήταν το μπακάλικο και η αυλή του προσφυγικού ήταν η ταβέρνα, που μαζεύονταν όλοι οι μεγάλης ηλικίας της γειτονιάς. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, φορούσε πάντα μια ποδιά και κρατούσε στα χέρια μια πετσέτα.
Παντρεμένος με την Αριστέα, μετρίου αναστήματος και λίγο εύσωμη, που κρατούσε το μαγαζί και το σπίτι, είχε δυο παιδιά που μπαινόβγαιναν και αυτά παίζοντας μέσα και έξω στο πεζοδρόμιο, που είχε μια μεγάλη μουριά. Στα τραπεζάκια της μικρής αυλής οι γέροντες κουτσοπίνοντας και συζητώντας τα ντέρτια τους άδειαζαν το καραφάκι με τον νόστιμο μεζέ της Αριστέας. Πιο πάνω ήταν το σπίτι της οικογένειας του Ευάγγελου και του Χαράλαμπου Ιατρούδη που ήρθαν ορφανά από τη Σμύρνη. Τελικά ο Ευάγγελος έμενε στη Νικομηδείας και τα δυο χαρούμενα κορίτσια του η Ευτυχία και η Βάσω συμπλήρωναν την ομάδα των κοριτσιών της γειτονιάς.
Το σπίτι τους γειτόνευε με της Κατίνας Μαυροειδή, μετέπειτα Βασιλούδη, από τη Νικομήδεια που ήταν πρόσχαρη, νοικοκυρά και καλή γειτόνισσα. Και πιο πάνω, Νικομηδείας 40, το σπίτι του Εγγλεζονησιώτη ναυτικού Δημήτρη Τσάγκαρη, που ’χε ένα αγόρι και ένα κορίτσι τη Σοφία, ευαίσθητα παιδιά, ενταγμένα και αυτά στην ομάδα της γειτονιάς.
Ακολουθούσε στη γωνία του στενού το σπίτι του Χαράλαμπου Καμπέρη. Έλαμπε από καθαριότητα η αυλή, γυάλιζε το τσιμέντο από το πλύσιμο της κυρα-Λένης που υπερκινητική έβρισκε πάντα κάτι να κάνει.

Ο Χαραλάμπης μου έλεγε και «κολλούσε» το στόμα της από την αγάπη που του είχε. Είχε πάντα στο στόμα τον καλό τον λόγο, αλλά ήταν λίγο περισσότερο ομιλητική…
Στη γειτονιά σειρά δεν έπαιρνε καμιά, όταν μιλούσε εκείνη.
Δούλευε όλη μέρα σχεδόν ο Χαράλαμπος, καλός μάστορας, περιζήτητος τοποθετούσε σόμπες, διόρθωνε τις χαλασμένες γενικά μαστόρευε τα πάντα και ο μοναχογιός της Παναγιώτης, πολύ έξυπνος για τη ηλικία των 15 χρονών, μόνος του επινοούσε τρόπους να φτιάξει πύραυλο να πάει στο διάστημα να σκοτώσει… τους Ρώσους. Έφτιαχνε αερόστατα τα πετούσε στον χώρο της γειτονιάς και ευτυχώς δεν είχε κάνει σοβαρές ζημιές… Αν είχε δυνατότητα εκείνη την εποχή να προχωρήσει στο εξωτερικό θα ήταν ένας από τους μεγάλους εφευρέτες…
Μάλλον το είχε η γειτονιά γιατί στην πάνω μεριά του στενού ήταν το σπίτι του Καρκαλά με τη μεγάλη αυλή γεμάτη τριανταφυλλιές, όλων των ειδών, όλων των χρωμάτων στόλιζαν τον χώρο και τη γειτονιά. Ο Καρκαλάς, άριστος και επιδέξιος τεχνίτης, μετά τη δουλειά του είχε φτιάξει μόνος του με μεράκι μια κινηματογραφική μηχανή.

Νικόλαος-Ζωή Λεφάκη με τα παιδιά τους Δημήτρη και Μαρία

Τα παιδιά έτρεχαν στον χωμάτινο δρόμο, χωρίς πεζοδρόμια και αυτοκίνητα, τσιλίκα-τσομάκα, έτρωγαν το ψωμάκι τους με το λαδάκι και τη ρίγανη τρισευτυχισμένα, αλλά μόλις άκουγαν το σφύριγμά του τα παρατούσαν στη μέση και έτρεχαν να τον βοηθήσουν να απλώσει το μεγάλο σεντόνι στα κάγκελα της αυλής του.
Στο λεπτό μαζευόταν η πιτσιρικάδα της γειτονιάς, αλλά και της παραπέρα με μια εκπληκτική διάθεση και περιέργεια να δει βουβό σινεμά. Ησυχία παντού. Δεν ακουγόταν ούτε ψίθυρος από τα παιδιά που έβλεπαν σκηνές ενός άλλου κόσμου που δεν άργησε να έλθει. Αυτός ο άνθρωπος τους έβαλε στο πνεύμα της δύναμης του ανθρώπινου μυαλού και στην εξέλιξη της εποχής που ερχόταν.
Το μεγάλο οικόπεδο στη γωνία της Χρήστου Λούλη με το σπίτι του Μανιάρα αποτελούσε το τέλος των αναμνήσεων που τρελές ξεπρόβαλλαν αυθόρμητες, ανεξέλεγκτες με ζύγωναν και με κύκλωναν.
Αυτός ήταν ο κόσμος μου, μπορεί επιλεκτικός στα πρόσωπα, αλλά δεν υπήρχε πλήρης καταγραφή των ανθρώπων…
Πηγές: Προσωπικές μαρτυρίες, Μαρίας Ανδρέου, Λίτσας Καϊκλή, Μαριάνθης Κέντερα- Βότσαλη, Ασημίνας Κατσάνου, Θ. Πρώια «Το Αιγκλαιζονήσι των αρχαίων Κλαζομενών», 1998, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», 2013.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το