Πολιτισμός

Ο Βολιώτης Λάκης Προγκίδης «φωτίζει» τις συνέπειες της χούντας στο νέο βιβλίο του

Ένα απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Βολιώτη δοκιμιογράφου Λάκη Προγκίδη, «Υπό την Παπαδιαμαντικήν δρυν», που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Εστία, φωτίζει μια από τις μεγαλύτερες συνέπειες που είχε η 7ετής δικτατορία στη χώρα. Διέσυρε (προσωρινώς μεν, αλλά με τεράστιες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις) την πολιτιστική ταυτότητα ενός ολόκληρου λαού, καθώς προσπάθησε να μετατρέψει μια φαιδρή εκδοχή της ελληνικής και ορθόδοξης ταυτότητάς μας, σε νομιμοποιητικό θεμέλιό της.
Στο θεμέλιο ενός ακραίου εμφυλιοπολεμικού καθεστώτος, του οποίου ο βίος θα λήξει με μεγάλη εθνική καταστροφή. Στις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν και ιδίως μετά το 1990, αυτή η κακή κληρονομιά της δικτατορίας θα τύχει ιδιαίτερης προτίμησης από τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης, καθώς θα την χρησιμοποιήσουν ως πρόσχημα για να νομιμοποιήσουν ιδεολογικά την εθνο-αποδομητική τους εκστρατεία.

Γράφει σχετικά ο Λάκης Προγκίδης: «Λίγο από πνεύμα ανταρσίας, λίγο από οικογενειακή παράδοση, βρέθηκα τον Ιούνιο του 1968, μετά από κάποιες πράξεις ανατρεπτικού, καθώς ελέχθη, χαρακτήρα, συγκρατούμενος με τον Θ.Π. στο 6ο Αστυνομικό Τμήμα στον Βαρδάρη, στη Θεσσαλονίκη. Δικτατορία. Σε λίγες μέρες πατούσα τα είκοσι ένα.
Ζέστη ανυπόφορη. Ένα μπετονένιο κελί, μη αεριζόμενο, στον τελευταίο όροφο, ακριβώς κάτω από την ταράτσα. Πυρακτωμένο μέρα νύχτα. Μας έβγαζαν μόνο για τη φυσική μας ανάγκη και για να φάμε ανακούρκουδα το φαγητό που έφερναν και παρέδιδαν στον φύλακα κάθε μέρα οι δικοί μας. Τελειώνοντας κι αφού καπνίζαμε το μοναδικό τσιγάρο του εικοσιτετραώρου – ω της απολαύσεως! – κοιταζόμαστε και ψιθυρίζαμε: «Άντε πάλι στο καμίνι».
Οι μέρες κυλούσαν. Σε δυο – τρεις βδομάδες είχαμε εξαντλήσει τις βασικές πληροφορίες για τη ζωή μας. Περάσαμε λοιπόν σε ιστορίες πιο προσωπικές. Ένα βράδυ, ο Θ.Π., λογιστής στο επάγγελμα, άρτι παντρεμένος, μου διηγήθηκε τις αναμνήσεις του από ένα τελευταίο ταξίδι του στη Σκιάθο, όπου ανακάλυψε τον Παπαδιαμάντη. Καθώς δε το έφερε η τύχη να ’χω κι εγώ γνωρίσει στα δεκατέσσερά μου το ωραίο νησί και να ’χω κιόλας διαβάσει τα Άπαντα στην έκδοση του Βαλέτα, αρχίσαμε να φέρνουμε στο μυαλό μας τα έργα του Παπαδιαμάντη, να ζωντανεύουμε τους ήρωές του και να ονειροπολούμε τα ρόδινα ακρογιάλια, τις βασιλικές βελανιδιές και τα θεσπέσια τσιμπούσια του. Το κελί μας, καμίνι που έβραζε. Ο Παπαδιαμάντης το δρόσιζε. «Τόλη!» αναφωνεί μια μέρα ο συγκάτοικος, «ξέρεις τι λέω;». «Τι;». «Θα βγω στον διοικητή και θα του ζητήσω να μας επιτρέψει να διαβάσουμε Παπαδιαμάντη». «Σε βάρεσε η ζέστη», του λέω. Αγύριστο κεφάλι όμως ο Θ.Π.: Πέτυχε ακρόαση για την ίδια μέρα. Επέστρεψε σε λίγο τρισευτυχισμένος. Κάθε δεκαπέντε μέρες, συμφώνησε ο διοικητής, θα μας έφερνε η γυναίκα του Θ.Π. έναν τόμο από τα Άπαντα και θα έπαιρνε πίσω τον διαβασμένο. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. «Και πώς δέχθηκε τέτοιο πράγμα;» ρώτησα. «Α, με πολύ ενθουσιασμό», απάντησε. «Δεν πρόλαβα», συνέχισε, «να ολοκληρώσω το αίτημά μου, και πετάχτηκε όρθιος αναφωνώντας: «Μπράβο, αυτός μάλιστα! Ίσως και να ξεστραβωθείτε».
Δεν εδέησα να τελειώσουμε την ανάγνωση. Στο τέλος του τρίτου τόμου μάς χώρισαν. Μας μετέφεραν στο στρατόπεδο Καρατάσου, στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Μας έκλεισαν σε χωριστά δωμάτια στον πρώτο όροφο ενός διώροφου κτιρίου, που στο παρελθόν το χρησιμοποιούσαν οι μόνιμοι αξιωματικοί υπηρεσίας. Σφράγισαν τα παντζούρια, έβαλαν φρουρούς, μας σίτιζαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ και μας επέτρεψαν να διαβάζουμε ό,τι βιβλία μας έφερναν από τα σπίτια μας μια φορά την εβδομάδα – αφού περνούσαν πρώτα από την έγκρισή τους, εννοείται. Δυστυχώς, εγώ δεν είχα τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη για να ολοκληρώσω την ανάγνωση, τη δεύτερη της ζωής μου. Ως έφηβος τα είχα δανειστεί. Θυμάμαι, εντούτοις, πάντα με νοσταλγία τον εγκλεισμό στου Καρατάσου. Ποτέ δεν ξαναβρέθηκα στη ζωή μου σε τόσο ιδανικές συνθήκες για διάβασμα και περισυλλογή. Έμενα ξυπνητός μέχρι μετά τα μεσάνυχτα. Το εγερτήριό μου το είχα εξασφαλισμένο. Στις εφτά το πρωί, ένας λόχος σταματούσε κάτω από τα παράθυρά μας και κραύγαζε αρκετές φορές τα πασίγνωστα συνθήματα της χούντας: «Εικοσιμία! Τετάρτου! Εξή-ντα εφτά! – Ελλάς! Ελλήνων! Χρι-στια-νών!».
Μείναμε στο στρατόπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1968 μέχρι τη δίκη, τον Μάιο του 1969. Από τις πρώτες μέρες, με νωπό ακόμα στη μνήμη μου τον Παπαδιαμάντη, σκεφτόμουν σε τι παράξενη θέση με είχε φέρει η τύχη. Από τη μια μεριά, έπαλλε μέσα μου ολοζώντανη, πανέμορφη, νόστιμη και απέραντα ανεκτική απέναντι στις τρέλες, τις αποκοτιές και τα πάθη των ανθρώπων η Ελλάδα των Ελλήνων χριστιανών του αγαπημένου μου συγγραφέα. Και από την άλλη, ο έξω κόσμος με βομβάρδιζε με μια ελληνοχριστιανική Ελλάδα, που με γέμιζε με τόση λύσσα, όση και οδύνη. Τούτη η αντίθεση, τούτη η αντιπαράθεση δύο φαινομενικά όμοιων κόσμων, στάθηκε το πρώτο μου μάθημα λογοτεχνικής κριτικής.
Πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια μέχρι ν’ αποφασίσω ν’ ασχοληθώ συστηματικά με την κριτική της λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του μυθιστορήματος. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ο Παπαδιαμάντης υπήρξε το μοναδικό μου σχολείο. Μα, θ’ απορήσει ο καλός μου αναγνώστης, ασχολήθηκε ο Παπαδιαμάντης με την κριτική; Όχι βέβαια. Η κριτική όμως για την οποία μιλώ, και η οποία έγινε πια η μοναδική μου σχεδόν ενασχόληση, προήλθε, ναι, προήλθε από τη σπίθα που πετάχτηκε μέσα μου τη στιγμή της σύγκρουσης αυτού του έργου με την καταθλιπτική και ανελεύθερη ατμόσφαιρα της χουντικής ελληνοχριστιανοσύνης.
Δεν χρειαζόταν βέβαια καμία φοβερή πνευματική ικανότητα για να καταλάβω το χάσμα που χώριζε την πίστη και την τέχνη του Παπαδιαμάντη από τα ιδεολογήματα των ηγετίσκων της δικτατορίας. Μου αρκούσε η αίσθησή μου. Στην περίπτωση του Παπαδόπουλου και των συνεργατών του, ένας δισχιλιετής πολιτισμός είχε στραγγίσει, είχε συρρικνωθεί, είχε καταντήσει κούφιο σύνθημα για να το βροντοφωνάζουν οι φαντάροι. Με τον Παπαδιαμάντη οι ίδιες λέξεις που όριζαν τη χώρα μου, τον λαό μου και τη θρησκευτική του πίστη, ηχούσαν μέσα μου σαν κάλεσμα ενός ακμαίου πολιτισμού, πάντα πλούσιου σε εκπλήξεις και αινίγματα. Ένα σφαλιστό παράθυρο χώριζε τους δύο κόσμους. Έξω, το καθεστώς που αντιμαχόμουν προσπαθούσε να μετατρέψει την πολιτισμική μου ταυτότητα σε τύπο, σχήμα αιώνια απαρασάλευτο. Μέσα, η ίδια ταυτότητα μεταμορφωνόταν σε ανεξάντλητο μυστήριο, ανάσα δημιουργίας, ελευθερία».

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το