Θ Plus

Ο άνεμος της Γαλιλαίας

ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Δεν είχα παρά σαράντα μέρες στην Έρημο του Σαραντάριου, πριν πάρω την απόφαση να ανέβω στο όρος Θαβώρ, να παρακολουθήσω το μυστήριο του γάμου στην Κανά και να περιηγηθώ τη λίμνη της Tιβεριάδας, στην περιοχή της Γαλιλαίας.
Διασχίζοντας λοιπόν το στενό μέτωπο της Γαλιλαίας, περνάω διαδοχικά από τις παρακάτω πόλεις και ιστορικές περιοχές: Σιβάτ Χαμούρ, Μουκχάρ, Ναφ Γκινοσάρ, Μιγκντάλ, Shemona, Padeh Poriya, Zefat Beats (ναι, καλά διαβάσατε, beats), Shaladak, Bηθεσδά, στο χείλος του Ιορδάνη, Yardena, Upamat Gilad κι από το τουριστικό Bet Shouan. Περνάω επίσης κι από την αρχαία Σκητόπολη, για να καταλήξω στην Καπερναούμ.
Τα ονόματα δεν θα είχαν ιδιαίτερη σημασία, αν δεν παραστέκονταν σε αυτά σημαντικά τοπωνύμια δίπλα σε ασκητές φελλάχους, ερημίτες και βεδουίνους που έγραψαν τη συναρπαστικότερη ιστορία στον κόσμο αλλάζοντας δραματικά τη ροή της.
Πριν καταλήξω στην Τιβεριάδα όμως επιχείρησα δυο σκαρφαλώματα. Ένα στο Όρος των Πειρασμών κι ένα στον λόφο του Θαβώρ, τούτο το τελευταίο όχι από τον δρόμο που οδηγεί στην κορυφή της Μεταμόρφωσης, αλλά από το μονοπάτι του δρυμού, παρέα πάντα με ένα δροσερό αεράκι που αναμόχλευε τις κορφές των κέδρων και των κυπαρισσιών.
Μετά το βάπτισμα της δροσιάς στην κορυφή του Θαβώρ κατέβηκα τρέχοντας για την Κανά της Γαλιλαίας.
Εκεί, στην Κανά, ο Μητροπολίτης Κιλκισίας προέβη σε μια σύντομη ακολουθία για να κλείσει με το γνωστό απόσπασμα από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο: «Τω καιρώ εκείνω»…
Δεν είχε συμβεί μέχρι εκείνη την ώρα κανένα δραματικό γεγονός που να διεγείρει οποιουσδήποτε συναισθηματικούς κραδασμούς.
Μονοντούτο: Τω καιρώ εκείνω γάμος εγένετο εν Κανά… Και πήγα έστω κι απρόσκλητος…


Πλησίασα και στάθηκα όρθιος στο παραπόρτι της εκκλησιάς, παρατηρώντας τον αυλόγυρο, όταν έκαμε επιδρομή ένα ξαφνικό μπουρίνι, ίδιο με μπουκαδούρα θαλασσινή, γεμάτη αρώματα από βοτάνια της Γαλιλαίας. Ίσως να ήταν στη φαντασία μου, ίσως και να ήταν ανέμισμα ουράνιου μύρου που ερχόταν από τη μακρινή περιοχή του Ιορδάνη.
Δεν πρέπει να ήταν παρά η μεταμόρφωση ενός άγριου και συναρπαστικού ανέμου που ήξερε να μετατρέπει την ύλη σε πνεύμα δροσερό και το σώμα σε κλωνάρι λυγαριάς. Έ, αυτό το κλωνάρι του ανέμου δεν ήταν παρά ένα ριχτάρι από όγκους και επιφάνειες λαχταριστές που το σέρναν οι γυμνές πατούσες του σερπετού αέρα. Φως φανάρι πως ερχότανε για τον γάμο της Κανά.
Εδώ πρέπει να επισημάνω πως το ίδιο πρωί, πριν ξεκινήσω για την περιοχή της Γαλιλαίας, είχα σκαρφαλώσει στο Όρος των Πειρασμών που το λένε Σαραντάριο.
Είχα ξεκινήσει από τη σπηλιά του Σαραντάριου, κάτω από μια καμπύλη των βράχων οροφή, με λιγοστό φως και με όση υγρασία πότιζε την αγωνία και την προσμονή μου.
Βρέθηκα σε λίγο στην πλατιά θεωρία του Όρος των Πειρασμών, όπου ακριβώς ο Ιησούς δέχτηκε την επίθεση του Διαβόλου, για να τον δελεάσει και να τον προσεταιριστεί.
Δεν είχε καταφέρει τίποτα. Μάταιος ο αγώνας του σατανά…
*


Αλλά τώρα βρισκόμουν κιόλας στην Κανά. Καλεσμένη ή απρόσκλητη η γλυκιά ροή του ανέμου έμοιαζε με βλάμισσα που κουβαλούσε πρόσφορα για το γαμήλιο τραπέζι. Ήτανε, αν υπολογίσει κανένας τη φτιασιά της, από άλλη περιοχή της Ιουδαίας. Δεν ήταν ντόπια, από χωριό της Γαλιλαίας. Αλλά σίγουρα έμοιαζε Εβραιοπούλα, αεράτη καθώς ήταν και ξυπόλυτη, δεν ξεχώριζαν παρά μονάχα οι κορινθιακές πτυχές του χιτώνα της.
Άντε νάτανε μακρινή συγγένισσα της Σουλαμίτιδας. Απ’ τη γενιά του προφητάνακτα Δαβίδ. Ίσως κατάγονταν από τα βόρεια ή και τα ανατολικά της Παλαιστίνης, από εκεί δηλαδή που στενεύει η γη του Ισραήλ και πηγάζει τα αγιασμένα του ύδατα ο Ιορδάνης.
Η ξαφνική επιδρομή, που λέτε, παρέσυρε μερικές γλάστρες με γαρδένιες και φούλια κι ανασήκωσε κάμποσα φύλλα από τις συκομουριές της αυλής. Μετακίνησε για λίγο ως και το γλωσσίδι του ιερού πηγαδιού.
Ο άνεμος αυτός φορούσε μια πολύπτυχη εσθήτα, κλαρωτή, σχεδιασμένη προφανώς στην Ιερουσαλήμ και φορτωμένη ευωδιές του κάμπου κι εσπεριδοειδή αρώματα.
Η ευωδιά προχώρησε στο μήκος του προαύλιου και κοντοστάθηκε στην πύλη της εκκλησιάς. Μέσα λάβαινε χώρα το μυστήριο, ο οκτώηχος των ψαλτών ανέβαινε ως τον τρούλο και ο χορός σφυροκοπώντας τις άγιες εικόνες έβγαινε διχαστικός κάτω από τα κηροπήγια και τα στασίδια.
Απόθεσε ο άνεμος τη στάμνα με τα δώρα και πήγε να πάρει θέση κοντά στη Μαρία που στεφανώνονταν συμβολικά τον Ιησού της.
Ύστερα πήρε να ταξιδεύει για την Έρημο πάνω από τις κοιλάδες του Πενταχούρ και της Χόζοβας. Ώσπου έφτασε βαθιά στο φαράγγι του Πυρός, όπως το λεν οι Φιλισταίοι και χώθηκε μέσα στη χαράδρα που εκβάλλει στη Νεκρά Θάλασσα.
Έβλεπα τα φρύδια του ανέμου πως ήτανε γραμμένα με μολύβι και σχεδιασμένα από στυλίστα μικρογλύπτη. Τα χείλια του λεπτά, μικρόσαρκα, δίχως προνάρθηκα, με ρουφηχτές ραβδώσεις κι ένα ανασηκωμένο δέλτα κεφαλαίο που ρουφούσε τις λέξεις, τις διύλιζε κι ύστερα τις άφηνε να ξεραθούν στον ήλιο κάτω από τη φλεγόμενη βάτο της ψυχής του.
Όλα τα εκρηχτικά χαρίσματα της Εβραιοπούλας που κουβαλούσε στις φτερούγες του ο άνεμος δεν ήταν παρά ένας καταρράχτης που εδώ τον αποκαλούν ανεμοσούρτη, καθώς βολόδερνε στα κακοτράχαλα λαγκάδια και τις πετρώδεις ρεματιές της Ιουδαίας.
Ξεσηκωμένος – ποιος ξέρει από ποιο χέρι θεϊκό – ο άνεμος επανήλθε στον γάμο, αφού διέσχισε τη Σαμάρεια και την Ιουδαία κι ήρθε στη Γαλιλαία να πάρει αυτό που του ανήκει στο μικρό χωριουδάκι της Κανά, απρόσκλητος μουσαφίρης ενός μυστήριου «ταξιδιού».
Ο «γάμος» λοιπόν στην Κανά ήταν στο φόρτε του και όλοι οι καλεσμένοι θα συνέχιζαν το μυστήριο στο προαύλιο, μια και ήταν μερικές εκατοντάδες που δεν χωρούσαν στη στενόχωρη εκκλησιά. Τα ψωμιά και το κρασί δεν επαρκούσαν για να ικανοποιήσουν τους εκκλησιαστές.
Μέχρι να μοιραστούν τα κύπελλα από τις οινοχόες που περιείχαν το μπρούσκο κόκκινο κρασί, ο γιορταστικός ύμνος θέριεψε, αλλά λείψανε οι κουλούρες. Τότε ο άνεμος πήρε να εκχυλίζει τον μούστο του στα κύπελλα κι έκαμε νόημα στον οινοχόο να ξεχειλίζει τα ποτήρια των διψασμένων ως απάνω. Για να γιορταστεί έτσι με αίμα το αγνό θυσιαστήριο της παρθενίας και του γαμικού μυστηρίου.
Έμεινα αποσβολωμένος από όλη αυτή την ανέλπιστη ομορφιά και την ανεπιτήδευτη συρροή δωρεών του ανέμου που κυκλοφορούσε ανάμεσα στα τραπέζια ανενόχλητος και μυροδόχος.
*


Τελειώνοντας η γιορτή στην Κανά, ο άνεμος πήρε τα μπογαλάκια του και αναχώρησε, όχι όμως για πολύ ούτε για μακριά, αφού η γαμήλια πομπή τράβηξε, όχθη την όχθη, ως την Τιβεριάδα, όπου θα λάβαινε χώρα το γαμήλιο γλέντι, με όργανα δίπλα στην αρχαία πόλη της λίμνης.
Το τουμπελέκι και η φλογέρα έδιναν και έπαιρναν. Κάπου κάπου βαρούσε και κανα – τύμπανο.
Εκεί τράβηξα κι εγώ ενθουσιασμένος μια και ευελπιστούσα πως θα ξανασυναντήσω τον άνεμο στο δυτικό λιμανάκι της Γεννησαρέτ, κάτω από το καθολικό των Αγίων Αποστόλων.
Φτάνοντας ύστερα από λίγη ώρα στην Καπερναούμ πήρα το δρομάκι από το μοναστήρι προς το χείλος της λιμναίας λεκάνης για να με χτυπήσει ο αέρας, ο ευλογημένος εκείνος καταρράχτης θυσιών της υπέρτατης αξίας που ραίνει τους αμαρτωλούς κατευνάζοντας τις εξεγερμένες αισθήσεις.
Μέσα από τις πυκνές διομολογήσεις των δέντρων που χάλαγαν τον κόσμο οι φυλλωσιές τους, μπουκάρησε ο ίδιος πάντοτε άνεμος, πατώντας πάνω σε δυο δερμάτινα σαντάλια που οι δίπλες τους ανέβαιναν περιστροφικά ώς αψηλά τις γάμπες του.
Ξεφύλλισε τα κλαδιά των παραλίμνιων δέντρων κι ήρθε καταπάνω μου ζητώντας τα επίγεια ρέστα από τον ουράνιο ξεσηκωμό που μου είχε προξενήσει. Ύστερα ξεδίπλωσε τις αρετές του, αφήνοντας στην άκρη τα προσχήματα κι ήρθε να με κανακέψει στριμώχνοντάς με στην κουπαστή της αποβάθρας. Είχε μια γήινη μυρωδιά, σταλμένη από θεϊκό χάδι, μια μυρωδιά από θαλασσινά άλατα και οξείδια του θεϊκού χημείου, που και μόνον αυτά μπορούσαν να αφυπνίσουν τους νεκρούς και να κατακτήσουν πύργους κι επάλξεις απόρθητες.
Ο άνεμος κοντοστάθηκε μόνο όταν με στρίμωξε στην κόχη του ντόκου, κάτω από τον οποίο μονομιλούσε το κύμα της Τιβεριάδας.
Ήμασταν πια αιχμάλωτοι στα χέρια μιας οριακής Καπερναούμ, μιας πολιτείας αρχαίων λυγμών, στην αποβάθρα του θυσιαστηρίου, εκεί όπου το γαμήλιο γλέντι είχε αρχίσει να ξεφαντώνει κι ενόσο ο Ιησούς πήρε να χορεύει κρατώντας του το μαντήλι η Μαρία, με το τσεμπέρι, την άσπρη βολάδα και το καφτάνι με τις ωραίες δίπλες να καθαγιάζουν τα ολόλευκα πόδια της.
Το πανηγύρι τελικά συνεχίστηκε στον Ιορδάνη, στα μέρη που το Ισραήλ συνορεύει με τη γείτονα Ιορδανία, εκεί όπου ο άνεμος με οδήγησε θέλοντας να με βαφτίσει στα νάματα της νέας θρησκείας του.
Δεν είχα τίποτα πια που να με δένει με τις θρησκείες του άλλου κόσμου, αφού ο νέος Μεσσίας – άνεμος και όνομά του, ενοποιό της αγάπης και της σοφίας -, αφύπνισε τη μια και μοναδική μου πίστη, φέρνοντάς την στα όριά της, εκεί όπου σμίγει η χαρά του νεοπροσήλυτου με την ευδαιμονία του αγαπημένου.
Έτσι αντέστρεψα τις παραδοσιακές νόρμες και ιστορίες της προφητικής Διαθήκης, για να γίνει ο Ιησούς, ο βαπτιστής μου κι εγώ – ένας αμετανόητος Ιωάννης – ο αναδεξιμιός Του.

Ιούλιος του ’22

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το