Κόσμος

Ντάιντο Μπελ: Η πρώτη αφρικανικής καταγωγής ευγενής της Βρετανίας

bell

Το παράξενο με την Ντάιντο Μπελ δεν είναι ότι είχε αφρικανική καταγωγή, αλλά ότι μεγάλωσε σε αριστοκρατικό περιβάλλον της Βρετανίας σε μία εποχή που το δουλεμπόριο άνθιζε ακόμα στη χώρα. Η ιστορία της πρώτης μαύρης αριστοκράτισσας γίνεται γνωστή μέσω μιας κινηματογραφικής ταινίας.

Ο πατέρας της, ο 24χρονος ναύαρχος Τζον Λίντσεϊ πήρε την Μπελ στην Αγγλία και ζήτησε από την οικογένειά του να την αναθρέψει.

Η Μπελ γεννήθηκε το 1761 και μεγάλωσε στην έπαυλη Κένγουντ στο βόρειο Λονδίνο από τον θείο του Τζον Λίντσεϊ, τον κόμη του Μάνσφιλντ που ήταν ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας.

Ο κόμης έλαβε μία σειρά ιστορικών αποφάσεων που θα άνοιγαν τον δρόμο για την κατάργηση της δουλείας στη Μεγάλη Βρετανία. Πολλοί σύγχρονοί του τον κατηγορούσαν ότι οι αποφάσεις του επηρεάζονταν από το γεγονός ότι στο σπίτι του ζούσε η Μπελ.

Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν τόσο εύκολα για την ίδια την Μπελ. Αν και απολάμβανε πολλά προνόμια (όσον αφορά το επίδομά της, την εκπαίδευση και τον ρουχισμό της) και μεγάλωνε σε ένα αριστοκρατικό περιβάλλον, η θέση της στο σπίτι των Μάνσφιλντ ακολουθούσε ένα συγκεκριμένο τυπικό.

Ο Ουίλιαμ Μάρεϊ, απόγονος του κόμη, δηλώνει ότι η οικογένεια «συμπεριφερόταν στην Ντάιντο, όπως σε όλα τα υπόλοιπα μέλη της -όταν ήταν μόνοι τους. Εκεί που η κατάσταση γινόταν αμήχανη ήταν όταν έρχονταν καλεσμένοι».

Όπως αναφέρει η Telegraph, η Μπελ θεωρείτο ότι δεν μπορούσε να γίνει υπηρέτρια εξαιτίας της αριστοκρατικής καταγωγής της, αλλά ήταν και πολύ διαφορετική για να ανήκει στην ανώτερη τάξη. Όταν το σπίτι των Μάνσφιλντ φιλοξενούσε καλεσμένους η Ντάιντο δεν μπορούσε να τρώει με την οικογένεια.

Ο Τόμας Χάτσινσον, πρώην κυβερνήτης της Μασσαχουσέττης που είχε επισκεφθεί το σπίτι των Μάνσφιλντ τον Αύγουστο του 1779 έγραψε στο ημερολόγιό του: «Μία μαύρη ήρθε μετά το δείπνο και κάθισε με τις κυρίες. Μετά τον καφέ, περπάτησε με την συντροφιά στους κήπους, με μία από τις νεαρές κοπέλες να της κρατάει το χέρι. […] Δεν είναι ούτε όμορφη, ούτε ευγενική -είναι αρκετά αυθάδης».

«Γνώριζα την ιστορία της από παλιά» συνεχίζει ο Χάτσινσον. «Ο Σερ Τζον Λίντσεϊ έχοντας συλλάβει τη μητέρα της σε ένα ισπανικό σκάφος, την έφερε στην Αγγλία όπου γέννησε αυτό το κορίτσι, το οποίο φροντίζει ο Λόρδος Μ. και λαμβάνει εκπαίδευση από την οικογένειά της. Την φωνάζει Ντάιντο, που φαντάζομαι είναι το μοναδικό όνομα που έχει».

Ο πατέρας της και η μητέρα της, Μαρία Μπελ, δεν παντρεύτηκαν ποτέ αν και διατήρησαν σχέση για αρκετά χρόνια. Αντίθετα με τα όσα βλέπουμε στην ταινία Belle, η μητέρα της δεν πεθαίνει όταν η Μπελ ήταν μικρή, αλλά έλαβε την ελευθερία της και μία σημαντική κληρονομιά από τον Σερ Τζον Λίντσεϊ.

«(Ο Λόρδος) γνωρίζει ότι τον κατηγορούν επειδή της δείχνει αδυναμία» παρατηρεί ο Τ.Χάτσινσον και αναφέρεται σε μία υπόθεση του Μάνσφιλντ. «Πριν από λίγα χρόνια υπήρξε μία υπόθεση για έναν μαύρο που διεκδικούσε την ελευθερία του. Ερωτηθείς ένας ιδιοκτήτης φυτείας στη Τζαμάικα σχετικά με το ποια θα ήταν η απόφαση του Μάνσφιλντ, είπε: “Σίγουρα θα αφεθεί ελεύθερος, καθώς ο Λόρδος Μάνσφιλντ έχει μία μαύρη στο σπίτι του αφεντεύει τον ίδιο και ολόκληρη την οικογένειά του”».

Όντως, ο Μάνσφιλντ τον άφησε ελεύθερο, λέγοντας: «Η κατάσταση της σκλαβιάς είναι τόσο απεχθής που τίποτα δεν μπορεί να βρεθεί να την υποστηρίξει».

Η σχέση της Μπελ με τον Λόρδο Μάνσφιλντ ήταν πράγματι πολύ στενή. Πολλές φορές εκείνος της υπαγόρευε της επιστολές του -η Μπελ έκανε πολύ όμορφα γράμματα-, ενώ όπως γράφει ο Χάτσινσον στο ημερολόγιό του: «Ο Λόρδος την καλούσε κοντά του συνεχώς για το ένα και για το άλλο και εκείνη έδινε μεγάλη προσοχή σε όλα όσα εκείνος έλεγε».

Η ιστορία της Μπελ έγινε γνωστή μέσα από έναν πίνακα. Πρόκειται για ένα διπλό πορτρέτο που δείχνει την Μπελ και την εξαδέλφη της, Ελίζαμπεθ Μάρεϊ, οι οποίες μεγάλωσαν μαζί. Το πορτρέτο κρεμόταν στο Κένγουντ και σήμερα βρίσκεται στο προγονικό σπίτι του Λόρδου Μάνσφιλντ στη Σκωτία.

Για πολλά χρόνια ο πίνακας έγραφε μόνο «Ελίζαμπεθ Μάρεϊ» – το όνομα της ξαδέλφης της Μπελ. Όταν ένας επισκέπτης ρώτησε ποια ήταν η νεαρή κοπέλα δίπλα της, η οικογένεια άρχισε να ψάχνει βαθύτερα.

Ο πίνακας ήταν η αιτία που γυρίστηκε και η ταινία. Η σεναριογράφος Μισάν Σαγκάι θυμάται: «Αισθάνθηκα θαυμασμό βλέποντας αυτό το μαύρο κορίτσι να κοιτάζει τον θεατή».

Στο επίκεντρο της ταινίας Belle, βρίσκεται η σοκαριστική υπόθεση Ζονγκ. Το 1781 ένα πλοίο που μετέφερε σκλάβους πέταξε στο νερό 132 από αυτούς, οι οποίοι πνίγηκαν. Οι ιδιοκτήτες του πλοίου ισχυρίστηκαν ότι το πλοίο είχε ξεμείνει από νερό και ότι ήταν απαραίτητο να «θυσιαστούν» μερικοί σκλάβοι για να σωθούν οι υπόλοιποι επιβαίνοντες.

Οι ιδιοκτήτες ζήτησαν από τις ασφαλιστικές εταιρείες αποζημίωση για το ανθρώπινο φορτίο. Το ζήτημα πάνω στο οποίο είχε κληθεί να αποφασίσει ο Λόρδος Μάνσφιλντ ήταν εάν οι σκλάβοι δολοφονήθηκαν από «αναγκαιότητα» ή εάν αρρώστησαν, κρίθηκαν «άχρηστο φορτίο» και δολοφονήθηκαν για να λάβει η εταιρεία την αποζημίωση. Τελικά, οι ιδιοκτήτες εγκατέλειψαν τη διεκδίκηση για αποζημίωση, εν μέσω κατακραυγής.

Αν και η Μπελ ήταν οικονομικά ανεξάρτητη -είχε κληρονομήσει ένα ποσό από τον Λόρδο Μάνσφιλντ και τον πατέρα της Σερ Τζον Λίντσεϊ- παντρεύτηκε τον Τζον Νταβίνιερ.

Στην ταινία ο Τζον είναι φιλόδοξος δικηγόρος, στην πραγματικότητα ήταν επιστάτης και γιος του εφημέριου της περιοχής όπου ζούσε η Μπελ.

Η Μπελ έκανε τρία παιδιά και πέθανε σε ηλικία 41 ετών.

πηγή www.in.gr

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το