Πολιτισμός

Νάσια Διονυσίου: Σήμερα προσβάλλεται περισσότερο το δικαίωμά μας στην ελπίδα

 

Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε το 1979 στη Λευκωσία. Σπούδασε Νομική και Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και εργάζεται στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο «Περιττή ομορφιά» (Το Ροδακιό, 2017), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας της Κυπριακής Δημοκρατίας και περιλήφθηκε στη Μικρή Λίστα των Βραβείων «Ο Αναγνώστης», στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος στην Πεζογραφία». Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα σερβικά (Treći Trg, Βελιγράδι, 2021) και έχει παρουσιαστεί στο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Πρώτου Πεζογραφήματος Βουδαπέστης (2019) στο Φεστιβάλ Ποίησης και Βιβλίου Βελιγραδίου (2021).
Η νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2021 από τις εκδόσεις Πόλις, είναι το δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως.

Συνέντευξη ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΜΑΛΙΣΣΟΒΑ

Τι είναι ένας κάμπος, ο τίτλος του βιβλίου σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
«Κάμπους» είπαν οι Κύπριοι τα στρατόπεδα (camps) που δημιουργήθηκαν επί Αγγλοκρατίας στην Αμμόχωστο και στα οποία κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες, επιζώντες του Ολοκαυτώματος, που είχαν ανακοπεί από τους Βρετανούς στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Παλαιστίνη, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πριν την ίδρυση του Ισραήλ. Η νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος» αποτελεί μια λογοτεχνική εξιστόρηση αυτού του γεγονότος, με κεντρικό αφηγητή έναν δημοσιογράφο που παίρνει άδεια να εισέλθει στα στρατόπεδα και να καταγράψει τις συνθήκες και τα αιτήματα των κρατουμένων. Ταυτόχρονα, ο δημοσιογράφος προσπαθεί να ανιχνεύσει τι σήμαιναν για τους ανθρώπους αυτούς οι ναζιστικές θηριωδίες και πώς μπορεί η γλώσσα κι η μνήμη να συλλάβουν το πιο ακραίο κακό που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Στον ρεαλισμό της ιστορίας παρεμβαίνει η παραισθησιακή εμφάνιση του ποιητή Πάουλ Τσέλαν και η ανασύσταση του πολύ γνωστού ποιήματός του, η «Φούγκα του θανάτου».
Ταυτόχρονα, την κεντρική αφήγηση διακόπτουν τρεις παράλληλες ιστορίες, τοποθετημένες σε ίδιο τόπο και χρόνο, στις οποίες δίνεται ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στο ανθρώπινο αποτύπωμα της Ιστορίας. Στις δύο από αυτές τις ιστορίες η γλώσσα ταλαντεύεται μεταξύ της ελληνικής και της κυπριακής παραλλαγής της, ενώ στην τρίτη παρεμβάλλονται στίχοι από ένα σεφαραδίτικο παραδοσιακό τραγούδι, που αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της Θεσσαλονίκης, όπου κατοικούσαν κυρίως Εβραίοι.
Θα ήθελα, επίσης, να σημειώσω ότι για τη σύνθεση των ημερολογιακών εγγραφών και τη διαμόρφωση του ύφους του αφηγητή καθοδηγήθηκα από τις Μέρες, καθώς και την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, θέλοντας να αποτίσω τιμή στον δημιουργό, ο οποίος μνημόνευσε κι αγάπησε τον κόσμο της Κύπρου.

Υπάρχουν πολλές ιστορικές συγκυρίες, κατά τις οποίες η ανθρωπότητα έχει δείξει το πιο απάνθρωπο πρόσωπό της, όπως και στις συγκυρίες που αναφέρετε στο βιβλίο σας. Ποιο ήταν, ωστόσο, το βαθύτερο, προσωπικό σας ερέθισμα για να καταγράψετε όσα καταγράψατε;
Σίγουρα πρωταρχική μου πρόθεση ήταν να φωτίσω τη λησμονημένη ιστορία των εβραϊκών στρατοπέδων της Αμμοχώστου, η οποία όχι απλώς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κυπριακής ιστορίας, αλλά και μας συνδέει με την ευρύτερη ευρωπαϊκή ιστορία και την ιστορία του εβραϊσμού. Προσπάθησα, επίσης, να δω πώς εκείνα τα γεγονότα συνομιλούν με το τώρα κι αυτή, ιδίως, την αδιάκοπη εναλλαγή ρόλων μέσα στα γυρίσματα της ιστορίας – πώς από γηγενείς γινόμαστε πρόσφυγες, από ριζωμένοι εκδιωγμένοι, από διώκτες διωκόμενοι – καθώς και τι μπορεί να σημαίνει το να χάνει κανείς τον τόπο του, όταν ο τόπος δεν αποτελεί μια απλή γεωγραφική συντεταγμένη, αλλά το άθροισμα όσων συνθέτουν την ατομική και κοινωνική μας ταυτότητα. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό το οποίο θέλησα να πραγματευτώ ήταν την απόκριση του ανθρώπου στις δυνάμεις του κακού – ποιες είναι οι αντιστάσεις μας και ποια τα προσωπικά μας αναχώματα απέναντι στο μίσος, την τυφλότητα, τον φόβο ή την αδιαφορία.

Εργάζεστε στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ποιο ανθρώπινο δικαίωμα βλέπετε ότι καταστρατηγείται περισσότερο στις μέρες μας;
Νομίζω πως αυτό που προσβάλλεται περισσότερο είναι το δικαίωμά μας στην ελπίδα – στην ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί κάποτε να γίνει δικαιότερος και πιο ανθρώπινος, χωρίς ανισότητες, με κατοχυρωμένη την ευημερία και την αξιοπρέπεια, με εμπεδωμένη την ειρήνη και την αλληλεγγύη και με προστατευμένο το περιβάλλον και την ομορφιά, ώστε να υπάρχει ουσιαστικά χώρος, αλλά και νόημα, στην άσκηση των ατομικών μας ελευθεριών και στο ξεδίπλωμα των ευαισθησιών και της δημιουργικότητάς μας.

Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Το να μπορείς να μπαίνεις στη θέση του άλλου ή ακόμη καλύτερα να καταλαβαίνεις πως ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθείς εσύ στη θέση του άλλου ή και πως ανά στιγμές εσύ ο ίδιος είσαι ο «άλλος», αφού φέρεις δυνητικά τον «άλλο» μέσα σου. Νιώθω πως μια τέτοια συνειδητοποίηση μπορεί να μας οδηγήσει σε μια βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων, σε μεγαλύτερη επιείκεια, σε κάποιου είδους «ευρυχωρία», σε λιγότερο «στέγνωμα της αγάπης» και της καλοσύνης. Κι αν είναι κάτι που θεωρώ πως κάνει η λογοτεχνία, πέρα από το να μας χαρίζει αισθητικές απολαύσεις, είναι αυτό ακριβώς: Να υπενθυμίζει τη φύση των ανθρώπων και την κοινή τους μοίρα – τους κοινούς πόνους, τις κοινές χαρές, τις θαυμαστές δυνατότητες και τις αρχέγονες αδυναμίες, την κοινοτυπία και την επανάληψη του κακού, την ενοχή και την ευθύνη, τη μοναξιά, τη ματαιότητα και τη θνητότητά μας.

Το πρώτο σας βιβλίο, με τίτλο Περιττή ομορφιά (Το Ροδακιό, 2017), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος/Νουβέλας, καθώς και άλλες διακρίσεις. Ήταν για εσάς ερέθισμα για να συνεχίσετε τη συγγραφική δραστηριότητα;
Γράφω επιζητώντας να ταυτίσω την ομορφιά της γλώσσας και της αφήγησης με την αποκάλυψη κάποιου νοήματος, έχοντας ταυτόχρονα την ανάγκη ενός συνομιλητή – κάποιου που θα πάρει τις λέξεις μου και θα μου δώσει το χέρι του, για να δανειστώ από τον ποιητή. Το γεγονός πως το πρώτο μου βιβλίο κατάφερε να διακριθεί, αλλά και να συνομιλήσει με έναν απροσδιόριστο αριθμό αναγνωστών και αναγνωστριών, ήταν πράγματι για εμένα κάτι το ενθαρρυντικό – ένα μήνυμα πως μέσω της γραφής μπορώ να συν-κινώ και να συν-κινούμαι. Συνεχίζω, λοιπόν, να γράφω για τη χαρά αυτής της συνάντησης κι αυτής της συνύπαρξης, αλλά και γιατί, όπως λέει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου «Τι είναι ένας κάμπος», καμιά φορά σκέφτομαι πως ο Θεός έβαλε την πένα στα δάχτυλά μου για να μη μείνει τέλεια ανόητο το πέρασμά μου από τον κόσμο.

Τι θεωρείτε εξέλιξη σε έναν λογοτέχνη;
Το να μπορεί ολοένα να ξεφορτώνεται τα περιττά και συγχρόνως να κατακτά την αθωότητα, την ειλικρίνεια και την απλότητα των παιδιών, ώστε να κατορθώνει να ξαναζωντανεύει εικόνες, ιδέες και σκέψεις που έμοιαζαν μέχρι εκείνη τη στιγμή υπνωτισμένες, φθαρμένες, κοινότυπες, δίχως σημασία.

Ποιοι είναι οι δικοί σας αγαπημένοι συγγραφείς;
Οι ποιητές, οι πεζογράφοι και τα βιβλία που αγαπώ περισσότερο είναι εκεί όπου επιστρέφω ξανά και ξανά: Στον Σαίξπηρ, την Ντίκινσον και τον Σεφέρη, στον Ντοστογιέφσκι, τον Τσέχοφ και τη Γουλφ, στο Φθινόπωρο του πατριάρχη του Μάρκες, την Πανούκλα του Καμύ, την Αθανασία του Κούντερα, τους Χρόνους του σώματος του Ντελίλο, το Πόλεμος και πόλεμος του Κρασναχορκάι. Θαυμάζω, ταυτόχρονα, τους σύγχρονούς μου συγγραφείς, που παρότι γνωρίζουν, όπως κι εγώ, πως όλα έχουν ειπωθεί, παλεύουν να (βρουν τον τρόπο να) καταθέσουν τη δική τους εκδοχή ή αλήθεια.

Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Τη Δοκιμασία (εκδ. Καστανιώτη) της Γερμανίδας Τζέννυ Έρπενμπεκ και το Confiteor (εκδ. Πόλις) του Καταλανού Ζάουμε Καμπρέ. Πρόκειται για δύο βιβλία που, καθώς ξετυλίγουν τη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης, επαναφέρουν διαρκώς το ερώτημα περί της φύσης του «κακού» και περί της ατομικής και συλλογικής ενοχής και ευθύνης. Είναι, ταυτόχρονα, δύο βιβλία που χρησιμοποιούν εξαιρετικά έξυπνες αφηγηματικές τεχνικές, με τη μεν Έρπενμπεκ να χτίζει την πλοκή της με άξονα τη διαδρομή μέσα στον χρόνο ενός σπιτιού κτισμένου στη λίμνη του Βρανδεμβούργου, και τον δε Καμπρέ να ακολουθεί, με έναν ιδιαίτερα περίτεχνο και μη γραμμικό τρόπο, την πορεία ενός βιολιού Στοριόνι και μαζί τις αποτρόπαιες πράξεις ή τις μοιραίες παραλείψεις των πρωταγωνιστών της Ιστορίας και των επιμέρους μικρο-ιστοριών. Είναι δύο βιβλία που απόλαυσα και που ζήλεψα τόσο για τον πλούτο του περιεχομένου και των νοημάτων τους, όσο και για την αφηγηματική πρωτοτυπία και τη μουσικότητά τους.

Ήταν για εσάς η περίοδος της πανδημίας γόνιμη συγγραφικά και αναγνωστικά;
Ήταν μια περίοδος που είχα μεγαλύτερη άνεση χρόνου και λιγότερους περισπασμούς και γι’ αυτό την αξιοποίησα για να ολοκληρώσω το νέο μου βιβλίο, για το οποίο είχα ήδη συλλέξει και μελετήσει το πραγματολογικό υλικό κι είχα συνθέσει τη βασική δομή του. Δεν είμαι σίγουρη, ωστόσο, εάν θα μπορούσα εκείνη την περίοδο να συλλάβω και να αναπτύξω εξ υπαρχής μια νέα ιδέα, αφού τα γεγονότα που ζήσαμε ήταν τόσο πρωτόγνωρα κι η αβεβαιότητα τόσο έντονη που είχα διαρκώς την αίσθηση πως μου επιβαλλόταν ένας εξωγενής ρυθμός, άλλοτε αγωνιώδης και άλλοτε ράθυμος, που με εμπόδιζε να επικεντρωθώ στις δικές μου συγγραφικές αναρωτήσεις.

Ασχολείστε με τη συγγραφή κάποιου νέου βιβλίου;
Ακόμη είναι νωρίς. Παρόλο που με γυροφέρνουν κάποιες ιδέες, τις οποίες προσπαθώ να προσεγγίσω σιγά-σιγά και να εξοικειωθώ μαζί τους, δεν έχω μέχρι στιγμής αποκοπεί από το «Τι είναι ένας κάμπος» και από το ενδιαφέρον μου για την πορεία και την πρόσληψή του. Βιώνω, επομένως, αυτό το διάστημα ως μια αναγκαία «αγρανάπαυση», ώστε να μπορώ στη συνέχεια με νηφαλιότητα και αφοσίωση να αναμετρηθώ ξανά με τις λέξεις και τις ιστορίες.

 

 

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το