Θ Plus

Κάτω Μεριά Αμοργού – Το θαύμα της αρχαίας Αρκεσίνης

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

Α’ Μέρος
Το μεγαλείο ενός επιβλητικού τόπου
Ο Παρασκευάς είναι ο επίσημος αρχαιοφύλακας της Αμοργού. Όλη μέρα γυρίζει από τόπο σε τόπο. Φροντίζει τα μνημεία και εισάγει στα μυστήρια της αρχαίας Αμοργού. Μένει στην Αρκεσίνη, όπου η μητέρα του διατηρεί μια ταβέρνα δίπλα ακριβώς από τον Πύργο της Αγίας Τριάδας. Σε αυτόν τον Πύργο χτυπάει η καρδιά της αρχαίας Αμοργού. Είναι το ωραιότερο και θεαματικότερο φυσικό μνημείο του νησιού που αποκάλυψε την ταυτότητα της αρχαϊκής του κληρονομιάς.
Η αρχαία Αρκεσίνη εξάλλου βρίσκεται σε μια υπερυψωμένη θέση φυσικού οχυρώματος, που δίνει αμέσως την εντύπωση αρχαίας ακρόπολης, καθώς αποτελείται από έναν απομονωμένο επιβλητικό ψηλόβραχο της απόλυτης φυσικής προστασίας λίγα μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Η προσέγγιση γίνεται από το χωριό Βρούτση με κατηφορικό στρατί, ειδικά σχεδιασμένο από τα αρχαία χρόνια, με μεσαιωνικό τείχος, πλάκες διάβασης και προοδευτική θεαματική αποθέωση προς το ανοιχτό πέλαγος.
Η αρχαία Αρκεσίνη τοποθετείται σε αυτόν τον λόφο, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Καστρί και θεωρείται ως η μια από τις τρεις νευραλγικότερες περιοχές της Αμοργού με την πιο «βεβαρημένη» θέα από όλα τα ιστορικά μπαλκόνια του Αιγαίου.

 

Η παραλία της Γραμβούσας

Από τους περισσότερους αρχαιολόγους – ανασκαφείς χαρακτηρίζεται ως ακρόπολη λόγω και της αμυντικής θέσης που κατέχει ο οχυρωμένος λόφος και χρονολογείται από την περίοδο της Κυκλαδικής εποχής (4η χιλιετία π.Χ.) ως αποικία των Ναξίων.
Προβληματική είναι η σχέση της ακρόπολης αυτής, σύμφωνα και με τη δραστήρια ανασκαφέα – αρχαιολόγο της Αμοργού Λίλα Μαραγκού (δουλεύει συνεχώς στην περιοχή της Κάτω Μεριάς Αμοργού από το 1985), με την ακρόπολη της Αγίας Τριάδας, που προαναφέραμε ως το πιο εντυπωσιακό δείγμα αρχαίας οχύρωσης στο νησί, το καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, διατηρημένο απομεινάρι αρχαίας εποχής σε όλο το Αιγαίο.
Και τούτο διότι οι πληροφορίες λένε πως ο σωζόμενος «Πύργος» της Αγίας Τριάδας, που δίνει με την πρώτη ματιά την εντύπωση οχυρωμένης ακρόπολης, να ήταν ενδεχομένως οικία κάποιου εύπορου Αμοργιανού, ο οποίος χρησιμοποίησε τεράστιους ογκόλιθους και άλλους ειδικά επεξεργασμένους, κυκλώπειων διαστάσεων, μεγαλιθικούς κυβόλιθους ντόπιας εξόρυξης, για να χτίσει έναν πελώριο ορθογώνιο πύργο που μοιάζει με τείχη αρχαίας ακρόπολης.
Το επιβλητικό αυτό μνημείο του 4ου π.Χ. αιώνα προβληματίζει με τη θέση του, αλλά και τη σχέση που μπορεί να έχει με τη βασική ακρόπολη του Καστριού, καθώς και με τη χρησιμότητα ή τον ρόλο που μπορεί να έπαιξε στην εποχή που κατασκευάστηκε. Η απόσταση δε του ενός από το άλλο αρχαίο μνημείο της Κάτω Μεριάς Αμοργού είναι αρκετά μεγάλη.
*
Κατηφορίζοντας με την Άννα, τη φωτογράφο του Ελληνικού Πανοράματος, το εκπληκτικό αρχαίο καλντερίμι της Αρκεσίνης, μας αποκαλύπτονται σκηνές και θεάματα απείρου κάλλους, καθώς πατούμε απάνω στις βραχόπλακες που με τόση αρχιτεκτονική σοφία τοποθετήθηκαν κάποια κρίσιμη εποχή, για να διευκολύνουν το κατέβασμα από το εσωτερικό της Αμοργού στη βάση του οχυρού λόφου, από την οποία θα χρειαστεί επίπονος, δύσκολος – και αποτρεπτικός για τους αρχαίους πειρατές της Μεσογείου – ανήφορος, ο οποίος γίνεται από επεξεργασμένη βραχόσκαλα, ανάμεσα από τα φυσικά όρθια τείχη του λόφου.
Η περιπέτεια της κατάβασης στα ριζά του οχυρού από τον Οικισμό Βρούτση και της ανάβασης στο πλατό της κορυφής του, που απαιτεί συνολικό χρόνο περίπου μιάμιση ώρα, αποζημιώνει τις αισθήσεις του πεζοπόρου και ερευνητή της αρχαίας Αμοργού ανεβάζοντάς τις στο πιο υψηλό βάθρο της εκστατικής απόλαυσης.
Αρκεσίνη λοιπόν κι όποιος αντέξει στις πανίσχυρες κακουχίες των εκπλήξεων…

Β’ Μέρος
Ταξίδι στην κοντινή Γραμβούσα
Ονειρευόμουνα μια γη αποκολλημένη από τη στεριά, που να τη χωρίζει ένα γυριστό στενό κι ένας ουρανός σφοντύλι να τη στεφανώνει.
Ονειρευόμουνα για γη με βότανα σπαρμένη, λιθάρια φτενά, βράχια κοφτά και μικρές απλωτές αγκαλιές. Και καβάντζες για μοναχικούς εραστές.
Ονειρευόμουν δηλαδή μια άγνωστη Γραμβούσα που θάχε ξεκολλήσει απ’ την Αμοργό και του λοιπού θα ζούσε στη μοναξιά των δικών της σφυγμών κάτω από ένα φως περατό και ακατάπαυτο, δουλεμένο στα γρανάζια του μαγιάτικου τυφώνα.
Και το όνειρο πήρε λίγη σάρκα και πολλά οστά μέσα σε ελάχιστες κι ανεπεξέργαστες προθέσεις.
Ο Μάριος νετάριζε τα δίχτυα του πατέρα του στην Καλοταρίτισα πλένοντας συνάμα το γαλάριο βαρκάκι του που χωρούσε δε χωρούσε τρεις νοματαίους δίχως τις σκιές τους.
Ετοιμαζόταν να πλεύσει στη Γραμβούσα για να ρίξει μια βουτιά στα γαλάζια όνειρα του Αιγαίου, μακριά από τις ραγισμένες φωνές των ανθρώπων που σπάνε την κρούστα της αμοργιανής ευλογίας.
Και μας πήρε μαζί του δίχως άλλη κουβέντα.
Και πλεύσαμε ίσαμε τις ακτές και τους κάβους της Γραμβούσας, μόνοι μέσα σε ένα πανδαιμόνιο πλοηγικής γαλήνης, ύστερα από μισό περίπου μίλι θαλασσινή πορεία.

Το ναυάγιο της Καλοταρίτισας

*
Ο πρώτος κάβος αντιγύρισε το σύμπαν. Η πρώτη μεγάλη αμμουδιά αποκατέστησε τη σχέση αρμονίας των θαλασσινών στοιχείων, γαλήνης και ισορροπίας της θαλασσινής ψυχής. Κι η πρώτη κατάλευκη κουκίδα της στεριάς, μια νυφούλα Παναγιά στη ράχη της χερσόνησος, ενέδωσε στο άγγιγμα των μυστηρίων ετούτης της χαλκόφαιης γης που ζει τον ύπνο του δικαίου πανηγυρίζοντας την απελευθέρωσή της από την Αμοργιανή κατοχή, μέσα σε ένα καθεστώς απόλυτης αυτονομίας και ανεξάρτητης ζωής.
Η Γραμβούσα δεν έχει τίποτα άλλο να δώσει. Παρά μόνο λίγα εκτάρια από σκυμμένες πλεξούδες βοτάνων, ματσάκια χλωρής αξεχώριστης βλάστης και λίγες καβάντζες ζωής.
Κι όμως! Το θυμάρι, ο σχίνος, η αστοιβή, η αγρανιά, η γαλατσίδα και το σφοντύλι, φτάνουν και περισσεύουν για να γιομίσει ο κόσμος όλος αδιατίμητες συμπυκνωμένες αξίες που ξεπερνούν τον μέσο όρο της χρηματιστηριακής ισοτιμίας της ζωής, καθώς εδώ στη Γραμβούσα δεν θα βρεις παρά μόνο το πολλαπλάσιο ανταλλακτικό της τίμημα.
Και η βουτιά, αρχές του Μάη, στα γαλανά υπόκωφα νερά της παράδεισος παίρνει άλλες διαστάσεις και γίνεται βουτιά στο χρυσωρυχείο μιας ζαφειρένιας πλουμιστής σκέψης…
*
Για να πάει κανείς στη Γραμβούσα θα περάσει από την Αρκεσίνη, τον πλούσιο κάμπο της Κολοφάνας και τον οικισμό της Καλοταρίτισας. Ένα αχνό μονοπάτι κατεβάζει σε δέκα λεπτά στον κλειστό όρμο του Λίβερου, όπου είναι προσαραγμένο ένα παλιό ναυάγιο κομμένο στα δύο που μολύνει με τη σκουριά του τη θάλασσα, αλλά αποτελεί για πολλούς εικαστικό θέμα.
Συνεχίζοντας για άλλα 1.800 μέτρα φτάνεις στον γυροκλεισμένο γιαλό της Καλοταρίτισας, όπου αρκετοί καραβομαραγκοί και τεχνίτες περιποιούνται, καλαφατίζουν κι ανανεώνουν τη θητεία των όμορφων σκαριών τους.
Λίγα αρμυρίκια, πολλά χρωματιστά δίχτυα και μια εκτεταμένη αμμουδιά συνθέτουν τον προστατευμένο όρμο της Καλοταρίτισας, πίσω από τον οποίο διακρίνεται, σε μικρή απόσταση, ο εύσωμος όγκος της Γραμβούσας με δορυφόρους τις όμορφες βραχονησίδες Ψαλίδα και Φελούκα.

Ο πύργος του 4ου αιώνα π.Χ. της Αγίας Τριάδας στην Αρκεσίνη

Γ’ Μέρος
Στο τυροκομειό της Κολοφάνας
Ο Κώστας Νομικός είναι ένας νταβραντισμένος πενηντάρης με τρεις τσούπρες κι έναν κανακάρη που ζει στην Κολοφάνα της Κάτω Μεριάς.
Θέλει νάχεις φαρδιά αντίληψη κι ο Κώστας φοράει φαρδιά βράκα, και φαρδύ ζουνάρι για να συγκρατεί την αγαθή ψυχή του, μα και την αντίληψη φαρδιά την έχει, πλατύτερη από όλων των συμβασιούχων της κοινής ζωής.
Έτσι ο Κώστας της Κολοφάνας ζει σε ένα μοναχικό σπιτάκι μέσα στον κάμπο της Κάτω Μεριάς Αμοργού, με την κυρά του και τα τέσσερα κοπέλια του (ένα αρσενικό και τρία θηλυκόπουλα).
Ο Κώστας είναι τυροκόμος! Και κάθε πρωί αρμέγει, καζανεύει, βράζει, ανακατώνει, πήζει, τυροβολεί, ζει και πεθαίνει από το γάλα και μέσα στο γάλα, ξαναζώντας από τα τυροβόλια που θα θητέψουν στο κρεμαστάρι για κανα δυο εβδομάδες, ώσπου σφίξουν και νάναι έτοιμα για βρώση…
Οχτώ η ώρα το πρωί ήμασταν στο καλυβάκι του άνω δεξιά της Κολοφάνας, στην Κισσαροπά, με τις κόρες του παρούσες και τον ίδιο να εκτελεί τη χειρομάστεψη των κατσικιών του.
Το άρμεγμα (αμολγός στην αρχαία γλώσσα, εξ ου κι η Αμοργός) ακολουθεί το βράσιμο στο μεγάλο καζάνι, το ανακάτεμα με τον ταράχτη, το πήξιμο με την πιτιά που θα ρίξει μέσα στο γάλα, το τυροβόλισμα για να στεγνώσει, το ανθόγαλο που θα βγάλει, το φρέσκο, η χλωρή μυζήθρα, η μαλάκα, το αξίαλο κι ανάλογα με το τι θέλει (γιαούρτι ή κεφαλοτύρι) θα τουλπανιάσει μια ποσότητα μεταφέροντάς τη με το αγγλούπι (μισή κομμένη κολοκύθα σαν είδος μεγάλης κουτάλας) στα τυροβόλια (θήκες από πλεγμένα βούρλα), για να πήξουν πλιότερο.
Έξω στη στάνη μάς δείχνει το τυρόσκαμνο, μια μεγάλη τριγωνική λίθινη πλάκα με μικρό στόμιο, από όπου φεύγουν τα νερά ή το γάλα και εξηγώντας μας γι’ αυτό, μας πετάει και ένα αμοργιανό στιχάρι σαν κρητική μαντινάδα:
«Στο τυρόσκαμνο απάνω γιο και κόρη θα σου κάνω»…
Ο Κωσταντής, ο τυροκόμος, ο γελούμενος συμπυκνωτής της άξιας ζωής στην Κολοφάνα, ζει με όλα τα καλά του τιμώντας ιδιαίτερα τη Γαλακτοτροφούσα Παναγιά που του τάδωσε όλα για να ευτυχεί γελούμενος σ’ αυτόν εδώ τον πλούσιο κάμπο της Κάτω Μεριάς Αμοργού…

Αμοργός 3 του Μάη 2021

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το