Άρθρα

Η καταγωγή της ποίησης -Tο φως της Ιωνίας

Του Κυριάκου Παπαγεωργίου

«Στις φλογισμένες στράτες δεν απόστασες…
Για μαγεμένες μέρες μη μιλάς…»
Tζαίημς Τζόϋς

Διαθέτουμε μια αυθεντική κι απαράμιλλη γλώσσα, τη γλώσσα του φωτός, τη γλώσσα των συμβόλων δηλαδή, που όμως δεν την αφουγκραζόμαστε. Την ψηλαφίζουμε, μα δεν την υιοθετούμε.
Το ελληνικό, θέλω να πω το ιωνικό φως, όχι αυτό που έρχεται από τη δύση, μα το άλλο, το αρχέγονο και οραματικό φως, της ανατολής, είναι ένα άκρως δραματικό στοιχείο, πρωτεϊκό θα έλεγα, που για αιώνες έμεινε ανεκτέλεστο μα και ανεκμετάλλευτο, μια και δεν είχαν αποκαλυφθεί εκείνα τα διορατικά μυαλά που θα το αποτύπωναν, αφού πρώτα το αφομοιώσουν, προκειμένου να ανασκαφεί το υπέδαφος της ανθρώπινης ψυχής.
Πουθενά στον κόσμο δεν αποτυπώθηκε με τόση ενάργεια η αρμονία και το άσπιλο φως της ψυχής μαζί με το πνεύμα.
Μιλώ για το φως που κατοίκησαν οι πρώτοι γενναίοι στοχαστές της ανθρώπινης περιπέτειας, που το μεταποίησαν σε ιδέα και πήραν όση από τη λάμψη του χρειάστηκε για να εμπεδώσουν στους αιώνες, τη δροσιά που είχε ανάγκη ο ανθρώπινος νους, ώστε να δραπετεύσει από τα έγκατα της ύλης.
Ο ήλιος και η θάλασσα, εγγύς των ιωνικών ακτών, χρησιμοποιήθηκαν ως εφαλτήρια παραγωγής και μετάδοσης των εννοιών της διαύγειας και της περατότητας που επινόησαν οι Ίωνες σοφοί. Συναποτελούν μια κρυσταλλική δομή κι ένα πολύφθογγο στοιχείο αναφοράς στη ζωή πέριξ του Αιγαίου.
Αφού ανακάλυψαν το φυσικό φως, ύστερα επινόησαν την «εσωτερική» όραση για να το δουν και να το εξηγήσουν. Έτσι έφτασαν στο μυστήριο της ηλιακής μεταφυσικής.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν αυτό τον τόπο κατοικούσαν δυτικοί ή ανατολίτες, όμως πιστεύω πως για τούτο ξεχώρισαν εκείνοι οι Ίωνες τελικά. Γιατί κατάφεραν να κρατήσουν ζεστή τη θαλήσια θεωρία και την ησιόδεια γενετική κι αφού τις πρόσμειξαν με ηρακλείτεια δοσολογία και πυθαγορισμό, τα έθεσαν σε κίνηση εναρμονίζοντας με ασφάλεια το σώμα του φωτός επάνω στις ιδέες.
Η αρχιτεκτονική που έδεσε, φερ’ ειπείν, με τη θεωρία της λιγοσύνης και του κάλλους, ο λευκός κυβισμός κι όλο το ουράνιο φωτεινό επιστέγασμα, όλα μαζί και το καθένα χωριστά, έχτισαν το αδιαμόρφωτο Τίποτα και να πως ήρθε και ρίζωσε στη γης ετούτη η Ομορφιά κι η Ποίηση.
Το είπε άλλωστε ο εθνικός ποιητής με την εκπληκτική του φράση: «Aρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες», όπου η μια της κολώνα αποτελεί οπωσδήποτε το αιώνιο ελληνικό φως.
Είτε γυμνό και άνυδρο αυτό το φως είτε υγρό και βλαστεμένο, έβγαλε μίσχους, ρόζους και κλαδιά που παγίδεψαν τον στοχασμό – και το αίσθημα – και βλάστησε στις ψυχές των ανθρώπων μ’ όλη την ευκαρπία του λόγου και της τέχνης.
Τα μηνύματα που έστειλε αυτό το φως απόφραξαν κάθε δυσαρμονία και έραναν, μ’ ευλογία εκτυφλωτική, τους αιθέρες της ευρωπαϊκής σκέψης.
*
Πελέκησε ο Έλληνας, με τη σμίλη του, το σκληρό αλφάβητο, στρογγύλεψε σύμφωνα και φωνήεντα, λιπαίνοντας ταυτόχρονα τον διαλογισμό και προσφέροντας λίγο από το χώμα και την υγεία των ιδεών, μεσ’ από την κύλικα των ομηρικών χυμών και των πολύτιμων πλατωνικών ναμάτων, που επινόησε, στον πανίερο βλαστό της ζωής.
Όμως οι Έλληνες πελέκησαν ακόμη και τη μοίρα τους κι από σκληρό ασβεστόλιθο την έκαμαν τρυφερό ριζικό, μ’ αιγιαλούς, πλαγιές και διφθόγγους που ανάδυσαν αρχιτεκτονικούς οικισμούς με ψυχή και χρώμα, χωρίς γοτθικές φιοριτούρες κι ασυλλάβιστα μπαρόκ – στοιχεία, θαρρώ, που θα σκότωναν το ελληνικό φως.
Μια φλογισμένη υψικάμινος, με άλλα λόγια, τινάχτηκε στους αιθέρες σαν πρωτεϊκό στοιχείο, που, αφού πήρε από τη γη την πρώτη ύλη, τη σιγόβρασε σε χαμηλή φωτιά και τη σφεντόνισε μεσ’ από τα καμίνια της γλώσσας και του ήθους στα πέρατα του ουρανού διοχετεύοντας τη δραματική πράξη της ζωής στην ενδυνάμει ζωϊκή ψυχή.
Κι ακούμε πια κάτι, όχι περίεργα, αλλά συμφωνικά, ονόματα που έχουν τέτοια καταγωγή: Mυτιλάνα, Φολέγανδρος, Λήμνος, Ποιήεσσα, Λέβιθα, Τέως, Αλικαρνασσός, Οινόανδα και Πέργαμος.

Προηγούμενο ΆρθροΕπόμενο Άρθρο
Μοιραστείτε το